«Μαριάννα Φλώρου», παρουσιάζει ο Κυριάκος Στυλιανού

Καλό μήνα και από την Κύπρο, φίλοι αναγνώστες (και συνεργάτες) της Λόγω Γραφής!

 

Για το μήνα Ιούλιο η στήλη «Λόγω Γραφής… ἐς γῆν ἐναλίαν Κύπρον» σας παρουσιάζει τη συγγραφέα  Μαριάννα Φλώρου, η οποία διακρίνεται για την πρωτότυπη και έξυπνη γραφή της.

 


Απόσπασμα από το μυθιστόρημα «Μέτ-Α», σελ. 367-372:

Ένα χτύπημα στην πόρτα μ’ έβγαλε απ’ τον λήθαργο της κούρασης, του φαγητού και του αλκοόλ και συνοφρυωμένη, αφού παράτησα το ποτήρι μου σ’ ένα πάγκο, άνοιξα την ξύλινη πόρτα.

— Εσύ εδώ;

  Ο Ψηλός στεκόταν στην είσοδο, σοβαρός και συνοφρυωμένος.

  Πέρασε τον δείκτη κάτω απ’ τη μύτη του μερικές φορές και μετά μίλησε.

— Να σου πω λίγο;

— Όχι, απάντησα κοφτά.

  Με κοίταξε παράξενα, βυθίζοντας το βλέμμα του στο δικό μου για λίγα δευτερόλεπτα.

  Αγχώθηκα. Τι στο διάολο συνέβαινε;

— Δώσ’ μου δυο λεπτά, είπα τελικά κι έκλεισα την πόρτα.

  Ρούφηξα μια τελευταία τζούρα απ’ το τσιγάρο μου και το έσβησα σ’ ένα τασάκι. Ύστερα, ψάρεψα ένα σάλι από μια καρέκλα με ρούχα που ʹχα πεταμένα και προχώρησα προς την πόρτα.

  Τι ήθελε ο Ψηλός; Τόσο σημαντικός ήταν ο λόγος, που έπρεπε να έρθει εδώ; Το πώς ήξεραν πού μένω δεν το σκέφτηκα καν, θα τους ήταν το πιο εύκολο πράγμα να βρουν το προσωρινό μου σπίτι. Αλλά γιατί δεν με πήραν τηλέφωνο να πάω εγώ στο καθαριστήριο;

  Βγήκα και τον βρήκα να με περιμένει απέναντι στο πεζοδρόμιο, κάτω από μια λάμπα της ΔΕΗ. Έτσι όπως έπεφτε πάνω του το κίτρινο φως, σκοτείνιαζε τη φιγούρα του και θόλωνε το περίγραμμά του. Έμοιαζε με ήρωα γκανγκστερικής ταινίας. Μια εικόνα από φιλμ νουάρ.

  Τον πλησίασα, τυλίγοντας το σάλι γύρω απ’ τους ώμους μου και σταυρώνοντας τα χέρια στο στήθος.

  Μέχρι και τα ρούχα μου μυρίζουν νέφτι, σκέφτηκα.

— Τι τρέχει; ρώτησα.

  Ο Ψηλός δεν μίλησε αμέσως και παρόλο το σκοτάδι, διέκρινα μια σκιά να περνά απ’ το βλέμμα του.

— Λοιπόν;

— Ο Αρχηγός μ’ έστειλε να σε βρω, είπε αναστενάζοντας.

  Υπάρχουν εξελίξεις.

— Δεν καταλαβαίνω.

  Μου έριξε ένα περίεργο βλέμμα. Δεν μπορούσα να καταλάβω αν ήταν τσαντισμένος μαζί μου ή… με συμπονούσε για κάτι!

— Ακολουθήσαμε τις πληροφορίες που μας έδωσες. Η επιχείρηση δούλεψε μια χαρά, ρολόι… Μόνο που δεν υπήρχε αντίπαλος.

  Έσμιξα τα φρύδια.

— Τι σημαίνει αυτό;

— Ο Αρχηγός, μαντάμ, δεν θα ξαναχρειαστεί τη βοήθειά σου. Το μερίδιό σου από τη μία και μοναδική επιχείρηση θα στο παραδώσω εγώ σε λίγες μέρες.

  Ξαφνικά, ένα κρύο με διαπέρασε χωρίς να καταλαβαίνω γιατί.

  Σφίχτηκα στο σάλι μου.

— Τι συμβαίνει; ψέλλισα κι ένας κόμπος δέθηκε στον λαιμό μου.

  Κοίταζα τον Ψηλό με μάτια που έτσουζαν στις άκρες τους. Η καρδιά μου κτυπούσε δυνατά.

— Ο Βαρόνος είναι νεκρός.

  Αυθόρμητα σκέπασα το στόμα μου με τη δεξιά μου παλάμη. Το κάνουν και οι ηθοποιοί, μόνο που εγώ δεν έπαιζα σε παράσταση, δεν με περίμενε κανένα χειροκρότημα, ούτε θαυμαστές στα καμαρίνια.

  Ο πόνος ήταν αληθινός. Το σκίσιμο στα σωθικά μου, το μούδιασμα σ’ όλο μου το σώμα, ο λαιμός μου που στέγνωσε, όλα ήταν αληθινά.

— Όχι…! ψιθύρισα, αφήνοντας τα χέρια μου να πέσουν άτονα στο πλάι.

  Ο Ψηλός έστρεψε το βλέμμα αλλού.

  Τον κοίταζα χωρίς να τον βλέπω. Μπορούσα ν’ ακούσω τους χτύπους της καρδιάς μου, τους πνεύμονές μου να σφυρίζουν απαλά σε κάθε κοφτή ανάσα, το στομάχι μου να συσπάται με θόρυβο, το αίμα να κυλά μ’ ορμή ζεστό και σκούρο μέσα στις φλέβες μου.

— Πώς; Ποιος; ρώτησα με φωνή που έτρεμε.

— Στις ειδήσεις λένε διάφορα… Εμείς ξέρουμε πως ήταν δουλειά του Μάντη.

  Ο Ψηλός έκλινε το κεφάλι ελαφρώς για να αποφεύγει να με κοιτάζει κατευθείαν στα μάτια.   Εγώ πάλι, προσπαθούσα να δω πίσω απ’ τις κόγχες του, να τρυπήσω το κρανίο και να διαβάσω τι πληροφορίες ήξερε, τι εικόνες είχε δει, τι είχε ακούσει. Έπρεπε να μάθω! Έπρεπε να μου πει!

— Τον φάγανε σήμερα τα ξημερώματα. Είχε τοποθετηθεί βόμβα στ’ αμάξι. Ο ένας Μάγειρας είναι στο νοσοκομείο.

  Με είδε που τον κοίταζα με μάτι που γυάλιζε. Κούνησε το κεφάλι.

— Όχι, μαντάμ, δεν ήμασταν εμείς που τον φάγαμε.

  Μου φάνηκε αστείος. Πολύ αστείος. Όλα μου φαίνονταν αστεία εκείνη την ώρα.

  Έβαλα τα γέλια.

  Γελούσα δυνατά και το στήθος μου τρανταζόταν, ώσπου το σάλι γλίστρησε απ’ τους ώμους μου και σκάλωσε στους αγκώνες, μα γλίστρησε κι απ’ εκεί, μέχρι που βρέθηκε στο πεζοδρόμιο κι εγώ γελούσα, γελούσα, ώσπου μπροστά στα ψυχρά μάτια του Ψηλού το γέλιο έγινε κραυγή κι ύστερα κλάμα βουβό, παραπονιάρικο, σχεδόν απόκοσμο, με το κάτω σαγόνι μου να τρέμει ανεξέλεγκτα. Σήκωσα αργά τα χέρια μου με μεγάλη δυσκολία κι έπιασα το κεφάλι μου.

  Κι έκλαιγα. Έκλαιγα. Έκλαιγα χωρίς σταματημό. Παντού δάκρυα· στα μάγουλα, στα ρουθούνια, στα χείλη, στο πηγούνι, στον λαιμό μου. Μ’ έπνιξαν τα δάκρυα, μου ʹφραξαν την αναπνοή μα επέμενα να κλαίω, να θέλω να βυθιστώ σ’ αυτό τον πόνο που ξέσκιζε τη σάρκα

μου, που ξεκολλούσε χέρια και πόδια, επέμενα μήπως και λυτρωθώ, όταν ο πόνος έστριβε τον λαιμό μου για να βγει απ’ το σώμα. Τον λαιμό, τον λαιμό, ας γινόταν κάτι να μην έχω λαιμό!

  Και μες στο κλάμα, λύγισαν τα γόνατα κάτω απ’ το βάρος του πόνου και της αγανάκτησης και της πίκρας κι έπεσα στο πεζοδρόμιο, γονάτισα κρεμάζοντας τους ώμους μπροστά, το κεφάλι… Ίσως ο Ψηλός να προσπάθησε να με σηκώσει, δεν θυμάμαι, δεν έχω καμία εικόνα απ’ εκείνη τη μαύρη στιγμή. Το μόνο που έχει μείνει στη μνήμη μου είναι η γεύση του μπετόν, της σκόνης και της βρομιάς του πεζοδρομίου, όπως ήμουν ξαπλωμένη σαν έμβρυο κάτω, όλα ανακατεμένα με το σάλιο μου και τα δάκρυά μου.

  Όταν συνήλθα, ο Ψηλός δεν ήταν εκεί. Ο δρόμος ήταν έρημος.

  Ο πόνος ακόμα πιο δυνατός, πιο εσωτερικός, πιο ώριμος, πιο βαθύς. Σαν να ʹχε ήδη δημιουργηθεί η τομή στο δέρμα και τώρα αυτό το πράγμα προχωρούσε πιο μέσα, έφτανε τα κόκαλα και τα έσφιγγε, τα έσφιγγε μέχρι να τα θρυμματίσει. Κι εγώ, έβαλα τα χέρια μου στο

μπετόν και με αργές κινήσεις κατάφερα να σηκωθώ, τραβώντας την άκρη απ’ το σάλι μαζί μου. Δεν ξέρω πόση ώρα μού πήρε να διασχίσω τον δρόμο, βήμα το βήμα, αργά, σαν υπνωτισμένη, να παραπατώ και να βλέπω θολά, να βουίζει το κεφάλι μου κι όσο πάει να δυναμώνει το βουητό.

  Όταν έφτασα, έσπρωξα την πόρτα ν’ ανοίξει. Μα σκάλωσε κι όσο κι αν προσπάθησα δεν άνοιγε, ώσπου τελικά άρχισα να γυρίζω το πόμολο με μανία.

— Άι στο διάολο, γαμημένη, άνοιξε πια! Άνοιξε! ούρλιαζα, σκίζοντας την ησυχία της νύχτας.

  Τελικά, ξεχαρβάλωσα το πόμολο κι έμεινε η τρύπα να χάσκει σαν μάτι στο ξύλο και το πόμολο, άχρηστο πια, στο χέρι μου.

  Ξαφνικά, ήμουν πολύ κουρασμένη. Εξαντλημένη.

  Ακούμπησα την πλάτη στην πόρτα κι άφησα το σώμα μου να γλιστρήσει προς τα κάτω. Κάθισα κι έκλεισα τα μάτια. Ήταν πυκνό το σκοτάδι πίσω απ’ τα μάτια, πυκνό και βαθύ κι εγώ αγαπούσα εκείνη την πίσσα που με ρουφούσε σαν κινούμενη άμμος. Ήμουν πολύ αδύναμη για ν’ αντισταθώ.

Μαριάννα Φλώρου

 


Η Μαριάννα Φλώρου γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Λεμεσό. Αποφοίτησε από το Λύκειο με άριστα από την Τεχνολογική Κατεύθυνση και ακολούθησε σπουδές Χημείας στο Πανεπιστήμιο Πατρών.

Κατά τη διάρκεια των σπουδών της συμμετείχε στη λογοτεχνική ομάδα του Πανεπιστημίου και σε πολλές καλλιτεχνικές εκδηλώσεις. Το διήγημά της με τίτλο «Νυχτολούλουδο» εξασφάλισε τον πρώτο έπαινο στον Λογοτεχνικό Διαγωνισμό του Πανεπιστημίου.

Το 2011 κυκλοφόρησε το πρώτο της βιβλίο με τίτλο «7 – Veni Vidi Vici», μία συλλογή διηγημάτων με θέμα τον έρωτα, τη φιλία και την ξενοφοβία. Το «7 – Veni Vidi Vici» αγαπήθηκε γρήγορα από το κοινό δίνοντάς της την ώθηση να συνεχίσει να γράφει και να δημιουργεί. Με το διήγημα «Νοικιασμένη Καταδίκη», που συμπεριλαμβάνεται στη συλλογή, συμμετείχε στο  3ο Σαρδάμ (2015).

Το διάστημα 2012-14 παρακολούθησε μεταπτυχιακές σπουδές στο ΑΠΚ, στον κλάδο Επικοινωνία και Δημοσιογραφία, με κατεύθυνση την Επικοινωνία.

Το 2015 άρχισε η εκπαίδευσή της ως διδάσκουσα στον κόσμο της Γιόγκα, βοηθώντας μ’ αυτό τον τρόπο κι άλλους ανθρώπους να θεραπεύσουν σωματικές βλάβες ή και να βρουν τη δική τους ηρεμία.

Ανάμεσα στη διδασκαλία της Χημείας και την εξάσκηση Γιόγκα, άρχισε να γράφει με πολύ μεράκι το δεύτερό της βιβλίο με τίτλο «Μέτ-Α».  Είναι ένα μυθιστόρημα με γρήγορη πλοκή, ζωντανές εικόνες, κυνικό χιούμορ και μυστικό παρασκήνιο. Κυκλοφόρησε τον Αύγουστο του 2020, αποσπώντας ενθουσιώδη   σχόλια και θερμές εντυπώσεις.

Τώρα ασχολείται με τη συγγραφή του επόμενου μυθιστορήματός της ενώ παράλληλα μέσω του προσωπικού της blog, επιδιώκει μία πιο άμεση επαφή με το αναγνωστικό κοινό.

 


[Κυριάκος Στυλιανού – Ας  γνωριστούμε]

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη