«Μια διαφορετική σφεντόνα», γράφει η Λένα Μαυρουδή-Μούλιου

‘’Θα την σκοτώσω την άτιμη, την άχρηστη, το ‘’τίποτα,’’ το μηδέν. Θα το κάνω έτσι που να μη φανεί η αφεντιά μου και πάω φυλακή εξ αιτίας της και χαραμίσω τη ζωή μου γι’ αυτό το ‘’τίποτα’’, που ο διάβολος να την πάρει.’’

Αυτά μουρμούριζε ο Διομήδης και κανείς βέβαια δεν τον άκουγε, εκτός από τη Φρουφρού τη γάτα του, που τον κοιτούσε με μεγάλη σοβαρότητα θαρρείς και καταλάβαινε την κάθε λέξη του αφεντικού της. Τώρα, για το αν συμφωνούσε μαζί του ή όχι, δεν το ξέρουμε.

Μόνιμη ιδέα του είχε γίνει αυτός ο θελκτικός θάνατος της γυναίκας του,  της Μαργαρώς. Παντρεμένος μαζί της κοντά σαράντα χρόνια. Δεν άντεχε πια  την γκρίνια, την μουρμούρα, τις πολλές αρρώστιες της, τις παραξενιές, την τζαναμπετιά, τα πάντα της. Αυτή δεν ήταν γυναίκα, αλλά ένα ζόμπι που του είχε καθίσει στο σβέρκο και σαν βρυκόλακας του βύζαινε το αίμα. Και μόνον που την έβλεπε τού έκανε κακό.

’’Δεν μπορεί, κάποια στιγμή θα βρω τον κατάλληλο τρόπο να την ξαποστείλω, χωρίς αυτό να έχει επίπτωση στην ελευθερία μου…’’ αυτός ήταν ο μόνιμος μονόλογός του. Σχέδια, επί σχεδίων στην τράπεζα της σκέψης του, μα όλα τα έβρισκε λειψά και τρωτά, πολύ λίγα για ένα μεγαλοφυές μυαλό σαν το  δικό του.

Κάποια ευλογημένη ημέρα, βλέποντας στην TV μια παλιά ταινία με τον Εξαρχάκο, όπου με έναν μηχανισμό που εφηύρε άνοιγε η πόρτα και μόνο με την προσταγή του, πετάχτηκε από τη θέση του μαγεμένος: «Μα ναι, ναι, ναι. Αυτό είναι» αναφώνησε σαν τον Τομ Έντισον.

«Ποιο είναι το ‘’αυτό’’ Διομήδη; Δεν το λες και σε τα μας να χαρούμε; Τι το κρατάς ζηλότυπα για τον εαυτούλη σου;»

«Αν σού πω Μαργαρίτα δεν θα καταλάβεις. Κοίτα τις πασιέντσες σου και άφησε τους άντρες αυτού του σπιτιού να ασχολούνται με πράγματα σοβαρά, προϊόντα μυαλών προηγμένων. Εσύ, δεν είσαι γι’ αυτά».

«Πλουμιστό υπερφίαλο παγόνι, πόσο λίγη εκτίμηση έχω να ήξερες σε εσένα τελικά…»

«Ναι, τέτοια λέγε μου εσύ κι εγώ Μαργαρίτα θα είμαι πιο άνετος με ό,τι πρόκειται να κάνω, γλυκολαλούσα μου εσύ… Πού στο διάβολο σε βρήκα, μου λες;»

«Εκεί που σε βρήκα κι’ εγώ. Στη κακιά μου την τύχη, που τώρα πια δεν αλλάζει».

«Δεν αλλάζει είπες; ΕΓΩ θα την κάνω λοιπόν να αλλάξει».

«Μακάρι βρε να κάνεις και κάτι σημαντικό στη ζωή σου, άχρηστε άντρα, λειψέ και ανύπαρκτε. Ξέρεις τι εννοώ!…»

«Βούλωσέ το πια, δεν σε αντέχω άλλο».

«Εγώ να δεις ραμολί του κερατά. Όχι θα κάθομαι να σε ακούω να με υποτιμάς και να με βρίζεις και εγώ να σκύβω το κεφάλι και να λέω YES SIR!»

Και αυτή ήταν μία από τις τόσες σκηνές που απολάμβαναν και οι δυο τους, διανθισμένες πολλές φορές από πιατοσπασίματα και κλωτσοπατινάδες. Βίος αβίωτος όντως. Σαν πόσο να αντέξει κανείς; Δυστυχισμένοι οι ίδιοι, δυστυχισμένο και το γατί τους, που στην καλύτερη των περιπτώσεων, την γλίτωνε με καμιά μπούφλα στα πλευρά.

Ο Διομήδης κατέβασε από τον τοίχο του σαλονιού το εκκρεμές ρολόι που δεν λειτουργούσε εδώ και κάτι χρόνια. Είχε έναν μελωδικό μηχανισμό, την καμπάνα του Big Ben, που τόνιζε τα τέταρτα , τις μισές, και τις ώρες. Όμως με την πάροδο των χρόνων έφτασε να πηγαίνει ‘’πίσω’’ μια ώρα το 24ωρο και αφού είδαν και απόειδαν ότι δεν έπαιρνε γιατρειά, έπαψαν και αυτοί να το κουρντίζουν και έτσι σταμάτησε το τραγούδι του. Πάντως αν ήθελαν, μπορούσαν να απολαμβάνουν την μελωδία, μην υπολογίζοντας αν ο μηχανισμός έδειχνε ό, τι ώρα του κάπνιζε. Τραγουδούσε κανονικά κάθε τέταρτο της ώρας.

Και το μεγαλοφυές μυαλό του Διομήδη, συνέλαβε την εξής ιδέα:

Κατ’ αρχάς, έβγαλε την πορτούλα του ρολογιού με το κρυστάλλινο τζάμι στη μέση, δήθεν για να διορθώσει κάτι.

«Να που δουλειά δεν είχαμε και δουλειά βρήκαμε» του είπε εκείνη απαξιωτκά.

«Εγώ για εσένα δουλεύω, χαρά των γηρατειών μου» της ανταπέδωσε τον λόγο επιτιμητικά και συνέχισε την απασχόλησή του, με το εκκρεμές. Συνέδεσε στο δίσκο του που χαριτωμένα και ρυθμικά πήγαινε μια δεξιά, μια αριστερά, μια γερή λαστιχένια κλωστή, που τα άκρα της κατέληγαν σε κάτι που θύμιζε την διχάλα σφεντόνας. Σ’ αυτήν την διχάλα πριν χρόνια στήριζε  την παρτιτούρα στα μαθήματα κιθάρας που έπαιρνε και απορίας άξιο γιατί τα σταμάτησε αφού είχε ταλέντο.

Εκείνο που τον παίδευε σαν σκέψη, ήταν η τοποθέτηση της πέτρας ή ό,τι άλλο ήθελε να  εκτοξεύσει αυτόματα και με την βοήθεια ΜΟΝΟ του εκκρεμούς, αφ’ ενός και αφ’ ετέρου το ΣΗΜΕΙΟ που ήθελε να κατευθυνθεί η βολή του. Ήταν  πολύ δύσκολο, αλλά ο Διομήδης ήταν εξπέρ σε τέτοιου είδους κατασκευές. Τελικά, έφτιαξε αυτό που ήθελε ακριβώς. Σημείο υποδοχής του εκτοξευόμενου βλήματος, η μπεζέρα με την υψηλή πλάτη όπου καθόταν η Μαργαρίτα και διάβαζε τα βιβλία των φίλων της και μόνον. Μα να μη διαβάζει ποτέ και κάτι άλλο βρε παιδί μου; Στοίβες από δαύτα στο τραπεζάκι δίπλα της, στο πάτωμα, παντού. Μια ζωή δεν θα την έφθανε να τα διαβάσει όλα. Και όταν λέμε ‘’να τα διαβάσει’’ το εννοούμε. Ήταν η ιδανική αναγνώστρια και αυστηρή κριτικός. Δεν χάιδευε ποτέ αυτιά, πράγμα που άλλοι το εκτιμούσαν και άλλοι την αποκαλούσαν Μάξουελ του βιβλίου και έτρεμαν την γλώσσα της που τσάκιζε κόκαλα.

Ήταν ο ξυπνητός εφιάλτης του Διομήδη. Μισούσε τον τρόπο που κρατούσε ένα βιβλίο, τον τρόπο που καθόταν στην πολυθρόνα θρόνο της, την αδιαφορία της για ό,τι άλλο την ώρα  της ανάγνωσης. Μισούσε τη ζωή της, μισούσε κάθε της μόριο και άλλο δεν ονειρευόταν, παρά την εξόντωσή της, με έναν τρόπο όμως, που να φανεί σαν ατύχημα. Γιατί αν ήταν να την σκοτώσει και ύστερα να βασανίζεται από τα γνωστά επακόλουθα του εγκλεισμού σε φυλακές και τα γνωστά, ποιο το όφελος; Τον βασάνιζε ζωντανή, μα και πεθαμένη; Αυτός αν κάτι λαχταρούσε, ήταν να απολαύσει τη ζωή του στο άνθος των εβδομήντα του χρόνων!

H Mαργαρίτα, τελείως, μα τελείως όμως αδιάφορη για τα μαστορέματα του συζύγου της, ούτε που πρόσεξε τι ήταν αυτό που σκάρωνε. Και αυτό ήταν ζωτικής σημασίας, γιατί, ΑΝ το παρατηρούσε, ίσως ακόμη να ήταν στη ζωή. Και σε τούτη την αδιαφορία της ήταν που πόνταρε και ο Διομήδης. Το μόνο της σχόλιο ήταν: «Κοίτα. Έτσι και μου καταστρέψεις την αγαπημένη μου πολυθρόνα, μαύρο φίδι που έφαγε εσένα και τις κατασκευές σου». Και εκείνος της απάντησε: «Μη σε νοιάζει Μαργαρίτα Μαργαρώ. Ας πετύχω εγώ, και σού αγοράζω μιαν άλλη, αναπαυτικότερη, όσον αφορά  το relax σου».

Και έφτασε η μεγάλη ημέρα. Τέσσερα μυτερά, μικρά πετραδάκια, σε μέγεθος φουντουκιού, την ώρα που κτυπούσε το ρολόι 10μ.μ. αν και ήταν 9, και εκτοξεύεται η πρώτη, που με την… πρώτη, βρίσκει τη Μαργαρίτα στο δόξα πατρί με ταχύτητα βλήματος 200 χιλιόμετρα την ώρα και την στέλνει κατ΄ ευθείαν στον Άγιο Πέτρο, την ώρα που ο άντρας της, έπαιζε ξερή με τους  φίλους του στον καφενέ.

Θρίαμβος. Απόλυτη ευστοχία, απόλυτη επιτυχία και ‘’ω την καημένη τη  γυναίκα, άτυχη που ήταν. Από ατύχημα ο θάνατός της και δεν θαύμασε ποτέ το έργο του Διομήδη της. ‘’Θάνατος εξ αμελείας’’ είπαν  οι ειδικοί. Και τι ποινή επιφέρει ένα ατύχημα τέτοιο, αποτέλεσμα μιας ευρεσιτεχνίας που ο τεθλιμμένος σύζυξ σκόπευε να υποβάλει προς έγκριση στην αρμόδια υπηρεσία; Κάτι ψιλά βρε αδερφέ, κάτι ψιλά…

‘’Το καημένο, το αθώο ανθρωπάκι’’ είπαν φίλοι και χαροκαμένοι ζωντοχήροι συγγενείς.

‘’Βρε τον κανάγια, την ξαπόστειλε» είπαν εν εξάλλω καταστάσει διατελούσες οι φίλες της, μεταξύ των οποίων και η Πέρσα, κολλητή φίλη τής κολλητής τής μακαρίτισσας. Πώς όμως αποδεικνύεται κάτι τέτοιο; Μα η Πέρσα γι’ αυτό ήταν εδώ. Βοηθούσε ξένους και ξένους και για την μακαρίτισσα που ήταν φίλη εξ αγχιστείας έστω δεν θα έβαζε κάτω το μυαλό της να δουλέψει για να το βρει;

Ζήτησε και πήρε την άδεια από τον φίλο της αστυνομικό διευθυντή να ρίξει μια μόνο ματιά στην ‘’σφεντόνα’ για την οποία γινόταν τόσος λόγος. Την προβλημάτισε το γεγονός ότι η κατεύθυνση των πετρών ήταν μόνο μία. Προς την μπεζέρα και μόνον Ούτε δεξιά της, ούτε αριστερά, ούτε πάνω από την υψηλή πλάτη, ούτε χαμηλά. Για τον όποιο καθόταν  εκεί, η υποδοχή, ήταν στο δόξα πατρί του. Το εναρκτήριο λάκτισμα θα το έδινε ο πλήρης κύκλος της μελωδίας  του big ben και θα συνέχιζαν τα τέταρτα. Και ο στόχος έπιασε με το πρώτο. Μωρέ μπράβο! Τέλειος αυτοματισμός. Σαν τα παλιά πικάπ που αυτόματα έπεφταν ένας-ένας οι δίσκοι.Τραγούδι και δίσκος. Και ποιος να  τον κατηγορήσει  τον απαρηγόρητο σύζυγο; Χαρτιά έπαιζε ο άνθρωπος την ώρα που άρχιζε το ‘’ταξίδι’’ τής Μαργαρίτας. Ναι αλλά δεν είχε υπολογίσει ότι κάποια κυρία θα πρόσεχε την λεπτομέρεια τής πορείας των πετρών και όταν τον ρώτησε η Πέρσα, της τα μάσησε κατά το κοινώς λεγόμενο. Αν ήταν προετοιμασμένος ίσως να της έλεγε ότι κάθε εφεύρεση έχει και τις αδυναμίες της, τις ατέλειες της. Μα πια δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Τα δε σαΐνια του εγκληματολογικού ανέλαβαν την συνέχεια.

Τώρα κλαίει τη Μοίρα του σε ένα κελί μιας φυλακής υψίστης ασφαλείας, γατί όλοι φοβούνται ότι το εφευρετικό  του μυαλό θα σκαρφιστεί τρόπο δραπέτευσης ακόμη και μέρα μεσημέρι, σαν κύριος, και με τρόπο που να μοιάζει εντελώς φυσικός.

Τέτοιες  εξυπνάδες πάντα πηγαίνουν χαμένες, όσο θα υπάρχουν κάτι Πέρσες που το μυαλό τους κόβει σαν ξουράφι. Αυτό, πώς του διέφυγε του πολυμήχανου Διομήδη;

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη