«Κρίσ’, κρίσ’…», ένα διήγημα της Νίκης Μπλούτη-Καράτζαλη

Κοίτα, κοίτα… Πόση ώρα είμαστ’ ιδώ; Πάει μια ώρα; Δέκα Αλβανοί περάσαν κι ένας Έλληνας. Μωρέ μπράβου! Τι ‘ναι τούτο μωρέ παιδί μ’; Θα μας φαν’ οι Αλβανοί στου τέλους… Στου σχολείου μου ‘πε η Λέλα πιο πουλλά είν’ τα Αλβανόπ’λα παρά τα θ’κα μας τα παιδιά. Ευτυχώς να λέμ’ που ιδώ στο χωριό μας είν’ όλ’ ήσυχ’ ανθρώπ’. Δεν έχνι πειράξ’ κανέναν. Οι πιο πουλλοί είν’ οικογενειάρχες, έχνι φέρ’ κι τς γυναίκις κουντά κι τα παιδιά τς. Τώρα όλες οι Αλβανίδες παν για σκάλου στα χουράφια μας, σκαλίζνε τα βαμπάκια τέτοιου καιρό.  Ξέρ’ς τι μεροκάματου πέρνι; Τριάντα ευρώ! Πού ακούστ’κε αυτό μωρέ παιδάκι μ’! Δυο η ώρα λέει η Λέλα είναι πίσου στα σπίτια τς. Εμείς τότι θ’μάμι αν δε βασίλευ’ ο ήλιος δε γυρνάγαμ’. Κι με τα μ’σά λεφτά. Τότι βέβια ήταν η δραχμή, αλλά τριάντα ευρώ για μ’σή μέρα; Τι το περάσαν; Κι όλες οι θ’κες μας οι γυναίκις κάθοντ’ στα σπίτια τς σταυροπόδ’! Αχ Θεούλη μ’… Πώς αλλάξαν οι καιροί! Κρίσ’ κρίσ’ και καμιά δε κουνιέτι να πάει για δ’λειά. Τι να που; Δε σ’ φαίνουντ’ παράξινα ισένα όλα τούτα; Ύστερα λεν φτιάχνι μέγαρα οι Αλβανοί στην Αλβανία. Μέχρι κι ψυγείου που βγάζ’ παγάκια πήρι η Λέλα λέει στην Αλβανία! Κι τριώροφο σπίτ’ φτιάχνι, κάναν κουμάντου κι για τα δυο τα παιδιά τς. Εμ πώς να μη φτιάξνι ρε παιδί μ’ αφού όλα τα μερουκάματα τα παίρνι αυτοί κι οι θ’κοί μας κάθοντ’; Είναι σουστό να μαζεύνι κι να κλαδεύνι αυτοί τς θ’κες μας τς ελιές; Κι οι νοικοκυραίοι τι κάνι; Εμείς τότι πώς τα προλαβαίναμ’ όλα; Και στου εργοστάσιο πήγινα βάρδιες κι για ελιές πήγινα μετά και στη Κωπαϊδα για σκάλου να βουηθήσου τον φτωχό τον πατέρα σ’. Τώρα που μας γυρίσαν χρόνια πίσου οι ανισόρροπ’ οι πουλιτικοί, όλ’ παραπονιόντι αλλά κανένας δε λέει να πάει μερουκάματου. Γι’ αυτό μας κάνι ότ’ θέλνι οι Αλβανοί. Τριάντα ευρώ σ’ λέει παίρνι μέχρι του μεσημέρ’ κι άμα παν κι κάνα δυο ώρες του απόγευμα φτάνι το πενηντάρ’! Μωρέ τα θέλουμ’ κι τα παθαίνουμ’…

Τι φάγατ’ σήμιρα μου ‘πις; Αρακά ναι… Όλου ξεχνάω ρε παιδί μ’, τι ‘ναι τούτο; Φρέσκου απ’ τη λαϊκή,  για απ’ τον άλλουν στο σακουλάκ’ τουν Μπαρμπα-Στάθ’; Πώς τουν θ’μήθκα ε; Έλα ντε… Μερικά είδις πώς τα θ’μάμι; Άμα με ρωτήσ’ς τι έφαγα εγώ σήμιρα δεν το θ’μάμι, αλλά τουν Μπαρμπα Στάθ’ είδις πώς τουν πέτ’χα; Τουν έπιρνα κι εγώ παλιά στου μπακάλ’κου.  Φουρές φουρές χάν’ το μυαλό μ’ πουλύ. Κι ύστερα λέου για τη καψερή τη θεια σ’ τη  Ρήνα, π’ δε θ’μάτι ούτι τα εγγόνια τς… Ωραίους πάντους ο αρακάς, με μπόλ’κου κρεμμύδ’ κι άνιθου, μουσχουφαϊ! Να μ’ φέρ’ς κι μένα κάνα δυο σακούλις μεθαύριου άμα ξαναρθείς κι του θ’μθείς. Έχνι κι δω αλλά τα π’λάνε δυο φουρές απάν’, κοιτάν να βγάλνι κι απ’ τη μύγα ξύγκ’…

Να άκου… Τ’ ακούς το μ΄κρό απού δίπλα; Κου γιε, λέει στον πατέρα τ’…  Τι σημαίν’ κου γιε; Πού είσι, πάει να πει…  Ίδια με τ’ Αρβανίτ’κα είνι σχεδόν τα Αλβανικά, αφού μερικά που μ’ λέει η Λέλα τα καταλαβαίνου αμέσους. Αχ! Αν δεν είχα κι τη Λέλα να με συγιρίσ’ τι θα ‘κανα; Θα σας φορτωνόμνα εσάς μωρέ παιδί μ’… Λίγου το ‘χεις εσύ αυτό; Κανένας γονιός δε θέλ’ να φορτώνιτ’ στα παιδιά τ’. Ευτυχώς που ‘νι κι αυτές οι Αλβανίδις κι αναλαμβάνι να προσέχνι τα γερόντια, αλλιώς σε κάνα γηροκομείου θα τι βγάζαμ’ όλ’ οι ηλικουμέν’.  Αλλά κι εκεί λέει θέλνι όλου του μισθό να τς δώσουμ’ αλλιώς δε σε κρατάν.  Ο κάθι γέρους θέλ’ τη γωνιά τ’ όμους. Εγώ λέου τουν άλλου μήνα π’ θα πληρουθού ξανά να τς δώσουμ’ τς Λέλας κανά πενηντάρ’ παραπάν. Φοβάμι ρε παιδί μ’ να μη μ’ φύγ’… Τι θα κάνου μιτά; Πού θα βρω καλύτερ’; Αυτή είνι μέσα σ’ όλα! Έχ’ μάθ’ του σπίτ’ απέξου κι ανακατουτά. Τα κάν’ όλα με τη σειρά δεν έχου κανένα παράπουνου. Κι φαγιά ότ’ θέλου κι πλύσμο κι καθαριότητα κι στου μαγαζί πάει ψουνίζ’ ότ’ θα μ’ λείψ’… Τι λες κι εσύ; Δίκιου δεν έχου;

Ξέρ’ς τι σκέφτουμ’ καμιά φορά π’ βλέπου τς Αλβανούς εδώ δίπλα; Α ρε και να βλέπαν λέου με το νου μ’ οι πεθαμέν’ από κει πέρα πού καταντήσαμ’… Να μένι στα σπίτια μας ξένους κόσμους απ’ την άλλ’ άκρη, πόσου θα τς κακουφαίνετ’ ε; Να βλέπ’  λέου η σχουρεμέν’ η θεια σ’ η Μαργιώ αυνούς που μένι στου σπίτι τς…  Θα ‘χι ρίξ’ κατάρις με του τσουβάλ’! Αλλά  πάλι ρε παιδάκι μ’ τι να τα κάνι κι τα παιδιά τα σπίτια αφού δε μένι εδώ; Να τα αφήσ’νι να στοιχειώσνι; Τα δίνε για ενοίκιο κι τα συντηρούνι κιόλας κι βγάζνι δυο δραχμές να κλείσνι κι καμιά τρύπα που ‘χνι ανάκγ’. Εσείς μεθαύριου άμα πεθάνου μη του δώσι του σπίτ’. Τ’ ακούς; Δε θέλου να τς βλέπου απ’ τη Παναγιά ν’ αλουνίζνι στου σπίτι μ’. Καλύτιρα έρμου παρά μπάτι σκύλ’ αλέστι. Θα μ’ κακουφαίνιτ’ μωρέ παιδί μ’…

Άντι βόηθα μ’ να πάμι μέσα τώρα. Τι ώρα είνι; Πιαστήκαν τα κατίνια μ’ τόση ώρα στη καρέκλα. Θ’ αρχίσ’ κι του Παρθένα ζωή σε λίγου. Του βλέπ’ς εσύ; Εγώ δε χάνου επεισόδιου. Α… ξέχασα πάλι είδις; Να ρίξ’ς μια ματιά να δεις πού τα ‘χουσα πάλι αυτά τα μαγκούφια τα λιφτά. Δε θ’μάμι ρε παιδί μ’… Για κοίτα απάν’ στα ντ’λάπια τς κουζίνας μην είνι ή κάτ’ απ’ του στρώμα στου μέσα του κρεβάτ’. Κάπ’ θα είνι δε μπουρεί να κάναν φτιρά κι να πετάξαν. Τη περασμέν’ φουρά που τα ‘ψαχνις πού τα ‘χα θ’μάσι;  Να μην αλλάζου θέσ’ συνέχεια; Εμ του ξέρου που μ’ το ‘χεις ξαναπεί αλλά μιτά πάλι του ξεχνάου κι τα βάζου αλλού. Νάτου, δε σου ‘πα γω… άρχισ’ του έργου. Άντι κάτσι να του δούμ’ κι ψάχνουμ’ μιτά…

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη