«Λευκές μνήμες», ένα διήγημα της Λιάνας Μιχελάκη

Την ξύπνησε απότομα ο ήχος του ρολογιού. Δώδεκα χτυπήματα. Ήταν μεσάνυχτα. Η πρώτη μέρα του χρόνου ήταν πια γεγονός. Σηκώθηκε από τον καναπέ, όπου την είχε πάρει ο ύπνος και έτρεξε στο παράθυρο. Άνοιξε με νευρικότητα τις βαριές κουρτίνες, σαν να ήθελε να αποτινάξει από πάνω της το αίσθημα του κενού, που τόσο καιρό την βασάνιζε, και απελευθέρωσε το βλέμμα στο φωτισμένο δρόμο. Κόσμος πολύς συνέρρεε έξω, ζητωκραυγάζοντας για το χαρούμενο γεγονός. Έκλεισε τώρα τις κουρτίνες δύσθυμα. Σαν να την πείραξε η πολλή χαρά και το γέλιο του ανέμελου πλήθους. Πώς μπορούσαν να γελάνε, σκέφτηκε. Κάθισε και πάλι στον καναπέ, έκλεισε τα μάτια και προσπάθησε να σκεφτεί. Ένα λευκό λαβύρινθο μόνο διέκρινε κι αυτή χαμένη μέσα του, σαν μια μικρή, μαύρη κουκίδα, να περιπλανιέται άσκοπα και να προσπαθεί να βρει διέξοδο. Μάταια. Το λευκό κενό όλο και την τραβούσε προς τα κάτω

Σηκώθηκε και πάλι από τον καναπέ. Οι φωνές στο δρόμο είχαν απομακρυνθεί. Φόρεσε τη βαριά μαύρη κάπα της και βγήκε στην αυλή. Τα κατάλευκα τριαντάφυλλα, σαν να της ψιθύρισαν «Καλή Χρονιά». Εκείνη όμως τα απαξίωσε. Δεν τους ανταπέδωσε ούτε ένα μειδίαμα του προσώπου. Δεν της άρεσαν πια. Της θύμιζαν τους αφρούς των κυμάτων της θάλασσας, που εύκολα μπορούν να σε βυθίσουν. Προτιμούσε τα κόκκινα. Κόκκινα σαν το αίμα. Κόκκινα, γιατί θυμίζουν την ίδια τη ζωή. Έκλεισε την αυλόπορτα και άρχισε να περπατά στο δρόμο, κάτω από το χλωμό φως των αστεριών, που φώτιζαν τα μαλλιά της. To βήμα της ήταν βαρύ και αργόσυρτο, σαν κάποια αδιόρατη δύναμη από τα βάθη της γης να ήθελε να την τραβήξει στο σκοτάδι.  Πόσες μικρές χρυσές  κουκίδες  ψηλά στον ουρανό, συλλογίστηκε, καθώς πλησίαζε το σιδηροδρομικό σταθμό. Θα ήθελε πολύ να πιάσει με τα χέρια της  έστω μία  από αυτές.  Ίσως να είναι οι ευχές όλων των ανθρώπων, που ταξίδεψαν μέχρι τον ουρανό, σκέφτηκε. «Ταξιδεύουν άραγε οι ευχές μας;  Κι αν ταξιδεύουν ψηλά μέχρι τον ουρανό, ποιος θα τις ακούσει;» Όταν έφτασε στις αποβάθρες ήταν πια αργά. Το τρένο μόλις ξεκινούσε. «Κρίμα», άκουσε έναν ψίθυρο μέσα της «έχασες την ευκαιρία». «Δεν πειράζει», ανταπάντησε εκείνη.

Κάθισε στο μοναδικό κάθισμα της αποβάθρας και έκλεισε τα μάτια. Το κρύο ήταν διαπεραστικό, αλλά δεν την ένοιαζε. Τυλίχθηκε ακόμη πιο σφιχτά με την κάπα της, έκλεισε τα μάτια και αφέθηκε στο όνειρο. Είδε τον εαυτό της να προσπαθεί να ανοίξει τα συρτάρια μιας παλιάς βιβλιοθήκης, σχεδόν κειμήλιο, από τους γονείς της. Πόση σοφία έκρυβε αυτή στα ράφια και τα συρτάρια της κάποτε. Τα βιβλία του πατέρα, οι χειρόγραφες ποιητικές συλλογές της μητέρας, τα δικά της παραμύθια. Όλα έβρισκαν ζεστασιά και καταφύγιο σε αυτήν τη βιβλιοθήκη από ξύλο καρυδιάς. «Όλη η γνώση και η σοφία του κόσμου,εδώ κλεισμένη, σε αυτή τη ζεστή φωλιά», νόμισε πως άκουσε τη φωνή του πατέρα στο όνειρο. Εκείνη όμως όλο και προσπαθούσε να ανοίξει τα συρτάρια, μα εκείνα παρέμεναν καλά σφαλισμένα. Όταν τα κατάφερε, αυτά ήταν άδεια. Άδεια τα συρτάρια, εδώ και τόσο καιρό, ανοιγοκλείνουν τα βράδια και την ταλαιπωρούν. Την ταλαιπωρεί ο ήχος του κενού. Είναι βαρύγδουπος και σου ραγίζει την καρδιά. Ένα χάδι απαλό  ένιωσε ξαφνικά να την ξυπνά από το σκηνικό του ονείρου, που κάθε βράδυ στηνόταν μέσα της.  Ήταν ο σταθμάρχης, που την ρωτούσε αν ήταν καλά, προσφέροντας της μία κούπα ζεστό, αχνιστό σχεδόν καφέ. Εκείνη του χαμογέλασε και αφού τον ευχαρίστησε αφέθηκε στην απόλαυση του δυναμωτικού ροφήματος και κυρίως στην καλοσύνη αυτού του άγνωστου ανθρώπου.

Στην επόμενη ανακοίνωση αναχωρήσεων από το σταθμαρχείο εκείνη βρισκόταν ήδη μέσα σε ένα βαγόνι, με κάθισμα δίπλα στο παράθυρο. Κάθισε όσο μπορούσε πιο αναπαυτικά στο κάθισμα της και απελευθέρωσε το βλέμμα  έξω από το τζάμι. Χοντρές νιφάδες χιονιού άρχισαν να πέφτουν απαλά στην παγωμένη γη και να την ντύνουν σιγά σιγά στα λευκά. Τα πλατύφυλλα δέντρα φάνταζαν τώρα σαν νυφούλες, ντυμένες με το πιο φανταχτερό νυφικό. Τα χωράφια σαν να τα σκέπασε λευκό σεντόνι και ο ποταμός κάτω από τη γέφυρα αγκάλιαζε με τη σειρά του όλες τις νιφάδες, για να τις ταξιδέψει μέχρι τη θάλασσα. Πόσο πολύ της άρεσε το χιόνι. Προσπάθησε για άλλη μια φορά να ανοίξει κάποιο από τα συρταράκια τής μνήμης, μα αυτό άνοιγε άδειο και παγερό, φωνάζοντας πως δεν είχε κάτι να της προσφέρει. Η μνήμη της  παρέμενε λευκή, σαν τις νιφάδες του χιονιού, που τη συντρόφευαν τώρα στο ταξίδι της. Το μόνο που θυμόταν καλά  ήταν το σπίτι. Το σπίτι όπου γεννήθηκε, πέρασε όλα τα παιδικά της χρόνια, μέχρι να εγκατασταθεί μόνιμα στην πρωτεύουσα. Τι έκανε όμως όλα αυτά τα χρόνια; Ποιους ανθρώπους γνώρισε; Απέκτησε άραγε δικό της παιδί; Μάταια προσπαθούσε να απελευθερώσει τη σκέψη της.

«Έχεις δικό σου παιδί;» άκουσε μία λεπτή φωνούλα από το απέναντι κάθισμα. Ήταν ένα μικρό κατάξανθο κοριτσάκι, γύρω στα πέντε χρόνια, με μάτια πράσινα, σαν τα λιβάδια του τόπου της, ανήσυχο και περίεργο συνάμα. Κοίταζε μια εκείνη μια έξω από το παράθυρο. Κρατούσε στα χεράκια της  δύο μικρά βότσαλα, ένα μαύρο κι ένα λευκό, τόσο μικρά, που να χωρούν στις παλάμες της και όλο τα χτυπούσε μεταξύ τους. Η κυρία δίπλα του κοιμόταν βαθιά, καθώς το ταξίδι προβλεπόταν πολύωρο. Εκείνο είχε μάλλον κουραστεί από τα στενά πλαίσια, που  επέβαλε το κάθισμα και επεδίωκε με κάθε τρόπο να διευρύνει τα όρια των δραστηριοτήτων του. Χωρίς να το πολυκαταλάβει βρέθηκε στην αγκαλιά της. Της συστήθηκε μόνη, ως Λευκία, χωρίς να ρωτήσει για το δικό της όνομα και άρχισε να  εξιστορεί με κάθε λεπτομέρεια  την ιστορία της ζωής της. Της μίλησε για τους φίλους στο σχολείο, τους συμπαθείς και μη συμπαθείς, τη δασκάλα και πως κάθε ημέρα της πήγαινε από τον κήπο των γονιών της ένα κόκκινο τριαντάφυλλο… Στο σημείο αυτό χαμογέλασε πλατιά η ίδια, γιατί ξάφνου ήρθε η εικόνα από τα τριαντάφυλλα του κήπου της, μα στη συνέχεια σκυθρώπιασε, γιατί θυμήθηκε πως τα δικά της ήταν λευκά και δεν συμπαθούσε εκείνη το λευκό χρώμα. Μέσα της όμως ένιωσε μια μεγάλη, απίστευτη χαρά, καθώς ήταν η πρώτη φορά, ύστερα, δεν ήξερε από πόσο διάστημα, που ένα μικρό συρταράκι της μνήμης της γέμιζε με κάτι, γέμιζε με τα λευκά τριαντάφυλλα του κήπου της. Άρχισε να χαμογελά ασυναίσθητα, μα συνάμα προσπαθούσε να μην χάσει την αυτοκυριαρχία της. Δεν ήθελε με κανέναν τρόπο να ξυπνήσει την κυρία απέναντι. «Γιατί γελάς;» άκουσε τη λεπτή φωνούλα του κοριτσιού να την επαναφέρει από τις σκέψεις της. Εκείνη την έσφιξε πιο πολύ στην αγκαλιά της και της έδειξε με το χέρι, έξω από το παράθυρο, ένα ζευγάρι κύκνων, να κολυμπά στη χιονισμένη λίμνη, που το τρένο, εκείνη τη στιγμή, προσπερνούσε. Το μικρό κορίτσι τότε άρχισε  να χτυπά με δύναμη και θυμό τα δύο βότσαλα μεταξύ τους, ώσπου κουράστηκε και σταμάτησε. «Το μαύρο βότσαλο είναι το κακό αυτοκίνητο, που χτύπησε το άσπρο βότσαλο, το αυτοκίνητο του μπαμπά μου….» είπε με θυμό, στρέφοντας το κεφάλι προς τα έξω.

Μια ζαλάδα άρχισε τότε να την κυριεύει κι ένας θόρυβος δυνατός να την κατακλύζει. Νόμισε πως ήταν κρότος. Τα συρτάρια του νου άρχισαν να ανοιγοκλείνουν, μα αυτήν τη φορά ήταν γεμάτα και βαριά, τόσο βαριά, που νόμισε πως οι θησαυροί τους θα πεταχτούν έξω… Ένας χείμαρρος από εικόνες και ήχους άρχισε να την κατακλύζει. Ήθελε να ανοίξει το παράθυρο και να πεταχτεί έξω, μα ο δυνατός κρότος, από το λευκό αυτοκίνητο, στο οποίο προσέκρουσε το δικό της μαύρο αυτοκίνητο, εκείνη τη λευκή ημέρα, την καθήλωσε ακόμη περισσότερο… «Λευκία» πρόλαβε να ακούσει πριν κλείσει τα μάτια της στο ασθενοφόρο. Έγειρε τώρα το κεφάλι στο τζάμι, σηκώνοντας τα βουρκωμένα μάτια ψηλά στον ουρανό. Ήθελε να χαιρετίσει το δικό της παιδί και τους γονείς της Λευκίας, που βρίσκονταν πια σε μια ουράνια πολιτεία, εκεί που δεν φτάνουν τα τρένα…

Σε λίγη ώρα πλησίαζαν στον προορισμό τους. Η Λευκία την κρατούσε σφιχτά από το χέρι και δεν την άφηνε, όπως άλλωστε δεν θα την άφηνε ποτέ και η ίδια. Όταν η κυρία, που κοιμόταν, ξύπνησε, βρήκε στο κάθισμα, αντί για τη Λευκία, ένα σημείωμα: «Η ζωή χωρίζει τους ανθρώπους, για να τους ενώσει τελικά με το πιο κρυφό και αληθινό κομμάτι του εαυτού τους…»

Ίσως σας αρέσει και

1 Σχόλιο

  • Μαρία παπουτσακη
    5 Μαρτίου 2022 at 09:29

    Συγχαρτηρια .Λιάνα..η γραφή σου υπέροχη……μικρές προτάσεις που λένε τόση αλήθεια……

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη