«Κρίση πανικού», γράφει η Στεφανία Ρουλάκη

Όταν ανακοινώθηκε το δεύτερο lock down, ήμουν να με κλαίν’ οι ρέγκες.  Άκουγα ήδη τον ήχο της βαριάς καγκελωτής πόρτας του κελιού της φυλακής μου να κλείνει με θόρυβο. Την πρώτη φορά δεν θέλω να τη θυμάμαι. Ήλπιζα να σκαπουλάρουμε τη δεύτερη. Τώρα, σα θηρίο στο κλουβί νιώθω, που αναγκάζομαι να δουλεύω από το σπίτι. Με αυτόν τον διάολο, το κομπιούτερ, ποτέ δεν τα πήγαινα καλά. Μα είναι δυνατόν, τώρα ξαφνικά στα πενήντα επτά μου, ένας άντρας στα δικά μου κυβικά, να μάθει να χειρίζεται ίντερνετ, ίντρανετ, zoom, boom και δε ξέρω ‘γω τι άλλο; Εδώ δεν προλαβαίναμε να αναπνεύσουμε στη δουλειά, ούτως ή άλλως, πρέπει να γίνω κι ο Χουντίνι των ηλεκτρονικών.

Τώρα που είπα “αναπνεύσω”, πάλι νιώθω δυσκολία να πάρω ανάσα… Η καρδιά μου δυναμώνει τους χτύπους της και αρχίζουν οι σκέψεις: μήπως έχω αρρωστήσει, μήπως κόλλησα Covid; Αλλά από πού; Να δεις, από εκείνη τη βρωμιάρα στον τρίτο, που μπαινοβγαίνει με σκυλιά και γατιά αγκαλιά. Ή μήπως από τον κύριο Δημήτρη, στον πρώτο, που πάει στο καφενείο; Δεν έχει σημασία που τα καφενεία είναι κλειστά,  γιατί οι σημερινοί γέροι κάνουν σαν δεκαπεντάχρονα. Παίρνουν καφέ στο χέρι και τρυπώνουν σε μία κλειστή καφετέρια, με μουσαμάδες έξω και αγνοούν τους κανόνες. Ούτε το κρυφό σχολειό να ‘ταν! Αναρωτιέμαι πόσον καιρό έχω να συναντήσω και τους δύο τους;

Ξύνω το κεφάλι μου που νιώθω ότι μυρμηγκιάζει και κάνω να ξεσφίξω τη γραβάτα μου, συνηθισμένος από τη δουλειά, αλλά εδώ, δε φοράω γραβάτα. Φοράω μόνο το πάνω μέρος της πιτζάμας μου, που μοιάζει με φούτερ, για να μπορώ να βγαίνω κάπως αξιοπρεπής, στυλ «επιμελώς ατημέλητος», στα “παράθυρα” των διαδικτυακών συναντήσεων, κάτι σαν τον Ευαγγελάτο, στο πιο μπαμπάτσικό του, ενώ από κάτω φοράω το μποξεράκι μου, το οποίο συμπεριφέρεται με σεβασμό στα γκογκόβια μου, που οι συνάδελφοί μού πρήζουν καθημερινά και μου τα κάνουν Ζέπελιν! Έτσι, περπατάω άνετα και αεράτα αλλά, στην παρούσα φάση, αυτό δε βοηθάει και πολύ, γιατί νιώθω να πνίγομαι και με κόβει κρύος ιδρώτας.

Τι στο καλό; Μήπως φταίει η ζαμπονοτυρόπιτα που πήρα το πρωί από τον φούρνο – που είναι και η μόνη γυμναστική που κάνω, να βγω μέχρι εκεί για να πάρω μπουγάτσα ή ζαμπονοτυρόπιτα, μπορεί και καμιά τυρόπιτα και Milko οπωσδήποτε – χωρίς να στείλω μήνυμα φυσικά, γραμμένους τους έχω κι ας πληρώσω τη μπουγάτσα €300.

Μόλις σκέφτομαι το φαγητό, με πιάνει και το στομάχι μου. Ανακατεύομαι, μου έρχεται εμετός και αμέσως ο νους μου τρέχει στο φίλο μου τον Λευτεράκη, τον αείμνηστο, που έπαθε έμφραγμα. Μια μέρα παραπονιόταν για την πλάτη του που πόναγε. Όλα τα τομάρια της παρέας του λέγαμε ότι θα είναι καμιά ψύξη από το κλιματιστικό, για να τον καθησυχάσουμε. Την άλλη μέρα, παγώσαμε εμείς βλέποντας τα κηδειόχαρτα κολλημένα στις κολώνες της γειτονιάς.

Ωχ, ωχ, αυτό είναι σίγουρα! Έμφραγμα παθαίνω! Σβήνω, λιώνω, χάνομαι. Ποιος θα με βρει δεν ξέρω και πότε. Έτσι μαγκούφης που είμαι, από τη μυρωδιά θα με ψάξουν. Όχι ρε γαμώτο! Δε μπορεί να συμβαίνει αυτό! Δεν είμαι έτοιμος ακόμη να αφήσω τον μάταιο τούτο κόσμο. Κάτι πρέπει να κάνω. Θα βγω στο μπαλκόνι, κάποιος γείτονας θα είναι έξω.

Κοπανάω τα παράθυρα λες και πρωταγωνιστώ σε ταινία τρόμου. Πετάγομαι πανικόβλητος στη βεράντα, λες κι έχει πιάσει φωτιά το διαμέρισμα. Φτου σου, την γκαντεμιά μου μέσα! Η μόνη που βρίσκεται, αυτή την ώρα, στο διπλανό μπαλκόνι, είναι η κυρία Δώρα, αυτή η ξινή, με τα μπικουτί στο κεφάλι. Μα, υπάρχουν ακόμα μπικουτί; Ποτίζει τα λουλούδια της και μιλάει στο πουλί της, τι πουλί δηλαδή, ένα ψωφόπουλο είναι, αντιπαθητικό σαν κι αυτή.

Έλα όμως που έπεσα στην ανάγκη της… “Κυρία Δώρα!” κράζω εγώ, χειρότερα από το ψωφόπουλο. Κράζω αλλά δε θαυμάζω – θυμάμαι τη διαφήμιση – άσχετη είναι τώρα, αλλά έτσι λειτουργεί η κρίση πανικού, σωρός κουβάρι όλα στο μυαλό. Μια αλυσίδα που ο κατάδικος σέρνει, η οποία ούτε ξέρει πού αρχινά, αλλά ούτε και πού τελειώνει.

Η γυναίκα, γυρνά τα μάτια της και κοιτά το θέαμα, εμένα, τον χοντρό ξεβράκωτο, με το ένα χέρι στο λαιμό και με το άλλο να κάνω νοήματα. Το βλέμμα της είναι περίλυπο κι αντίθετα από αυτά που πιστεύω για εκείνη, μου λέει με μεγάλο ενδιαφέρον: “Τι έχετε κύριε Μίλτο, τι σας συμβαίνει;” Εγώ, να μιλήσω ακόμα δεν μπορώ, βλέπω το κενό κάτω από το μπαλκόνι του έκτου και με πιάνει και υψοφοβία. Κοιτάω έντρομος, μια το κενό, μια τα μπικουτί. Κάτι μέσα μου ουρλιάζει πως τα μπικουτί δε θα με πειράξουν. Προχωράω τοίχο τοίχο, πιο κοντά στην κυρία Δώρα, η οποία έχει πάψει πια να ασχολείται με το πουλί της κι ασχολείται ολόψυχα με το άλλο πουλί του Παραδείσου, δηλαδή εμένα.

Αφού έχω φτάσει όσο πιο κοντά της γίνεται, εκείνη, φαίνεται να καταλαβαίνει τι μου συμβαίνει. Αφού στέκομαι όρθιος, έμφραγμα δεν είναι, σφαίρα δεν είναι, άρα, πρέπει να συμπεραίνει ότι πρόκειται για κρίση πανικού. Κάνοντας μια προσπάθεια να μου αγγίξει το χέρι, που έχω απλώσει στο σχεδόν κοινό μας κάγκελο, μου λέει με ενσυναίσθηση: “Εδώ είμαι κύριε Μίλτο. Ξέρω πώς ίσως να νιώθετε. Παθαίνω κι εγώ τέτοιες κρίσεις. Από τότε που μας κλείσανε μέσα, όλο και πληθαίνουν. Θα μείνω δίπλα σας, όσο χρειαστείτε”.

Με το που το άκουσα αυτό, στον πανικό μου, προστέθηκε και η ντροπή, για το πόσο γάιδαρος μπορώ να γίνω, κρίνοντας τον πάσα ένα που δεν γνωρίζω. Μου έβαλε τα γυαλιά η κυρία Δώρα. Άκουσα τη συμβουλή της, να πάρω μερικές βαθιές ανάσες και να βγάζω τον αέρα από το στόμα, σα να φουσκώνω ένα μπαλόνι. Το είχε δει στη Μενεγάκη. Η αλήθεια είναι ότι η ωραία Ελένη, μέσω της κυρίας Δώρας, είχε δίκιο. Η επικέντρωση σε αυτό, με κάλμαρε λίγο και μπόρεσα να ψελλίσω ένα «ευχαριστώ» και να μπω πάλι μέσα στο σπίτι μου, με κατεβασμένο το κεφάλι.

Κάθομαι βαρύς κι εξαντλημένος στην πολυθρόνα μου. Με παίρνει ένας βαθύς ύπνος γεμάτος εφιάλτες αλλά δε μπορώ ν’ ανοίξω τα μάτια μου. Ξυπνάω μόνο αφού τα μπούτια μου έχουν γίνει παγωτό κασάτο από το κρύο, όταν πια έχει βραδιάσει. Μμμμ ωραία ιδέα. Έχω παγωτό στο ψυγείο. Ας φάω λίγο κι όλα μπορεί να περάσουν…

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη