«Μες σ’ αυτή τη βάρκα», γράφει η Νίκη Μπλούτη Καράτζαλη   

Εσύ ήσουνα χρονιάρικο τότε, όταν αρρώστησε αυτό το άμοιρο. Σε παράταγα πίσω στη γιαγιά σου και στη θειά σου τη Μαργιώ. Ήμασταν μια πόρτα, θυμάσαι; Σου δίνανε το γάλα σ’ ένα μπουκάλι λεμονάδας και βάζανε ένα ραγοβύζι μπροστά. Όπως τάϊζαν τα πρόβατα τα μικρά έτσι κάνανε και με σένα. Ήσουνα η πιο μικρούλα απ’ όλες τις ξαδέρφες και σου είχανε αδυναμία όλοι. Είχες πάρει και το όνομα αυτουνού του άμοιρου μετά, γι’ αυτό σε αγαπάγανε πολύ. Αν του είχε δώσει ο Θεός ζωή, εσένα θα σε λέγαμε Ξανθή σήμερα, θα σου είχαμε δώσει το όνομα της μάνας μου. Εγώ τότε, δεν είχα νου για τίποτα, μονάχα γι’ αυτό το πουλάκι μου που είχε την ανάγκη μου. Εκείνα τα χρόνια θερίζανε αυτές οι μαγκούφες οι αρρώστιες. Παλυομελίτιδα, μηνιγγίτιδα, τύφος, που είχε κι αυτό το μαναράκι το δικό μας.

Πάνε πενήντα χρόνια από τότε μωρέ παιδί μου και το αγκάθι αγκάθι στο στήθος μου απ’ το χαμό του. Δε μας έφτανε η φτώχεια μας, είχαμε και τις παλιαρρώστιες. Πρώτα αρρώστησε η μεγάλη η αδερφή σου από παλυομελίτιδα. Καλά δεν το λέω; Πώς το ’πες; Πο-λυο-μελίτιδα; Τέλος πάντων, απ’ αυτό το μαγκούφι, όπως κι αν το λένε. Ευτυχώς όμως, το προλάβαμε. Τρέξαμε αμέσως στο γιατρό γιατί είχαμε ακούσει πως είχανε κι άλλα παιδιά κι είχαμε φοβηθεί. Η Κατίνα, η κόρη τού φούρναρη, που την πήρε στο ποδαράκι της, ήταν  συνομήλικες με τη Ντίνα. Και μια μοδίστρα στο χωριό, δε θα τη θυμάσαι εσύ, γιατί έφυγε μετά πήγε στην Αθήνα. Κούτσαινε κι αυτή η καψερή. Τη Ντίνα τη δικιά μας τη γλιτώσαμε μια φορά. Λίγο το χεράκι της πήρε, τ’ άλλα όλα καλά. Το ένα χεράκι της είναι λίγο πιο κοντό απ’ το άλλο, το ξέρεις. Το φόρτωνα θυμάμαι το καψερό μ’ έναν κουβά γεμάτο άμμο και το έστελνα να τον πάει πέρα δώθε μέχρι τη θειά σου τη Γιαννούλα. Εκατό μέτρα πέρα δώθε τη μέρα! Δεν το άφηνα σε χλωρό κλαρί. Εκεί το λυπόμουνα, εκεί το μάλωνα. Σηκωνότανε ο κουβάς που ήτανε σαν μολύβι βαρύς; Φοβόμουνα όμως, μην του μείνει κουσούρι τού κοριτσιού και το έβαζα με το ζόρι. Ο πατέρας σου μ’ απόπαιρνε συνέχεια να μην το παιδεύω, δεν κόταγα ποτέ να σας μαλώσω μπροστά του.

Ε, μετά μόλις αρρώστησε κι αυτό το μικρό το μαναράκι μας, είπαμε κι εμείς οι μαύροι με τον πατέρα σου πως θα το γλιτώσουμε, όπως τη Ντίνα που τη σκαπούλαρε, αλλά έλα που ο Θεός έκανε άλλα σχέδια…

Αυτό το άμοιρο που λες, ήτανε πανέξυπνο, έπιανε πουλιά στον αέρα! Δεν άφηνε κουβέντα να πέσει χάμω, είχε γνώμη για όλα. Κι ο λόγος της μετρημένος, σαν μεγάλη. Απ’ όλα την είχε προικίσει ο Θεός, μονάχα η τύχη τής έλειπε. Πέντε κορίτσια ήσασταν μαζεμένα σε μια αυλή, έξι με της θείας σου της Ντίνας τη Λουκία. Οι άλλες όλες ήτανε μεγαλύτερες και το είχανε στα όπα- όπα. Το αγαπάγανε πολύ. Κι αυτό όμως είχε αδυναμία σ’ όλες τις ξαδέρφες του. Δεν έκανε δίχως τα κορίτσια. ‘’Βάλε μου μαρή τα καλά μου να βγω να παίξω στην αυλή’’, μου έλεγε κάθε μέρα σαν άνοιγε τα ματάκια του. Δεν ήθελε αυτό να βάζει παλιόρουχα, όπως φοράγατε όλα τα μικρά τότε. Μονάχα με τα καλά της έβγαινε να παίξει. Αυτά που φοράει και στη φωτογραφία εδώ. Βλέπεις; Ωραίο καθαρό φορεματάκι, παπούτσια καινούργια, τσάντα, γυαλάκια. Τα είχε αγοράσει ο πατέρας σου ο καψερός στην Αθήνα, τότε που είχαμε πάει για θεραπεία, για να του δώσει λίγο χαρά. Ε ρε μάνα μου πώς έκανε όταν τα έφερε! Τι χαρά ήταν αυτή! Γέλια, φιλιά τον πατέρα σου! ‘’Εσύ μαρή γιατί δε γελάς;’’ Μου έλεγε εμένα με νεύρα που μ’ έβλεπε μαραζωμένη μες στη μαυρίλα. ‘’Γελάω ματάκια μου, πώς δε γελάω’’, έκανα κι εγώ τάχα μου πως είχα χαρά. Πού να σκάσει το  δικό μου το χείλι απ’ τα μαντάτα που μας φέρνανε οι γιατροί; Εκείνο το βράδυ θυμάμαι μάλωσα και τον πατέρα σου που χάλασε τα λεφτά για ρούχα, γιατί φοβόμουνα μη δε μας φτάσουνε μετά για τα εισιτήρια και πώς θα γυρνάγαμε πίσω στο χωριό;

Στο νοσοκομείο μείναμε κάνα μήνα και την έβγαζα σε μια καρέκλα δίπλα στο κρεβάτι του. Πήγαινε κορόμηλο το δάκρυ. Άμα του έπεφτε ο πυρετός και λάρωνε λίγο, τότε άνοιγε τα μάτια του και σαν μ’ έβλεπε κλαμένη όλο με μάλωνε. ‘’Τι κλαίς μαρή χαζή, που θα πεθάνω;’’ Με ρώταγε νευριασμένο. Δεν ήθελε να στεναχωριέμαι. ‘’Δε κλαίω καρδούλα μου, άκου θα πεθάνεις! Τι λόγια είναι τούτα;’’ Τη μάλωνα κι εγώ για να μη καταλάβει τίποτα. Τα δυο πρώτα βράδια θυμάμαι, δε μας αφήσανε οι γιατροί να μείνουμε μέσα κοντά του κι αυτό πλάνταξε στο κλάμα το μαναράκι μου που ήτανε μόνο του. Καθόμαστε με τον πατέρα σου έξω, όλη τη νύχτα σ’ ένα πεζούλι από κάτω απ’ το παραθύρι του και φώναζα εγώ για να μ’ ακούει, ‘’εδώ είμαστε μάνα μου μη σκιάζεσαι τίποτα…’’ Τα μάτια μου δε στεγνώνανε απ’ τα δάκρυα. Σάματις είχαμε λεφτά για δωμάτιο ή κανά γνωστό στην Αθήνα να μείνουμε; Τίποτα. Μονάχοι μας δυο κούκοι στην αυλή του νοσοκομείου βγάλαμε και τις δυο πρώτες νύχτες. Άσε που και λεφτά να είχαμε δεν θ’ αφήναμε το κορίτσι μονάχο του εκεί μέσα. Ποια μάνα θ’ άφηνε το παιδί της άρρωστο και θα πήγαινε για ύπνο; Με κόλλαγε ύπνος εμένα τότε; Άμα γελιόμουνα κι έκλεινα τα μάτια απ’ την κούραση όλο γύφτοι ερχόντουσαν στον ύπνο μου. Τους γύφτους στα όνειρα τούς έχουνε σε κακό και σε κακό μάς βγήκανε κι εμάς.

Μετά που λες, μας λυπηθήκανε οι γιατροί κι οι νοσοκόμες και μ’ αφήσανε εμένα να κάθομαι μέσα κοντά του. Τον πατέρα σου τον έδιωξα να πάει στο χωριό, γιατί είχαμε και σας τα δυο πίσω παρατημένα. Ευτυχώς ήτανε η γιαγιά σου, η θεία σου με τον θείο σου και τα κορίτσια που σας προσέχανε. Δεν είχαμε παράπονο, μας παρασταθήκανε όλοι. Σας μαζεύανε όλα μαζί στο κατώι από κάτω κι ό,τι είχανε σάς το μοιράζανε. Έφερνε με τις χούφτες η φτωχειά η θειά σου τα λάχανα απ’ τα χωράφια. Τα βράζαμε και τρώγαμε εμείς οι μεγάλοι, για να σας μείνει εσάς κανένας μεζές από κοτόπουλο ή από κανένα αρνί που σφάζανε απ’ τα δικά τους. Στις μεγαλογιορτές μόνο, Πάσχα και Χριστούγεννα. Τον θυμάσαι τον στάβλο που είχανε απάνω στα μαντριά, ε; Θυμάσαι που σε ζάλωνε ο θείος σου καβάλα στο γαϊδούρι και σε παίρνανε στον αχυρώνα για να φροντίσουνε τα ζωντανά; Είχανε πρόβατα, κατσίκια, κότες, κουνέλια και δυο μουλάρια μαζί με το γαϊδούρι. Κι αυτό το άμοιρο το παίρνανε όταν ήτανε καλά. Τι χαρές έκανε σαν το φωνάζανε για να το πάρουνε μαζί τους! Ξεψύχαγε για βόλτες!

Η θεία σου η Μαργιώ όλο το έφτυνε να μην το ματιάσει. Μα δεν ήτανε ομορφιά αυτή παιδάκι μου. Λες και το είχε ζωγραφίσει ο Θεός με το πινέλο ήτανε το πουλάκι μου! Μαύρα πυκνά μαλλιά, μαύρα μάτια σαν την ελιά και κάτι φρύδια γραμμένα! Για να φάει έβαζε πετσέτα μπροστά κι έτρωγε σαν μεγάλη. Πρόσεχε πολύ να μη λερωθεί. Ήθελε να είναι πεντακάθαρο. Κορόιδευε και τη γιαγιά σου που έριχνε συνέχεια λαδιές και την απόπαιρνα κι εγώ την κακομοίρα, επειδή δεν προλάβαινα να πλένω τα ρούχα της. Εκείνα τα χρόνια όλα τα πλέναμε στο χέρι, έξω στην κορίτα κι ύστερα τρέχαμε και στα χωράφια.

Αυτό το μαναράκι που λες, όλο να τρώει ήθελε. Δε ξέρω ρε παιδί μου αν ήτανε απ’ την παλιαρρώστια, πάντως, δεν του είχε κοπεί η όρεξη, όπως γίνεται όταν αρρωσταίνει ο άνθρωπος. Δε ρούπωνε με τίποτα. Έσφαζε τότε η θεία σου η Μαργιώ καμιά κότα και την κάναμε σούπα για να φάει αυτό να πάρει απάνω του. Δεν άφηνε άλλον να ακουμπήσει το κουτόπουλο. ‘’Κοίτα μη δώσεις στα κορίτσια’’, μου έλεγε κρυφά. ‘’Αυτό το έσφαξε για μένα η θεία μου που ’μαι αρρωστούλα.’’ Φοβότανε να μην της το φάνε οι άλλες, δεν ήθελε να το μοιραστεί κι ας τις αγάπαγε τόσο πολύ.

Αχ! Τι να πρωτοθυμηθώ ρε παιδάκι μου και τι να μολογήσω η χαροκαμένη! Στο νοσοκομείο δεν περνάγαν οι ώρες κι οι μέρες. Οι νοσοκόμες και η προϊσταμένη δεν έφευγαν από πάνω μας. Μια μέρα δυο νοσοκόμες ήρθαν και μας δώσαν ένα μικρό ραδιάκι για να ακούμε τραγούδια. Κατουρήθηκε απ’ τη χαρά του αυτό το μικρό. Χύμηξε απάνω στα κορίτσια και τις αγκάλιαζε, τις φίλαγε για να τις ευχαριστήσει. Το αγαπήσανε πολύ κι αυτές το μαναράκι μου. Μετά μέρα νύχτα δεν το έσβηνε, τόση χαρά που το είχε. Της άρεσε πολύ ένα τραγούδι της Αλίκης που είχε βγει τότε. Στη Μανταλένα το έλεγε νομίζω. Όταν της έπεφτε ο πυρετός κι είχε λίγο όρεξη μου ζήταγε να το τραγουδήσουμε μαζί. Έλα μαρή να πούμε αυτό το τραγούδι που λέει η Αλίκη. Κι έπιανα εγώ τον σκοπό… Τι να έκανα; Πώς να του χάλαγα χατίρι;

‘’Μες σ’ αυτή τη βάρκα είμαι μοναχή

κι έχω συντροφιά μου κάτασπρο πουλί

Σημάδι ρίχνω στο γιαλό, μα πώς να σου το πω

Είσαι ένα αστέρι μακρινό, τη νύχτα σε φιλώ

Θέλω να φυτέψω πεύκο λυγερό

για να μεγαλώσει και να το χαρώ

Μπλέκω τα μαλλιά μου μ’ άστρα και βροχή

και στα όνειρά μου κάνω προσευχή…’’


Ακούστε το τραγούδι ‘Μες σ’ αυτή τη βάρκα’


Τραγούδαγε με την ψιλή φωνούλα του και νόμιζες πως άκουγες αηδόνι να κελαηδάει. Εγώ δεν ήξερα πώς να πνίξω τα δάκρυα που θολώνανε τα μάτια μου. Ευτυχώς ερχόντουσαν κι οι νοσοκόμες μόλις μας ακούγανε να τραγουδάμε και το γυρίζανε στο καλαμπούρι μετά για να μου δώσουνε κουράγιο. Το ραδιάκι αυτό του το έκανε δώρο  η προϊσταμένη όταν φύγαμε και το κράταγε η καρδούλα μου σ’ όλο το δρόμο αγκαλιά.

Ένα πρωί πάλι στο νοσοκομείο, μπαίνει μέσα στο δωμάτιο ένας γιατρός –ένα γομάρι, δυο μέτρα ντερέκι, σήκωνες το κεφάλι για να τον κοιτάξεις. Αυτό το πουλάκι μου μόλις είχε λαρώσει απ’ τον πυρετό και κοιμότανε. Με πήρε παράμερα ο γιατρός και μου λέει… ‘’Δυστυχώς δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα άλλο, το παιδί δεν έχει ζωή.’’  Ω ρε μάνα μου, τι ήτανε να μου πει αυτή την κουβέντα; Σκοτείνιασε ο κόσμος! Μ’ έλουσε κρύος ιδρώτας και μου κοπήκανε τα ποδάρια της καψαλιάρας. Πού να βρω μετά κουράγιο να κάνω τον καραγκιόζη μπροστά στο κορίτσι να μην πάρει χαμπάρι τίποτα; Εκείνο το μεσημέρι θυμάμαι έφτασε κι ο πατέρας σου απ’ το χωριό με την ψυχή στο στόμα. Έμαθε κι αυτός τα μαύρα χαμπέρια κι έπεσε κάτω κεφάλι απ’ τον καημό του. Σπάραζε στο κλάμα σαν μικρό παιδί όταν έβγαινε στο διάδρομο έξω απ’ το δωμάτιο. Αχ ρε μανούλα μου τι περάσαμε!

Μετά αφού μας διώξανε οι γιατροί απ’ την Αθήνα και μας είπανε πως δε γίνεται τίποτα, γυρίσαμε στο χωριό μες στη μαυρίλα. Κλάματα που κάνανε οι νοσοκόμες σαν μαζεύαμε τα πράγματα για να φύγουμε! Ακόμα κι ο διευθυντής, που ήταν γιατρός κι αυτός στο νοσοκομείο, είχε βουρκώσει και δεν μπορούσε να κρατήσει τα δάκρυα απ’ τη στενοχώρια του, σαν ήρθε να μας αποχαιρετήσει.

Εγώ τα είχα χαμένα.‘’Τι να κάνουμε στο σπίτι;’’ Έλεγα συνέχεια μέσα στο λεωφορείο στον πατέρα σου τον φουκαρά, λες κι έφταιγε αυτός που μας διώξανε. Αυτό το μικρό είχε χαληνώσει στον κόρφο μου με το ράδιο αγκαλιά. Του είπαμε πως θα γίνει καλά, γι’ αυτό μας διώξανε οι γιατροί. Σιγά μην το πίστεψε. Το κορόιδευες αυτό; Σε πέρναγε πέρα απ’ το ποτάμι με την εξυπνάδα του! Στο χωριό κάναμε μετά όλοι τον καραγκιόζη μπροστά του για να μην του δώσουμε λαβή και υποψιαστεί την αλήθεια. Εμένα δεν μ’ έκανες ραγιά με τίποτα, δε χώραγε στο νου μου το κακό. Δε με χώραγε κι ο τόπος πουθενά. Μου ερχόταν τρέλα άμα σκεφτόμουνα πως θα το χάσω.

Εκείνο το μαύρο γιόμα που θα έφευγε, ήθελε να είμαστε όλοι κοντά του. ‘’Φώναξε τα κορίτσια μαρή όλα να έρθουνε εδώ. Φέρε και τη μπέμπα μας να τη δω. Και τις θείες μου και τους θείους μου. Κι αυτή η γιαγιά μου πού πήγε; Στείλε τον μπαμπά μου να τη βρει…’’ μου έλεγε συνέχεια λες και το αισθανότανε ρε μάνα μου πως θα έφευγε!

Σε πήγαμε κι εσένα κοντά, σε κρατάγανε τα κορίτσα της θείας σου στα χέρια. Ύστερα περιμέναμε τη γιαγιά σου και τη θεία σου τη Μαργιώ να γυρίσουνε απ’ τον σκάλο. Είχανε πάει μεροκάματο κι οι δυο στα βαμπάκια. Πώς να τις ειδοποιήσουμε όμως που δεν είχαμε μέσο; Στο τέλος πήρε ο μπάρμπας σου ο Μήτσος το ένα το μουλάρι και πήγε να τις φέρει άρον άρον. Τ’ ακούς εσύ; Δεν του έβγαινε η ψυχούλα του άμα δε μαζευόμαστε όλοι κοντά του. ‘’Θα ’ρθει μάνα μου κι η γιαγιά σου’’, έλεγα εγώ για να το ηρεμήσω και τρέχανε τα μάτια μου βρυσούλες. Σαν φτάσανε η γιαγιά σου με τη θεία σου απ’ το χωράφι και του μιλήσανε, έκλεισε τα μάτια του το μαναράκι μου ήσυχο και πήρε το δρόμο για το ταξίδι του. Τότε κατάλαβε η γιαγιά σου πως μας έφευγε και μου έγνεψε με τα μάτια να μη βγάλω τσιμουδιά. Δεν κάνει λένε να τους γυρίζεις πίσω τους ετοιμοθάνατους όταν παίρνουν το δρόμο για να φύγουνε, επειδή υποφέρουνε μετά. Πού να τα ήξερα εγώ τότε αυτά; Μετά μου τα είπανε. Εμένα εκείνη την ώρα μου ήρθε σκοτοδίνη! Βγάζω έναν σκουσμό! Θ’ ακούστηκα σ’ όλο το χωριό. Πέσανε όλοι απάνω μου να με κρατήσουνε μακριά απ’ το κορίτσι. Δε μ’ αφήνανε να ζυγώσω κοντά να μην το ξαναγυρίσω πίσω. Θυμάμαι με πήρε η γιαγιά σου παράμερα και μ’ έβαλε μια πόστα!

Μαύρη ώρα. Φαρμακερή. Σε καμιά μάνα να μην τύχει τέτοια μαύρη ώρα. Μετά τι να σου πω; Δε θυμάμαι τίποτα. Ούτε πώς το στολίσαμε, ούτε πώς το πήγαμε στην εκκλησιά. Τίποτα. Δεν ανόγαγα πια. Με ζαβλάκωσε ο πόνος κι η τρέλα.

Αυτό που θυμάμαι είναι πως λάκαγα κρυφά τον πρώτο καιρό τα βράδια και πήγαινα κι έσκαβα με τα χέρια τον λάκκο του να μπω μέσα κι ούρλιαζα σαν αλλοπαρμένη. ‘’Κι άμα με καρτεράει;’’ έλεγα με το νου μου όταν μούχρωνε. ‘’Κι άμα φοβάται το σκοτάδι; Πού το άφησα μονάχο του η μαύρη; Μάνα είμαι εγώ’’; Όλο τέτοια μου περνάγανε απ’ το μυαλό. Πώς δε μου λάλησε εκείνο τον καιρό, μου λες; Πώς συνήρθα ρε παιδάκι μου απ’ αυτή τη τρέλα δεν μπορώ να το εξηγήσω. Πώς μου ’δωσε δύναμη ο Θεός κι έζησα χωρίς αυτό; Θες που είχα κι εσάς ν’ αναθρέψω; Θες που λυπόμουνα και τον φουκαρά τον πατέρα σου που τον έβλεπα να κλαίει με μαύρο δάκρυ; Είχε ρέψει κι αυτός απ’ τον καημό του, που δεν μπορέσαμε να σώσουμε το μαναράκι μας. Τι να σου λέω; Άμα βλέπεις άντρα να κλαίει σου κόβει την καρδιά στα δυο.

Αχ, πενήντα χρόνια περάσανε και καμιά μέρα δε μας έφυγε απ’ το νου το πουλάκι μας. Να, έτσι όπως είναι στη φωτωγραφία το βλέπω μπροστά μου όταν κλείνω τα μάτια. Καλοντυμένο, καλοχτενισμένο, με τα γυαλάκια του, με το καπελάκι του. Τα βάλαμε όλα κοντά του να πάει στολισμένο και καθαρό όπως του άρεσε.Πώς τα έδωσε έτσι ο Θεός και καταφέρνει η μάνα ν’ ανασαίνει χωρίς το παιδί της, δε ξέρω.

Μια φορά πάλι θυμάμαι, το είχα δει στον ύπνο μου, πως κάπου ήτανε λέει μονάχο του και δεν είχε τι να φάει κι έπιανε πέτρες και τις ματσάλαγε. Μου ήρθε καταφιασίλα! Τα έβαλα με τον παπά που μου είπε, για να μερέψει τον πόνο μου, πως στα μικρά δεν κάνουμε μνημόσυνα και πρόσφορα, γιατί γίνονται αγγελάκια και πάνε στην ποδιά της Παναγιάς. Η αλήθεια είναι πως παρηγορήθηκα με τα λόγια του τότε. Μόλις μολογάω τ’ όνειρο στη σχωρεμένη τη μάνα μου, δαγκώθηκε κι αυτή. ‘’Μόιιι τι κάναμε οι λωλές; Αφήσαμε το χαϊβάνι να πεινάσ’; Ζύμωσε μια λειτουργιά μόι τ’ κοριτσιού…’’ μ’ ορμήνεψε η δόλια αμέσως. Έτσι κι έκανα. Παρασκευή πιάνω από βραδύς το προζύμι και το Σάββατο ανασκουμπώθηκα και ζύμωσα μια μοσχολειτουργιά. Την πήγα μαζί με τ’ όνομα του στην εκκλησιά, να έχει να τρώει το μαναράκι μου. Τον παπά ούτε που γύρισα να τον δω, του κράταγα ένα γινάτι από τότε.

Αχ ρε μάνα μου, δε λαρώνει αυτός ο πόνος ποτέ! Πόσος κόσμος δεν έχασε παιδιά θα μου πεις; Να ήμουνα μονάχα εγώ η χαροκαμένη η μάνα… Τότε που μας αρρώστησε, άμα μου πέρναγε απ’ το μυαλό πως θα το χάσω, έλεγα πως δε θ’ αντέξω και πως θα πάω κι εγώ από κοντά. Κι έλα που έζησα. Κι ήρθε ο καιρός που γέλασα ξανά και τραγούδησα και χόρεψα στις χαρές σας. Αχ, έλα όμως που τα δίνει έτσι ο Μεγαλοδύναμος παιδί μου κι  ό,τι σου γράφει δε ξεγράφεται.

Μετά από χρόνια που πέθανε η γιαγιά σου η Νικολίτσα, ξέρεις πόσο χάρηκα; Ωραία, είπα με το νου μου, θα έχει το πουλάκι μου έναν δικό του άνθρωπο να το κουμανταράει. Την αγάπαγε πολύ τη γιαγιά του, κι αυτή του είχε αδυναμία επειδή είχε πάρει και το όνομά της. Συναντιούνται οι πεθαμένοι στ’ αλήθεια, το λένε κι οι παπάδες αυτό. Όποιος πάει εκεί πάνω βλέπει όλους τους δικούς του κι ανταμώνουνε ξανά. Έτσι λένε. Μακάρι ρε παιδάκι μου να ’ναι αλήθεια. Ποιος τα ξέρει αυτά για να μας τα σιγουρέψει; Σάματις γύρισε κανένας από κει πέρα για να μας πει πώς είναι;

Έλα… μην κλαις τώρα. Πλάνταξες κι εσύ στο κλάμα. Αυτά στα είπα γιατί θέλω να τα γράψεις να τα θυμούνται και τα δικά σας τα παιδιά. Να λένε καμιά φορά όταν περνάνε δυσκολίες, μωρέ τι βάσανα έχουνε περάσει κι ο παππούς με τη γιαγιά μας! Αυτά να σκέφτεστε, τα χειρότερα, και να λέτε πως όλα τα άλλα περνάνε. Τι είναι τα λεφτά μπροστά στη ζωή; Ούτε σπίτια ήθελα, ούτε λεφτά, ούτε προκοπή. Στάχτη να γινόντουσαν όλα. Μονάχα να ζούσε αυτό το άμοιρο κι ας ήμασταν σε μια καλύβα με τον πατέρα σου. Τέτοιο καιρό θυμάμαι μας άφησε. Πηγαίνανε για σκάλο οι γυναίκες στα βαμπάκια. Μια ζωή με τον πατέρα σου μας έφαγε και τους δυο το μαράζι που το χάσαμε. Τεσσάρων χρονών το μαναράκι μας. Δεν πρόλαβε να τα κλείσει τα τέσσερα. Δευτέρα το γιόμα, σαν σήμερα. Α ρε ζωή τι κάθεσαι  και κάνεις! Ποιος νους το λόγιαζε αυτό; Να φύγει το πουλάκι μου και να ζήσω εγώ η έρμη!


Το διήγημα αυτό, με τίτλο  ‘’Σαν σήμερα’’, απέσπασε το Β’ βραβείο διηγήματος στον  9ο Παγκόσμιο λογοτεχνικό διαγωνισμό της ΕΠΟΚ το 2019.  Δημοσιεύεται για πρώτη φορά στη Λόγω Γραφής για τη Σειρά «Ένα τραγούδι για σένα», με τον τίτλο ‘’Μες σ’ αυτή τη βάρκα’’.

Είναι αφιερωμένο με πολλή αγάπη στους γονείς μου και στη μικρή μας Νικολίτσα.

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη