Καθόταν στο παγκάκι ελαφρά ανήσυχη
το βλέμμα την παρουσία κάποιου αναζητώντας
σαν τα χέρια που τυφλά ψηλαφούν στο σκοτάδι, δρόμο να βρουν να βαδίσουν.
Χαμογελούσε, ίδια μωρό που ονειρεύεται την αθωότητα.
Κι όταν ναυάγησε το γερασμένο βλέμμα στον ορίζοντα,
σαν ναυτικού γυναίκα που άνυδρη προσμένει μαντάτα από τη θάλασσα,
έκατσα δίπλα της.
Έγινα εγώ αυτός που έστηνε το βλέμμα της ψυχής της.
Αφήστε το σχόλιο σας