Χάνεται η πίστη.
Οι ψευδοπροφήτες πληθαίνουν
και με κατάρες στα στόματά τους
ξεπωλούν την αγιοσύνη,
από πληκτρολόγια κι οθόνες.
Μεγάλη Εβδομάδα κι οι αμαρτίες στήνουν χορούς,
σε καφενεία και πλατείες.
Έχουν το ελεύθερο: από ηδονή
και τύχη.
Οι θαμώνες των αριθμών,
θιάσους λατρεύουν,
που ανασκολοπίζουν την ντροπή.
Τους πρωθιερείς παρακαλούν
για σηστέρσια κι αίμα (όπως παλιά).
Στους πέτρινους δρόμους προχωρούν,
δολοφονώντας τον Θεό, όπου τον αντικρίζουν.
Δεν αντέχεται η ομορφιά, ούτε για λίγο.
Μισείται η αρχή
που φώτιζε το θαύμα,
νικούσε το κύρος,
απολίθωνε το μυστήριο.
“Δεν αντέχεται η ομορφιά, ούτε για λίγο”
Το φως πάντα καίει τους σκοτεινούς…
Πολύ στοχαστικό και δυνατό φίλε Χριστόφορε!
Εξαιρετικό!