Μια βεντάλια με χρώματα ο ουρανός το σούρουπο. Όσο ο ήλιος χάνεται μέσα στη θάλασσα, σβήνει αργά και ξωπίσω του αφήνει μία παλέτα από χρώματα σαγηνευτικά. Χρώματα βιολετί σαν λουλούδι που άνθισε, πορτοκαλί σαν τη φλούδα του πορτοκαλιού, που ξεθώριασε ανακατεμένη με το γαλάζιο του ουρανού και οι ακτίνες του ήλιου σαν βέλη να διαπερνούν ανάμεσα τους και να τους δίνει μια λάμψη μαγική. Χρώματα τόσο ταιριαστά σε έναν κόσμο που δε θυμάσαι να υπάρχει, ένας μικρός χαμένος θησαυρός. Και η θάλασσα να στέκεται εκεί, κυρίαρχη αυτού του κόσμου, βουβή μα συνάμα γαληνεμένη, να σε ταξιδεύει σε μυστήριους και άγνωστους τόπους με το σιγανό τραγούδι των κυμάτων, που το συνοδεύει μια απαλή μελωδία από το θρόισμα των φύλλων σε δέντρα που βλέπεις να υψώνονται θεριά και να αφήνουν το δικό τους αποτύπωμα, το δικό τους χρώμα μέσα σε αυτή τη σιωπή της θάλασσας.
Ανάκατη φύση ήρεμη και κομψή να αναζητά πότε τον ήλιο και πότε τη βροχή. Ανάκατα λόγια να αναζητούν πότε την αλήθεια και πότε το αβάσταχτο ψέμα. Ανακατεμένα συναισθήματα, άλλοτε να αναζητούν μια χαραμάδα για να βγουν στην επιφάνεια και άλλοτε να κρύβονται σε ένα λαβύρινθο, που το μυαλό μου έφτιαξε με τόσο κόπο, για να χαθούν από τους δαίμονες και τα φαντάσματα μιας απογοητευμένης αγάπης. Μια αγάπη που κάποτε θύμιζε πίνακα ζωγραφικής, με χρώματα που έβρισκαν τον τρόπο να αγκαλιάζονται και καθετί αταίριαστο φαινόταν μικρό και ανούσιο, σε ένα καμβά που φτιάχτηκε μόνο για μας. Μέσα σε ένα τοπίο που η ατέρμονη σκοτεινιά και η λάμψη του φεγγαριού γίνονταν ένα, εκεί που η θάλασσα άγγιζε τον ουρανό και το μόνο που τους ξεχώριζε ήταν η διαφορετικότητα μιας απόχρωσης του γαλάζιου, μια λεπτή γραμμή, ένα αόρατο νήμα, σαν μια κλωστή που χωρίζει τη λογική από την αλλοφροσύνη.
Επικίνδυνες λέξεις γραμμένες αλλιώτικα μα η μία συμπληρώνει την άλλη. Σαν κομμάτια του παζλ που κουμπώνουν τέλεια και φτιάχνουν τη δική τους εικόνα. Εικόνα που είχε παγώσει στο χρόνο και είχε χαραχθεί ανεξίτηλα στα μονοπάτια του νου μου. Τα μάτια σου. Κάθε φορά που επίτηδες κοιτούσα προς το μέρος σου αντίκρυζα έναν καθρέφτη. Αρνούμενη να δεχτώ το χάος που ζούσε μέσα σου, ανήμπορη να διαβάσω τις σκέψεις σου, καθώς σε κοιτούσα έβρισκα το μεγαλύτερο εμπόδιο – τα μάτια σου.
Χρώμα περίεργο, χρώμα που συναντούσες μόνο στη φύση. Γκρίζα σαν τον φθινοπωρινό ουρανό που συναντούσε τα σύννεφα και ετοιμαζότανε να βρέξει, πράσινα σαν τη φύση που ανθίζει την άνοιξη και τα πάντα γύρω της μυρίζουν αχνά καλοκαίρι. Και το καλοκαίρι ερχόταν με τον πόθο σου, που άφηνες να ξεχυθεί δειλά με ένα αμυδρό χαμόγελο, μα μέσα σου ήξερες πως μόνο ο χειμώνας είναι η εποχή που εσύ, ο άνθρωπος με τα περίεργα μάτια, ευωδιάζει. Γιατί εκεί αγκάλιαζες το μαύρο του ουρανού και χαμογελούσε η ψυχή σου με τη μουντάδα της φύσης. Αρμονία τρελή σε κατέκλυζε στη βροχή και σου άρεσε τόσο να ακούς τις ψιχάλες που χοροπηδούν με το δικό τους ρυθμό στους τσίγκους. Ερωτεύσιμα και θανάσιμα ταυτόχρονα. Καθρέπτης στην ψυχή σου δεν ήταν, ούτε στο ελάχιστο δεν άγγιζε κάνεις τις σκέψεις σου. Ήταν όμως ο τοίχος που ύψωνες για να κρυφτείς από πίσω σαν παιδάκι.
Αφανής έστεκες πίσω του, φοβούμενος μην τυχόν και βρω το πλήθος των συναισθημάτων που σε πλημμύριζε και το αγγίξω. Μυστηριώδες, όμορφο το τοπίο των ματιών σου, μα μέσα μου ήξερα πως μονοπάτι ήταν δύσβατο και δυσπρόσιτο.
Και τελικά έμεινα να σε κοιτώ. Μονάχα αυτό. Μέσα από ξεθωριασμένες φωτογραφίες, πάνω σε άψυχα κομμάτια από χαρτί, που τα χρώματα είχαν θαμπώσει από το χρόνο. Τα μάτια σου είχαν μαραθεί, η μυστήρια λάμψη είχε χαθεί μέσα σε έναν άγνωστο για μένα χωροχρόνο. Βαρύ και μαύρο σκοτάδι τα σκέπαζε μόνο.
Και ίσως στην παλέτα της αγάπης σου είχες μόνο ένα χρώμα να ζωγραφίσεις, το μαύρο, καμία άλλη απόχρωση παρά μόνο αυτό.
Αφήστε το σχόλιο σας