“Λίγο πριν την Ανάσταση”, ένα διήγημα της Ειρήνης Δερμιτζάκη για τη δράση ‘Γράφουμε για το Πάσχα’

Το πλοίο δένει στο Λιμάνι. Στέκομαι σφιγμένη, ανάμεσα στο πλήθος και κοιτώ την πόλη απέναντι μου. Ξημερώνει δειλά. Η πόλη σαν ένα τεράστιο ρομπότ, φτιαγμένο από εκατοντάδες σπιτάκια, σαν τουβλάκια λέγκο, προσπαθεί να ξυπνήσει. Χιλιάδες μάτια τα παράθυρα. Κάθε που ανοίγει ένα φως τα κλειστά βλέφαρα γίνονται κίτρινα φωτάκια.

Το πλήθος αρχίζει να μετακινείται προς την αποβάθρα. Χέρια ανοίγουν κι αγκαλιάζουν τους  επιβάτες. Χαμόγελα καθαρά κάτω από μαύρα μουστάκια. Άντρες που κουβαλούν τεράστιες βαλίτσες, γυναίκες με σακούλες με γλυκά και πασχαλινά δώρα. Δεν γνωρίζω κανέναν. Αγκαλιά δεν με περιμένει, μα χαμογελώ. Κάθε που δένει ένα πλοίο στο λιμάνι είναι σαν να ξεκινά μια μικρή γιορτή.

Η παραφουσκωμένη μου βαλίτσα αρχίζει να κυλά πάνω στην άσφαλτο. Ακολουθώ πινακίδες, περιμένω κόκκινους σηματοδότες να αλλάξουν χρώμα. Σε λίγα μέτρα μια μεγάλη ταμπέλα μου λέει: «Καλώς ήλθατε στο Δημοκρατικό Ηράκλειο.»

Σταματώ στο ξενοδοχείο στην Επιμενίδου. Η υπάλληλος απολογείται που το δωμάτιο δεν έχει θέα στη θάλασσα. «Δεν πειράζει», απαντώ. «Είναι καλύτερα για να μη μπαίνω στον πειρασμό της φυγής», αυτό δεν το λέω, το κρατώ για μένα.

Ανοίγω τη βαλίτσα. Δεν είναι μεγάλη μα μπορεί και χωράει όλη μου τη ζωή. Τη ζωή μέχρι τώρα. Για τις μέρες που έρχονται θα πρέπει ή να ξεφορτωθώ το παρελθόν ή να προμηθευτώ μεγαλύτερη χειραποσκευή.

Πηγαίνω μια βόλτα στην πόλη. Τα καταστήματα στολισμένα με λαμπάδες και λούτρινα λαγουδάκια. Χρωματιστά λουλούδια και πασχαλίτσες καρφιτσωμένες πάνω στα πέταλα. Σε άλλες ξύλινες αγιογραφίες με πρόσωπα που σε κοιτάζουν λες και πρέπει να απολογηθείς. Οι ντόπιοι προσπερνούν φορτωμένοι με σακούλες με ψώνια. Η σκιά μου αντανακλάται σε πολυκατοικίες ή πέτρινα παλεινά σπίτια. Η μεγαλομανία της μεταπολίτευσης μπερδεύεται με την προπολεμική Ελλάδα. Άσπρα χαρτιά που γράφουν «Ενοικιάζεται» πάνω σε ένα κολάζ από ξεθωριασμένες αφίσες. Μπορείς άραγε να αποκαλέσεις «σπίτι» κάτι που δεν σου ανήκει;

Στο τηλέφωνο η κρητική προφορά χαϊδεύει τα αφτιά.

«Μεγαλοπαρασκευιάτικα βρε κοπελιά, ίντα να πω, πετάξου ένα λεπτό, εδά1 ανέ μπορείς»

«Σε λίγο θα είμαι εκεί», απαντώ.

«Νηστεύεις;», ρωτάει η άγνωστη κυρία καθώς με υποδέχεται. Χάνεται πριν απαντήσω και επιστρέφει με έναν δίσκο. Αφήνει στο τραπέζι ένα πιατάκι με ένα καλιτσούνι2 κι ένα ξεροτήγανο.

«Από πού ‘σαι μπρε κοπελιά;»

Ξετυλίγω την τηγανισμένη σπείρα. Ο Πρίγκιπας με τα κρίνα ζωγραφισμένος πάνω στην πορσελάνη, με σησάμι μπλεγμένο ανάμεσα στα μακριά μαλλιά του.

«Από τη Σητεία»

«Κι έπαε3 ίντα γυρεύγεις;»

Εγώ ήθελα να νοικιάσω μια μικρή γκαρσονιέρα και να που βρέθηκα τώρα να πρέπει να απαντήσω σε φιλοσοφικά ερωτήματα. «Πού είμαι, πού βρίσκομαι, πού πάω;» Μέχρι να απαντήσω η άγνωστη κυρία φεύγει για την κουζίνα κι επιστρέφει με δυο ποτηράκια ρακή, λίγες μυζηθρόπιτες και ένα πιατάκι με λουμπούνια4 και ελιές.

«Εγώ δε λεριώνω4», εξηγεί.

Με δάκτυλα γυαλιστερά από την χλωρίνη, δείχνει εγγόνια και δισέγγονα στις κορνιζαρισμένες φωτογραφίες. Πίσω από τις φωτογραφίες ένα σοκολατένιο, πασχαλινό αυγό περιμένει το κάθε εγγόνι.

Βγαίνουμε στο δρόμο. Ακολουθώ την άγνωστη κυρία που κάθε τόσο κοντοστέκεται και σκουπίζει τα ιδρωμένα χέρια στην ποδιά της. Σιγά-σιγά η πόλη σαν να αλλάζει. Ξεθωριάζουν οι άχαρες πολυκατοικίες και δίνουν την θέση τους σε μονοκατοικίες με ξύλινα παράθυρα ή ξεφτισμένες καγκελόπορτες. Δυο αδέσποτα σκυλιά μας πλησιάζουν. Με προσπερνούν και μπλέκονται  ανάμεσα στα πρησμένα πόδια της άγνωστης γυναίκας. “Τα θωρείς6 τα κουλούκια7; Πε μου ίντα να τοσε δώσω που έχω να ψήσω κρέας από των αποκρεώ”

Σε λίγο βγάζει τα κλειδιά από την τσέπη της ποδιά της. Ανοίγει την καγκελόπορτα. Μια γάτα ξαπλωμένη κοιμάται πάνω στο χαλάκι της εξώπορτας. “Σήκω ωρή από ‘τα8.”, την προστάζει. Η γάτα ανοίγει τα μάτια, την κοιτά αδιάφορα και τα ξανακλείνει. Η πόρτα ανοίγει. Με γρήγορες κινήσεις η σπιτονοικοκυρά τραβάει τις κουρτίνες κι ανοίγει παράθυρα και παντζούρια. Η γυναίκα εξηγεί λογαριασμούς και διαδικαστικά συμβολαίου. «Σε δυο λεπτά με τα πόδια θα να ‘σαι στα λιονταράκια. Κι αν έχεις αυτοκίνητο έχει αποπίσω ένα μπάρκι9. Ο άντρας μου δεν βάνει μπλιω10 έκεια το δικό ντου.» …Συνεχίζει να μιλά για γειτονικούς φούρνους, χασάπηδες, κάδους σκουπιδιών και άλλα.

Το φως του ήλιου γεμίζει το άδειο σπιτάκι. Οι λευκοί τοίχοι μεταμορφώνονται σε φιλόξενη αγκαλιά και το μωσαϊκό σε ζεστή αμμουδιά. Το σώμα μου ηρεμεί. Χαμογελώ δειλά. Στα μάτια μου ξεπροβάλλουν δειλά τα πρώτα σχέδια. Ένα γραφείο, μπρος από το παράθυρο, τα βιβλία μου πιο δίπλα και μια κρητική κουρτίνα… Ξαφνικά, νιώθω σαν το σπίτι μου.

Στο τέλος η άγνωστη γυναίκα με συμπάθησε. Θα ’ναι που δεν είπα λέξη.

Δώσαμε τα χέρια. Καλώς όρισα… Α, ναι… και Καλό Πάσχα!

 Λεξικό:

  1. Εδά: Τώρα
  2. Καλιτσούνι: Παραδοσιακό, πασχαλινό γλυκό της Κρήτης
  3. Έπαε: Εδώ
  4. Λουμπούνια: Λούπινα, κίτρινα σποράκια, καρπός που συνηθίζεται να τρώγεται σε περιόδους νηστείας
  5. Λεριώνω: Βρομίζω, δεν τρώω κρέας και γαλακτοκομικά σε περίοδο νηστείας
  6. Θωρείς: Βλέπεις
  7. Κουλούκια: Σκυλιά
  8. Ετά: Εκεί
  9. Μπάρκι: Πάρκινγκ
  10. Μπλιω: Πια

Το διήγημα “Λίγο πριν την Ανάσταση” παρουσιάζεται στη Λόγω Γραφής σε πρώτη δημοσίευση.

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη