«Μία απλή μέρα», γράφει η Στεφανία Ρουλάκη

«Μαμά τσίσα» είναι το δικό μου, φυσικό ξυπνητήρι, που ακόμα και τις μέρες της καραντίνας  χτυπά αλύπητα γύρω στις 07.00 π.μ.. Με τραβά από το χέρι και πάμε για το μπάνιο. Κουτουλάμε κι οι δυο, η μία στην κάσα της πόρτας κι η άλλη, η μικρή, στο πόμολο. Ρίχνουμε λίγο νερό στα μούτρα μας, μπας κι ανοίξει το μάτι. Επιστρέφω στο κρεβάτι, για να ξυπνήσω και το τρίτο μέλος της οικογένειας, τον άντρα μου, που πρέπει να τηλεργαστεί. Τον χαϊδολογάω λίγο, χωρίς τον «διακόπτη» ανάμεσά μας και η μέρα έχει ξεκινήσει.

Φτιάχνουμε γάλατα, καφέδες, πίνουμε συμπληρώματα διατροφής, ενώ αρχίζει η διαπραγμάτευση για την τηλεόραση.

-Μαμά, θα μου βάλεις τη Φρόζετ;

Υπομονετικά, εξηγώ στην τετράχρονη κόρη μας, για πολλοστή φορά, ότι η τηλεόραση δεν είναι και τόσο καλή ιδέα, γιατί το μεσημέρι έχει δυόμιση ώρες τηλεκπαίδευση.

-Εξάλλου, συνεχίζω, σήμερα έχουμε ραντεβού στην τράπεζα, για κάτι δουλίτσες και πρέπει να ετοιμαστούμε γρήγορα.

Περνάμε σε δεύτερη διαπραγμάτευση, για το αν θα έρθει μαζί μου ή θα κάτσει με τον πατέρα της. Από τα νοήματα του αγαπημένου μου, καταλαβαίνω ότι  καλύτερα να τον αφήσουμε να εργαστεί με την ησυχία του, χωρίς το κορίτσι μας να του σκαρφαλώνει στο κεφάλι κι έτσι πάμε στην τρίτη διαπραγμάτευση, αυτήν του ντυσίματος. Όποιος έχει θηλυκό, καταλαβαίνει.

Από το «Θέλω το χρυσσσό φόρεμα» -όπου το «σ» παχύ – «Πουλάκι μου δεν έχουμε χρυσό φόρεμα», περνάμε στο συμβιβασμό μπλούζας, φούστας, καλσόν, μπουφάν, παπουτσιών. Μέχρι εδώ  έχω μαζέψει περίπου πέντε χρόνια ένσημα. Στη συνέχεια έρχονται: πλύσιμο χεριών, δοντιών και το δυσκολότερο όλων, τα κοτσίδια! Ο αριθμός – ένα ή δύο, το χρώμα των λάστιχων, χαμηλά ή ψηλά στο κεφάλι, είναι για την κουρασμένη ήδη γυναίκα, βασανιστικά θέματα.

Πολύ συχνά φαντασιώνομαι, άκου τώρα, ότι έχω χρόνο να κάνω ένα μπάνιο σαν τον άνθρωπο, να φτιάξω μαλλί και, ήμαρτον Θεέ μου, να βαφτώ! Δε συζητώ για την υπέρτατη φαντασίωση, να ταιριάξω και τα ρούχα που θα βάλω, χωρίς να μου τα τραβολογάει η μικρή μου και να κυνηγάω σε όλο το σπίτι το σουτιέν… Συνήθως, έχω για τον εαυτό μου το πολύ πέντε λεπτά, βομβαρδισμένα από ερωτήσεις, αναρίθμητα «γιατί» – μέχρι τελικής πτώσεως και καμιά εικοσαριά «μαμά». Εννοείται, πως ΠΟΤΕ, δεν έχω φύγει από το σπίτι χωρίς να έχω ξεχάσει κάτι ή «κάτια» για την ακρίβεια.

Αφού καταφέρνω να ντυθώ κι εγώ, περνάμε σε άλλη πίστα, που λέγεται «προετοιμασία για έξοδο από το σπίτι». Ενώ το τραβολόγημα συνεχίζεται, τσεκάρω αν έχω βάλει στην τσάντα μου κινητό, κλειδιά σπιτιού, αυτοκινήτου, νερό, ένα σνακ για αργότερα, μάσκες, αν έχουμε βάλει κάλτσες, αν βρέχει έξω να πάρω ομπρέλα, αν κάνει πολύ ή λίγο κρύο για να πάρουμε τα σωστά μπουφάν. Βγαίνοντας από το διαμέρισμα, αρχίζει το ξεφόρτωμα για να βάλουμε τα παπούτσια. Εκεί να δεις πανηγύρι. Η μικρή μου τραγουδάει «Καλημέρα τι κάνεις; Να ‘σαι πάντα καλά κι όταν όλα νομίζεις, ότι πάνε στραβά» με το πόδι αλλού ντ’ αλλού κι εγώ να λέω «έλα παιδί μου να τελειώνουμε γιατί έχουμε αργήσει», ενώ παράλληλα λιώνει η καρδιά μου με το αηδόνι μου!

Αφού καταφέρνουμε να μπούμε στο αμάξι, να ξεχυθούμε στους δρόμους, κάνω flash back να δω τι έχω ξεχάσει. Αφού σου λέω! Δεν έχω στείλει μήνυμα εξόδου. Στο φανάρι, ψάχνω να βρω τι αριθμό χρειάζεται να στείλω για επίσκεψη σε τράπεζα. Ουφ, εντάξει. Πάει κι αυτό. Για μέρα καραντίνας, έχει κίνηση πάντως. Και αρκετά μπλόκα. Ευτυχώς, κανείς δε μας σταματά.

Τελειώνουμε τη δουλειά μας και πάμε λαϊκή. Στην προσπάθειά μου να κουβαλήσω τα ψώνια, έχω τη φαεινή ιδέα να εκπαιδεύσω και την κόρη μου. Της δίνω να κρατά την πιο ελαφριά σακούλα, με μαϊντανούς και δυόσμους. Αυτή δε θέλει, γκρινιάζει και κάνουμε πάλι διαπραγματεύσεις στη μέση του δρόμου, με τους λαϊκατζήδες να φωνάζουν «εδώ τα ωραία μήλα που ήρθανε με την καμήλα» και «αβγά για ωραία μωρά, αβγά για μεγάλα μωρά» και ούτω καθεξής.

Με τα πολλά, επιστρέφουμε σπίτι, όπου πρέπει να την πείσω να φάει έγκαιρα, γιατί στις δύο και δέκα έχει αυτήν την τηλεδιάσκεψη, πώς την λένε τρομάρα μου. Στηνόμαστε μπροστά στο κομπιούτερ και κάνω τη γραμματέα. Άνοιξε – κλείσε την κάμερα και το μικρόφωνο. «Με ακούτε; Δεν ξέρω αν με ακούτε;» – μια στιγμή να πάρω το μηδέν, «Σας ακούμε αλλά δε σας βλέπουμε», μπες – βγες στο Webex κι όλα τα σχετικά.

Την ίδια στιγμή, ο άντρας μου μιλάει στο κινητό, το σταθερό βαράει συνεχώς, εγώ τρέχω από τη θέση που κάθεται το παιδί, στον εκτυπωτή να μαζέψω τα χαρτιά που μου ζητά ο άντρας μου, στο θυροτηλέφωνο που πρέπει να ανοίξω σε έναν κούριερ που έχει φέρει μία παραγγελία και κάνω κι ένα φλικ φλακ και μία ρόδα! ¨Έλεος κάπου όμως! Κάποια στιγμή βρίσκουμε τη σειρά μας και βοηθάω το παιδί στο μάθημα. Πρέπει να μετρήσει σε μία ηλεκτρονική καρτέλα πόσα είναι τα κορίτσια. Την ακούω να αριθμεί: “φρι, φορ, φάιν, νάι, τεν».

Έρχεται η ώρα της παύσης των εργασιών, των άλλων, όχι όμως και της δικής μου. Ενώ μπαμπάς και κόρη ξεκουράζονται αγκαλιά στον καναπέ, εγώ έχω βιντεοκλήση. Μπαίνω στο «πράσινο δωμάτιο», όπως κάνουν και στο big brother ένα πράμα  και πιάνω δουλειά.

Αφού τελειώσει κι η δουλειά, ξεκινά ο Γολγοθάς τού «τι να μαγειρέψω σήμερα;» Βάζω πλυντήριο ρούχων, αδειάζω πλυντήριο πιάτων, ετοιμάζουμε βραδινό, κάνουμε μπάνια, αγκαλίτσες και φιλάκια και χαρούλες και λόγια γλυκά – που λέει και το τραγούδι, διαβάζουμε παραμύθι για να κοιμηθεί η μικρή και πάνω που το ζεύγος ετοιμάζεται να σβήσει,  γλυκά στον καναπέ, με τη φαντασίωση ότι μπορεί και να -μην πάει και μακριά ο νους- να δούμε καμιά ταινία, αρχίζουν τα πέρα δώθε της μικρής, που θα έπρεπε κανονικά να κοιμάται.

Αφού τελειώνουμε με την τουαλέτα, το νερό, το «άναψέ μου το φως», «θέλω κι άλλη αγκαλίτσα», έρχεται εκείνη η ευλογημένη ώρα, που βλέπω «καμία» ταινία στην κυριολεξία, γιατί είμαι τέζα από την κούραση. Κι αναρωτιέμαι, μόνο εγώ τρέχω σαν την Μαίρη Παναγιωταρά εν μέσω εγκλεισμού ή συμβαίνει και σε άλλες;

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη