Φόρτωσα το μυαλό μου με τόσα γιατί σε μικρή ηλικία, τόσα πολλά και τόσο μικρή, που τώρα δεν τα χρησιμοποιώ πια. Τα αφήνω να χάσκουν. Να μουλιάζουν βροχή και να ξεραίνονται στον ήλιο. Και προχωρώ.
Όταν βρίσκεσαι φυτρωμένη στη μέση ενός χωραφιού και γύρω σου μόνο αγριόχορτα τα γιατί σου και σαν και σένα κανείς, μαθαίνεις με τον σκληρό τρόπο να ζεις. Αποφασίζεις γρήγορα τι δεν σου αρέσει. Δεν έχει πολυτέλειες, να σιροπιάζεις το συναίσθημα και να αναλύεις. Γιατί όλο το «καθάρισμα», θες δεν θες, περνάει από σένα. Όλο το φύσημα του ανέμου δικό σου.
Κι όχι, δεν έχει καθόλου να κάνει με σκληράδα ετούτη η απόφαση. Να κρατηθείς όρθια, εννοώ. Έχει να κάνει με την περηφάνια. Να κρατάς ψηλά το κεφάλι και να στήνεις τον κορμό κόντρα στον άνεμο. Και η ψυχή σου, άσπρη στα πέταλα. Με το λιόγερμα λίγο ριγμένα, αποκοιμισμένα με το τέλος της μέρας. Με την αυγή, ξανά έτοιμα ν’ αγκαλιάσουν όλον τον κόσμο. Κι ας έχουν μια στάλα από ανημποριά τα πρωινά ξυπνήματα. Ας έχουν μια στάλα από το χασμουρητό της προηγούμενης νύχτας. Ας έχουν μια στάλα δροσοσταλιά δάκρυ ξεχασμένου γιατί.
Τα γιατί, λοιπόν, δεν σε οδηγούν πουθενά. Σκάβουν τριγύρω σου παγίδες. Η πραγματικότητα, ήταν και είναι, αυτό που ζεις. Πέρα από μικροσκοπικές λεπτομέρειες, φτιασιδωμένες συνήθειες και ονειρεμένες υποθέσεις. Αν, γιατί, ίσως… Ανοίγουν σφαίρες γιγάντιων ονειρικών κόσμων, λάκκους βαθείς κι ύστερα γκρεμνά. Σε ποια γκρεμνά βλέπει κανείς; Ποια ροβολάει κανείς για να μαζέψει μαργαρίτες; Ετούτες δεν χωρούν σε βάζα! Φύονται ατίθασα κι ανέμελα και ψηλώνουν κατά το δικό τους θέλω, κόντρα στους καλλωπισμένους κήπους! Να μιλάνε με το σφιχτό τους αγκάλιασμα την αγάπη. Κι ας μην την κάνουν συχνά λόγια. Να την χαμογελούν. Να την κρατούν στη γλυκάδα στην άκρη των ματιών.
Αυτή είμαι, λοιπόν. Μια Μαργαρίτα με τη μυρωδιά από τα άνθη μιας αγγελικούλας. Με απόλυτη συναίσθηση του τόπου μου. Αποφασισμένη για το βάδισμά μου. Το μέσα μου ξέρω να το σωπαίνω. Ή να το μιλάω όταν κι αν θέλω. Μια μαργαρίτα δύναμη κι υπομονή. Να σημαδεύω τις Άνοιξες!
Αφήστε το σχόλιο σας