Θέλω να μάθω για τον αριθμό των νεκρών. Όχι, όχι για τους νεκρούς που χάθηκαν στη θάλασσα. Για τους άλλους θέλω να μάθω. Για κείνους που πνιγήκαν στη στεριά, στον δρόμο, στη δουλειά, στο σπίτι, στον καναπέ μπροστά στην τηλεόραση, στο καφενείο με το φραπέ στο χέρι.
Πόσοι είναι οι νεκροί;
Εκείνοι που δεν έχουν τίποτα όμορφο για το οποίο να ξυπνάνε το πρωί παρά να βγούνε στο κυνήγι για το φράγκο, εκείνοι που έχουν μια αρβύλα πάνω στο μούτρο τους κι αντί να την τινάξουν πέρα, το μόνο που τους νοιάζει είναι πώς θα καταφέρουν να βάλουν το δικό τους άρβυλο σ’ όποιον κι αυτοί μπορέσουν.
Πόσοι είναι οι νεκροί;
Εκείνοι που δεν έχουν μουσική, μόνο γαβγίσματα και ουρλιαχτά. Εκείνοι που δεν έχουνε χορό, μόνο ξυλίκι και τραμπουκισμούς. Εκείνοι που δεν έχουν ποίηση, μόνο βρισιές και χυδαιότητες. Εκείνοι που δεν έχουν έρωτα, μόνο γαμήσια μπρατσωμένων ντουλαπωτών με σιλικονούχα κομοδίνα. Εκείνοι που δεν έχουνε όνειρα, μόνο πιστωτικές κάρτες. Εκείνοι που δεν έχουν φίλους και συντρόφους, μόνο ακόλουθους, αντίχειρες και emoji.
Πόσοι είναι οι νεκροί;
Γιατί κανείς γι’ αυτούς δεν κλαίει; Γιατί κανένας δεν τους ψάχνει; Γιατί δεν κατεβάζουν τη σημαία και για όλους εκείνους που βαράνε προσοχές και παίρνουν πίπες για ένα κομμάτι ψωμί, για ένα κεραμίδι, για ένα τσίτι από πολυκατάστημα, για κείνους που ξερνάνε τη χολή τους για τον ξένο πόνο. Δεν είναι αυτοί νεκροί; Τι είναι; Τα κύτταρα του εγκεφάλου έχουν σιγήσει, οι χτύποι της καρδιάς δεν επανέρχονται. Έχουν πεθάνει και κανένας δεν τους κλαίει. Κι όμως τους βλέπεις που στο δρόμο περιφέρονται, στα κινητά μιλούν, την κάρτα τους χτυπάνε ή επιβλέπουν άλλους ή και τους βασανίζουν ενώ προσποιούνται ακόμα και στον ίδιο τους τον εαυτό πως είναι ζωντανοί. Μα είναι όλοι τους νεκροί κι εδώ είναι το βασίλειο του Άδη κι ο ήλιος μια ψευδαίσθηση μονάχα του δικαίου κι η θάλασσα μια μαύρη Αχερουσία. Κι όμως κανείς δεν κλαίει για τούτους που νεκρώθηκαν, κανείς δεν τους ανάβει το καντήλι, θαρρείς κι αν κάψει το θυμίαμα θα καταλάβουν πως είναι νεκροί και θα αρχίσουν να αποκολλώνται από τα οστά οι σάρκες, αφήνοντας ολόγυμνα τα κόκκαλα και ορατά τα σκοινιά του μαριονετίστα.
Θέλω να μάθω πόσοι είναι οι νεκροί. Πόσοι πνιγόμαστε μέσα στο βόρβορο και στη σαπίλα και στη βρόμα κάθε μέρα. Πόσοι αντέχουμε να μαζεύουμε πτώματα έξω απ’ την πόρτα μας, λες κι είναι φύλλα το φθινόπωρο; Πόσοι μαθαίνουμε στα παιδιά κολύμπι σ’ ένα υγρό νεκροταφείο; Και γιατί γαμώτο κανένας δεν κλαίει για τούτο το θανατικό, που γύρω μας κινείται και για ζωή μας το πουλάνε.
Θέλω να μάθω πόσοι είναι οι νεκροί. Θέλω ακόμα να μάθω ποιος πέθανε πρώτος; Οι άνθρωποι; Ή οι λέξεις; Ανθρωπιά, Αλληλεγγύη, Δικαιοσύνη. Αλήθεια. Ζωή. Λέξεις νεκρές, γλώσσας νεκρής. Σημαίνουν κάτι; Σήμαιναν ποτέ; Πότε έγινε παπιομιλιά ο λόγος;
Αλλάζω την ερώτηση: έμεινε κάποιος ζωντανός; Μιλάει; Σε ποιον και σε ποια γλώσσα; Τι του λέει; Και πόσο άραγε μπορεί ν’ αντέξει, με όλους ετούτους τους νεκρούς τριγύρω;
Και ποια γυναίκα θα γεννήσει το καινούργιο αφού τις έχουν όλες κλειδωμένες σε αμπάρια κάθε είδους;
Γιώτα Αναγνώστου, 16 Ιουνίου 2023.
Αφήστε το σχόλιο σας