«Καρύλ Φερέ», γράφει ο Τόλης Αναγνωστόπουλος

Καρύλ Φερέ / Μικρό βιογραφικό

Ο Καρύλ Φερέ (Caryl Ferey) γεννήθηκε στην Καέν το 1967 και είναι συγγραφέας, ταξιδευτής και σεναριογράφος. Αναγνωρίστηκε ως ένας από τους σπουδαιότερους εκπροσώπους του γαλλικού αστυνομικού και νουάρ μυθιστορήματος με τα βιβλία του Χάκα και Ούτου, με θέμα τους Μαορί (βραβείο Sang d’Encre 2005, βραβείο Michel Lebrun 2005 και βραβείο αστυνομικού μυθιστορήματος SNCF du Polar 2005). Η επιτυχία του συνέχισε με το Ζουλού, που απέσπασε ιδιαίτερα σημαντικά βραβεία (Μεγάλο Βραβείο Αστυνομικής Λογοτεχνίας 2008, Μεγάλο Βραβείο Αναγνωστριών του περιοδικού ELLE 2008, βραβείο μυθιστορήματος νουάρ του διεθνούς φεστιβάλ Quais du Polar 2009, βραβείο μυθιστορήματος νουάρ του σάιτ Bibliobs του περιοδικού Nouvel Observateur 2009, μεγάλο βραβείο γαλλικού μυθιστορήματος νουάρ του διεθνούς φεστιβάλ του Μπον 2009, Βραβείο Κριτικών για μυθιστόρημα μυστηρίου 2009 και βραβείο Jean Amila Meckert 2009) και ύστερα με το Μαπούτσε (Βραβεία: Landerneau Polar 2012, Tenebris 2013). Το βιβλίο του με τίτλο Κόνδωρ κυκλοφόρησε στην Ελλάδα από τις Εκδόσεις Άγρα το 2017, ενώ τον Ιούνιο του 2018 κυκλοφορεί από την «Άγρα» η κυκλοφορία του βιβλίου του Ποτέ ξανά μόνος, του οποίου το τελευταίο μέρος διαδραματίζεται στην Αθήνα και την Αστυπάλαια.

Αναλύοντας τον Φερέ – Συγγραφικό ισοζύγιο

Λοιπόν εδώ έχουμε να κάνουμε με μία ιδιαίτερη περίπτωση συγγραφέα. Και δεν ξέρω από πού να ξεκινήσω. Από το γεγονός πως δεν μιλάμε για αμιγώς αστυνομικά μυθιστορήματα; Από τους κοινωνικοπολιτικούς και ιστορικούς άξονες που έχουν όλα του σχεδόν τα βιβλία; Από την ενδελεχή έρευνα που κάνει στους λαούς, τις κοινωνίες και τον τόπο που διαδραματίζεται η πλοκή του; Ίσως περισσότερο αυτό που τον χαρακτηρίζει και τον ξεχωρίζει από τους υπόλοιπους είναι η ωμότητα, η σκληρότητα η φρικαλεότητα στις περιγραφές του.

Ένας γραφιάς που σε πιάνει από την αρχή από τον σβέρκο και δε σε αφήνει να πάρεις ανάσα δεν μπορεί να σε αφήσει ασυγκίνητο. Μα θα μου πεις και άλλοι συγγραφείς αστυνομικών ιστοριών δεν κάνουν το ίδιο; Μα ναι, αλλά ο Γάλλος παθαίνει λογοτεχνική παράκρουση, ηδονίζεται και ο ίδιος με αυτά που γράφει για αυτό και συνεχίζει απτόητος χωρίς κοιλιά (πράγμα δύσκολο για αστυνομικό μυθιστόρημα) να εντείνει τον καταιγιστικό του ρυθμό μέχρι να εξολοθρεύσει τα πάντα στο πέρασμά του. Και πώς το καταφέρνει αυτό; Με αριστοτεχνική γραφή, χωρίς εντυπωσιασμούς, τραβηγμένους φόνους ,αδίστακτους   εκτελεστές και παμπόνηρους Επιθεωρητές; Όχι αγαπητοί μου. Ο Ferey δεν φημίζεται για τη λογοτεχνική του αρτιότητα, τη σφικτή του πλοκή και τους ήρωες του. Εξηγούμαι. Οι ιστορίες του ξεκινάνε με αργό ρυθμό μέχρι τη μέση περίπου. Φτιάχνει πρώτα ατμόσφαιρα. Σε βάζει στο κλίμα, στην ιστορία και τα ήθη και έθιμα του τόπου της πλοκής. Από εκεί και πέρα ο τύπος εξαπολύει ότι έχει και δεν έχει συγγραφικά, σε γραπώνει και δε σε αφήνει να συνέλθεις μέχρι το τέλος. Δεν αποφεύγει τα κλισέ, οι βασικοί του ήρωες είτε καλοί είτε κακοί έχουν πολύ ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και ικανότητες. Η γλώσσα του είναι απλή καθώς δεν χρειάζεται φιλολογικές φιοριτούρες και λογοτεχνικούς καλλωπισμούς ειδικά όταν μιλάμε για ίσως τον πιο ωμό και στυγνό συγγραφέα αστυνομικών ιστοριών. Και όμως δεν κάθεται στα αυγά του. Κάνει συχνά το λάθος να προσπαθεί να την κάνει πιο λυρική και ποιητική χωρίς θετικά αποτελέσματα.

Αλήθεια τί τον κάνει τελικά τόσο ιδιαίτερο; Η ευφυία του θα πω εγώ. Γνωρίζει τις αδυναμίες του για αυτό και υπερτονίζει τα δυνατά του σημεία τόσο ώστε όχι μόνο να τις καλύψει αλλά στο τέλος να τις ακρωτηριάσει όπως συνηθίζει με τους ήρωες που εξολοθρεύει. Ξεκινά στήνοντας την πλοκή του σε εξωτικά και ιδιαίτερης ομορφιάς μέρη. Το «Ζουλού» είναι στη Νότια Αφρική, Το «Μαπούτσε» στην Αργεντινή, το «Ούτου» στη Νέα Ζηλανδία και το «Ποτέ πια μόνος» στην Ελλάδα, το LED στη βορειότερη πόλη της Σιβηρίας!!!

Και στα περισσότερα αν όχι σε όλα έχει πάει. Από είκοσι χρονών καβαλάει τη μηχανή του και εξερευνεί τον κόσμο. Έλκεται βασικά από κράτη που έχουν σκοτεινό παρελθόν και ακόμα άλυτα θέματα να τα ταλανίζουν.

Ερευνά βαθιά το ιστορικό και κοινωνικό-πολιτικό υπόβαθρο αυτών των κοινωνιών, την τοπική κουλτούρα και ταυτόχρονα κάνει και μια εξαιρετική ανθρωπολογική μελέτη. Έτσι σε τοποθετεί με άψογο τρόπο δίπλα στους ήρωές του. Τους έχεις καταλάβει, κατανοήσει. Τώρα ότι κάνουν πρέπει να το δικαιολογήσεις. Ίσως να θέλεις και να τους βοηθήσεις να καταπολεμήσουν τους δαίμονές τους, ίσως όμως θελήσεις να γίνεις συνεργός και στα απίστευτης σκληρότητας εγκλήματά τους. Σε κέρδισε ο άτιμος.

Και μετά είναι όλα πιο εύκολα για αυτόν. Με κινηματογραφική γραφή όχι όμως ευρωπαϊκού κινηματογράφου αλλά καθαρά αμερικάνικου, με ηχεία στο φουλ, περιπέτεια, πιστολίδι, αίμα και splatter σκηνές η εναλλαγή των σελίδων γίνεται αυτόματα και η αγωνία κορυφώνεται. Τώρα είσαι δίπλα στους ήρωες, ακούς την ανάσα τους, βλέπεις τον ιδρώτα τους να στάζει, η καρδιά σου κτυπά γρήγορα όπως και η δική τους. Ξέρεις τι θα επακολουθήσει αλλά δεν γνωρίζεις το πως και με ποιον τρόπο. Καλύπτεσαι να μη σε πάρουν τα σκάγια αλλά και για να δεις με ασφάλεια τη συνέχεια. Και στο τέλος με την αδρεναλίνη στο φουλ ούτε ηρεμείς ούτε βλέπεις την πολυπόθητη κάθαρση. Απλά θα έχει χυθεί αίμα. Δίκαια ή όχι δεν έχει σημασία πλέον. Ο συγγραφέας δεν χαρίζεται σε κανέναν, δεν ψάχνει για happy end και «ζήσαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα». Απλά καθένας θα πάρει αυτό που του αξίζει. Τελεία.

Ο Ferey διαφέρει από τους ευπώλητους Σκανδιναβούς, και τους πιο λιτούς Βρεττανούς. Θεωρώ πώς έχει πολλές επιρροές από τον Ellroy  και Manchette χωρίς να μπορεί να τους προσεγγίζει βέβαια. Παρόλα αυτά  προσπαθεί  να δώσει το δικό του στίγμα στην Αστυνομική Λογοτεχνία και κατά την προσωπική μου άποψη πετυχαίνει το σκοπό του.

Ένας συγγραφέας καλά διαβασμένος, με καταιγιστική γραφή,  βαθύ κοινωνικό σχολιασμό, περιπέτεια, αγωνία, σκληρότητα αλλά και μετρημένη ευαισθησία και συγκίνηση δεν θα μπορούσε να μην πάρει θετικό ισοζύγιο από εμένα. Διαβάστε τον όσοι αντέχετε, κρίνετέ τον επιεικώς εάν ο τύπος σας σοκάρει.

 

Τα έργα μιλάνε, όχι τα λόγια

Με μια φράση: «ΘΑ ΧΥΘΕΙ ΑΙΜΑ»

 

ΖΟΥΛΟΥ

Ένα εξαιρετικό αστυνομικό μυθιστόρημα με διαβολική χάρη.
Μαύρη μαγεία, ναρκωτικά, πολιτική, ρατσισμός συνθέτουν ένα σκηνικό Αποκάλυψης.
Ο αστυνομικός Άλι Νιούμαν είναι ο επικεφαλής της εγκληματολογικής υπηρεσίας στο Κέιπ Τάουν, τη βιτρίνα του κράτους της Νότιας Αφρικής.
Είναι Ζουλού. Όταν ήταν παιδί, υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας της βάναυσης δολοφονίας του πατέρα και του αδερφού του από τους εθνοφύλακες εξαιτίας των πολιτικών τους πεποιθήσεων, και αυτή η ανάμνηση τον στοιχειώνει. Ο Νιούμαν κάνει το καθήκον του σε μια χώρα που σπαράσσεται από το έγκλημα και τη δράση των συμμοριών, το έιτζ, τη φτώχεια, την εξαθλίωση και τις κοινωνικές διακρίσεις. Η κατάσταση οξύνεται επικίνδυνα όταν ανακαλύπτεται το πτώμα μιας νεαρής λευκής. Παρότι το απαρτχάιντ ανήκει στο παρελθόν, οι παλιοί εχθροί συνεχίζουν να παραμονεύουν στις σκιές… (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

 

ΜΑΠΟΥΤΣΕ

Στο σύγχρονο Μπουένος Άιρες, το πτώμα μιας τραβεστί ονόματι Λούς εντοπίζεται γυμνό, ευνουχισμένο, με τα γεννητικά όργανα στον πισινό, και μια νεαρή γυναίκα εξαφανίζεται. Η Ζανά, μια πεισματάρα καλλιτέχνις με καταγωγή από τη φυλή των Μαπούτσε, και ο Ρουμπέν, ένας οργισμένος ντετέκτιβ, ερευνούν από μία υπόθεση ο καθένας τους. Η συνάντησή τους τούς οδηγεί στα φαντάσματα της δικτατορίας.
Η ΖΑΝΑ ΕΙΝΑΙ ΜΑΠΟΥΤΣΕ, κόρη ενός λαού Ινδιάνων που όταν οι άλλοι τους έβλεπαν στην αργεντίνικη πάμπα τους πυροβολούσαν χωρίς δεύτερη σκέψη. Αφού επιβίωσε από την οικονομική κρίση του 2001 – 2002, έγινε γλύπτρια και έκτοτε μένει μόνη της στο Μπουένος Άιρες. Τώρα, στα 28 της χρόνια, υπολογίζει πως δεν χρωστά πλέον τίποτε και σε κανέναν. Ο Ρουμπέν Καλδερόν είναι κι αυτός από τους επιβιώσαντες – ένας από τους ελάχιστους “υπονομευτές” που βγήκαν ζωντανοί από τις λαθραίες φυλακές, όπου χάθηκαν ο πατέρας του και η μικρή αδελφή του. Τριάντα χρόνια πέρασαν μέχρι να ξανάρθει η δημοκρατία. Ιδιωτικός ερευνητής στην υπηρεσία των Γιαγιάδων της Πλατείας του Μάη, ο Ρουμπέν αναζητά ακατάπαυστα τα παιδιά των εξαφανισθέντων που δόθηκαν για υιοθεσία επί δικτατορίας Βιντέλα, καθώς και τους εκτελεστές τους… Τίποτε δεν προμηνύει τη συνάντηση της Ζανά και του Ρουμπέν, που τόσα τους χωρίζουν. Ένα πτώμα όπως ανασύρεται από τα νερά του λιμανιού της Λα Μπόκα: είναι η “Λούς”, μια τραβεστί που έκανε πιάτσα στην προκυμαία με την “Πάουλα”, τη μοναδική φίλη της γλύπτριας. Ο Ρουμπέν, από τη μεριά του, ερευνά την εξαφάνιση μιας φωτογράφου, της Μαρία Βικτόρια Καμπάλλο, κόρης ενός από τους σημαντικότερους επιχειρηματίες στη χώρα. Μολονότι η πολιτική των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων εφαρμόζεται εδώ και δέκα χρόνια, τα φαντάσματα των καταπιεστών πλανώνται ακόμα στην Αργεντινή – και μαζί τους ρίχνουν τη σκιά τους οι καραμπινιέροι, που έδιωξαν την κοινότητα της Ζανά από τα πατρογονικά εδάφη…
“Για τα βιβλία μου, επιλέγω χώρες που η ιστορία τους τις βαραίνει. Ο καθείς και οι εμμονές του, και οι δικές μου εμμονές είναι ο καθημερινός φασισμός και η σχέση του με το νεοφιλελευθερισμό. […] Οι ίδιοι δεν αυτοαποκαλούνται ποτέ Ινδιάνοι, δεν σημαίνει τίποτε για κείνους αυτή η λέξη. Σφαγιάστηκαν κατά τον 19ο αιώνα. […] Στην Αργεντινή, είναι σαν να μην υπήρξαν ποτέ. Μάπου, σημαίνει γη. Τσε, σημαίνει άνθρωποι”. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

 

ΠΟΤΕ ΠΙΑ ΜΟΝΟΣ

Είναι οι πρώτες διακοπές του Μακ Κας με τη δεκατριάχρονη κόρη του Αλίς, για την ύπαρξη της οποίας έμαθε μόλις πρόσφατα και αναπάντεχα. Ο πρώην αστυνομικός, μονόφθαλμος και στριφνός, χωρίς ψευδαισθήσεις, απροσποίητος και συνειδητά αυτοκαταστροφικός, εκμεταλλεύεται την περίσταση για να μάθει έστω και αργά τί σημαίνει να είναι πατέρας. Και, παρά την καλή του θέληση, είναι σαφές ότι έχει μια πολύ προσωπική προσέγγιση στην ευθύνη αυτή.
Τα πράγματα γίνονται χειρότερα όταν το παλιό λαγωνικό μαθαίνει για το θάνατο του καλού του φίλου Μάρκο, δικηγόρου και έμπειρου ιστιοπλόου, που χτυπήθηκε από φορτηγό πλοίο ενώ έπλεε στη Μάγχη. Για τον Μακ Κας, είναι αδιανόητο ο φίλος του να έκανε κάποιο λάθος πλοήγησης. Πώς όμως να συνδυάσει τις οικογενειακές διακοπές με την Αλίς και την εξιχνίαση του φριχτού θανάτου του φίλου του;
Αγανακτισμένος από τη συλλογική αδράνεια στο δράμα των προσφύγων και των μεταναστών, ο Μάρκο προσπάθησε να ταράξει τα νερά με τα μέσα που διέθετε, γεγονός που θα μπορούσε να εξηγήσει την εξαφάνισή του στη θάλασσα. Και ενώ ο Μακ Κας αδιαφορεί παντελώς για τους ανθρωπιστικούς σκοπούς του φίλου του, αποκαλύπτεται ότι και η πρώην σύζυγός του έχει εξαφανιστεί, και εκείνος θα ορμήσει ενάντια σε όλους και σε όλα, έχοντας μοναδικό κανόνα το “ρίχνω τη βολή για το ‘σπάσιμο’ και κάποια άκρη θα βγει”. Όλα είναι ιδωμένα μέσα από το πρίσμα του μηδενισμού του Μακ Κας. Κι όμως: Θα βρει ένα νόημα στη ζωή του, και μάλιστα ένα είδος ευτυχίας, με τον δικό του τρόπο. Η έρευνά του θα τον οδηγήσει στην Αθήνα, τον Πειραιά και την Αστυπάλαια, όπου και θα δοθεί η λύση.
Ο Καρύλ Φερέ επιχειρεί να περιγράψει την πραγματικότητα μιας βαλτωμένης από την κρίση Ελλάδας. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο)

 

Και για το τέλος:

ΑΤΑΚΑ ΚΑΙ ΕΠΙΤΟΠΟΥ

 

Μεγάλωσα με τους Clash. Λατρεύω τη γεμάτη ενέργεια μουσική τους αλλά και τους στίχους τους, που είναι εξίσου σπουδαίοι. Μέσα από όλα αυτά ανακάλυψα τη Θάτσερ, τον Ρίγκαν («Fuck Them», όπως λέει ο Ίγκι Ποπ), τη Νικαράγουα και το κίνημα των Σαντινίστας. Αλλά, δυστυχώς, ποτέ μου δεν έζησα τέτοιες καταστάσεις. Νομίζω ότι μάλλον είμαι φιλήσυχος άνθρωπος.

Στα 21 μου έκανα τον γύρο του κόσμου, κι αυτές ήταν οι σπουδές μου. Αντλούσα παραδείγματα από παντού: φιλοσοφία, εθνογραφία, ποίηση – όλα αυτά με εξέθρεψαν. Πρέπει να ζήσεις στην πράξη όσα λέει ο Νίτσε για να νιώσεις ζωντανός. Δεν είναι απλώς λόγια τα όσα λέει, για μένα είναι τρόπος ζωής.

Ένας συγγραφέας πρέπει να νιώθει συμπάθεια ή ταύτιση αν θέλει να καταλάβει τις ιστορίες των ανθρώπων που ερευνά. Κι αυτός είναι ο λόγος που κάθε φορά μού παίρνει τέσσερα ή πέντε χρόνια να γράψω κάθε τέτοιου είδους βιβλίο.


[Πηγή φωτογραφίας: tovima.gr]


[Τόλης Αναγνωστόπουλος – Ας γνωριστούμε]

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη