“Θες;”, ένα διήγημα της Λένας Μαυρουδή-Μούλιου

Τα πάντα μου φταίνε σήμερα. Θες ο καιρός και το φως του, που δεν το λες ‘’φως,’’ αυτό το πράγμα που μοιάζει με αυτό της ασετιλίνης που βαίνει ολοταχώς στο σβήσιμό του, θες το διαβολόκρυο που μου  πάγωσε όχι μόνον το κορμί μα και το μυαλό, θες που τσακώθηκα με την κολλητή μου και έχει κάτι ώρες να φανεί, θες τούτο, θες τ’ άλλο… ‘Ντάξει. ΔΕΝ ΓΡΑΦΩ ΚΙ ΑΛΛΑ ‘’θες’’. Ποιο το όφελος; Το αποτέλεσμα είναι που μετράει. Αν ήταν ας πούμε ΚΕΙΜΕΝΟ και έπρεπε να του δώσω έναν τίτλο ως είθισται, θα του έβαζα μια παύλα και ένα ερωτηματικό. Που σημαίνει ΑΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΤΕΣ ΔΙΑΘΕΣΕΙΣ. Όλα μουντά κι απαίσιο το συναίσθημα το δίχως άλλο.   Μα κάτι πρέπει να κάνω. Δεν γίνεται να αφεθώ σ’ αυτό το καταγκρέμισμα στην άβυσσο του χάους. ’’Χάος‘’ είπα; Και τι σχέση έχει το χάος με το φως και το κρύο που προανέφερα;

Είπα εγώ ότι έχει;

Απλά ρώτησα μήπως και όλα αυτά τα αρνητικά βοηθούν στο να αισθάνομαι αυτό το κενό. Θαρρείς και τα πάντα συνωμότησαν στην συμπλήρωση ενός θλιβερού αόρατου puzzle.

Να. Π.χ., κάνω να πάρω τηλέφωνο μια πρώην κολλητή μου και νυν αδιάφορη, μα στην ιδέα και μόνο ότι με το που θα σηκώσει το ακουστικό θα μου αραδιάσει όχι μόνον τα δικά της προσωπικά προβλήματα αλλά και του Κράτους θαρρείς και εγώ είμαι νεοαφιχθείσα από άλλον πλανήτη του στερεώματος και δεν τα ξέρω, το μετανιώνω και κατεβάζω τ’ ακουστικό.

Σαν να πείνασα λίγο…

Πείνασα; Άλλο και τούτο. Δεν πέρασε ούτε μισή ώρα που σηκώθηκα από το καλοστρωμένο για ΕΝΑ άτομο τραπέζι μου. ΈΤΡΩΓΑ ανεξέλεγκτα, αφηρημένα και κυρίως πολύ. Αφού προς στιγμή φοβήθηκα μη και διαρραγεί το στομάχι μου, που είχε φουσκώσει σαν ανεύρυσμα. Και μόλις που είπα ότι αρχίζω και συνέρχομαι κάπως από το όργιο φαγητού πεινάω και πάλι;

Θα πάρω τηλέφωνο το φίλο μου το Νίκο τον ψυχίατρο. Μα κι αυτός ξέρω τι θα μου πει: ’’δεν έρχεσαι ιατρείο μεριά που έχουμε καιρό να τα πούμε’’; Που μεθερμηνευόμενο σημαίνει ότι θα πρέπει να ανησυχεί για μένα για να μου διαθέτει τον χρόνο του που ξέρω πώς τον καταπιέζει.

’’Για στάσου ρε συ Νίκο. Λίγο τις μαύρες μου έχω η έρμη, πώς κάνεις έτσι; Μπορώ συνεχώς να είμαι χαρωπά τα δυο μου χέρια τα κτυπώ;’’

‘’Ναι μα εσύ έφτασες στο άλλο άκρο’’ (συνεχίζεται ο νοερός διάλογος με τον τρελογιατρό φίλο μου)…

Τον διακόπτω.

Ε μα, πάλι τα ίδια επιστημονικά ανιστόρητα λόγια σαν σε κονσέρβα. Το  λογικό στον παραλογισμό του γεγονός είναι ότι το δικό μου μικρό ιατρικό ιστορικό αφήνει αδιάφορη την ιατρική κοινότητα.

Ιn the meantime, βουλιάζω σε  ένα κενό, σε ένα τίποτα.

Είπα ότι κάτι πρέπει να κάνω. Ναι, το είπα, αλλά τι;

Ανοίγω την ΤV της ΘΑΝΑΤΟΛΑΓΝΕΙΑΣ και του τρόμου. Φέρετρα πραγματικά και μεταφορικά, σκέτα στολίδια στου δράκουλα το εργαστήρι.

Με πιάνει πανικός.

Μα τι στην ευχή συνωμότησε όλο το Σύμπαν και κάλεσε στα όπλα όλο του το αρνητικό δυναμικό, όλο όμως;

Αρχίζω να γεμίζω τη μπανιέρα με καυτό νεράκι και μεθυστικά αιθέρια έλαια δώρο της εγγονής μου από το Παρίσι. Το νερό φτάνει μέχρι τα χείλη της μπανιέρας και ο αφρός μέχρι το ταβάνι. Έτσι και κάνω την αποκοτιά και μπω μέσα, τα νερά θα φτάσουν μέχρι το σαλόνι και τις όμορες μ΄ αυτό περιοχές της κρεβατοκάμαρας και της κουζίνας.

Τραβάω την τάπα και το καυτό νεράκι με αποχαιρετά αργά και σταθερά ενώ ο αφρός διαλύεται σαν άυλο φάντασμα από δυνατό φως.

Σαν να γλύτωσα το σφουγγάρισμα της ζωής μου αλλά και τις φωνές του από κάτω μου, ότι του πλημμύρησα τον τόπο, όπως την περασμένη εβδομάδα.

Τώρα που το σκέπτομαι δεν θα έπρεπε να είχα φωνάξει τον υδραυλικό να δούμε τι φταίει με τον από κάτω μου; (Θού Κύριε φυλακήν τω στόματί μου).

Τέλος πάντων. Πάνε τα ακριβά μου έλαια αλλά και τι θα έπρεπε δηλαδή να με βρούνε σαν την ΕΥΑ να επιπλέω σε μια μικρή μπανιέρα; Σκέφτηκα την ΕΥΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΗΛΙΚΙΑ ΤΗΝ ΔΙΚΗ ΤΗΣ ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΔΙΚΗ ΜΟΥ… Σαν εικόνα φρικτή.

Και έπαψα να κλαίω τα χαμένα αρώματα…

Ανάβω τη σόμπα στο φουλ και την παίρνω σχεδόν αγκαλιά. Ο τόπος να βράζει και εγώ να  κρυώνω με τα δόντια μου να κροταλίζουν σαν καστανιέτες. Η τρίχα στα χέρια μου κάγκελο.

Πέφτω στο κρεβάτι μου και κουκουλώνομαι μέχρι το κεφάλι. Το οξυγόνο κάτω από τα παπλώματα φτάνει στο κατώτατό του επίπεδο.

Ασφυκτιώ, πνίγομαι.

Ανοίγω ένα μικρό, ένα τόσο δα ανοιγματάκι εκεί στο πλάι του μαξιλαριού και παίρνω βαθιές εισπνοές. Παίρνω κι άλλες κι άλλες και κάποια στιγμή με παίρνει και μένα ο ύπνος. Ένας ύπνος ευεργετικός, που δεν τον επεδίωξα αλλά που ήρθε ακάλεστος προς βοήθειά μου, ο δικός μου επαναστάτης κατά των συνωμοτών του Σύμπαντος. Να ’ναι καλά ο άνθρωπος… Ο ΠΟΙΟΣ; Ο άνθρωπος; Δεν είμαστε με τα καλά μας… Χαμένα τα ΄χω; ΟΧΙ ΒΡΕ, τις μαύρες μου έχω όχι και παραμιλητά.

Μα τι στον οξαποδώ μού συμβαίνει ρε παιδί μου; Καιρός δεν είναι να το αναρωτηθώ; ΤΑ ΕΠΑΚΟΛΟΥΘΑ ΜΟΝΟ ΜΕΤΡΑΝΕ; ΤΑ ΑΙΤΙΑ ΤΑ ΞΕΡΟΥΜΕ;

Και ΠΟΙΑ είναι αυτά;

Το ΠΟΙΑ έχει όνομα και διεύθυνση. Η Έλσα, η φίλη μου, η κολλητή μου,  η αγάπη μου. Πώς μού λείπει!!!

Και έπρεπε να φτάσω στη ρίζα του γκρεμού για να το συνειδητοποιήσω; Με τρεμάμενα χέρια σηκώνω το ακουστικό. Καλεί…

Δεν προλαβαίνω να πω λέξη.

«Και μένα μού λείπεις φρικτά. Έρχομαι».

Τι έγινε παιδιά το κρύο; Ο Διαχειριστής αποφάσισε να ανάψει τα καλοριφέρ; Επιτέλους.

Πιάνω το σώμα, πιο πάγος από πριν.

Και τα δεκάδες δεκάδων λαμπιόνια που έκαναν την νύχτα μου μέρα, πού βρέθηκαν;

‘’ΣΤΙΣ ΑΠΟΘΗΚΕΣ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ ΒΡΕ ΚΟΥΤΟ, της ΚΑΡΔΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΦΙΛΙΑΣ’’.

ΣΙΓΟΥΡΑ ΘΑ ΚΑΝΩ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ, το βλέπω…

Ίσως σας αρέσει και

1 Σχόλιο

  • Αθηνά Μαραβέγια
    27 Δεκεμβρίου 2016 at 21:45

    Χρόνια καλά, Λένα μου, με τα λαμπιόνια της καρδιάς και της αγάπη σου να είναι πάντοτε αναμμένα, όπως ξέρεις εσύ!!!!!
    Ένα πανέμορφο διήγημα, για άλλη μια φορά, που σε γεμίζει αισιοδοξία και τρυφερότητα, ζεστασιά και χαμόγελο!!!
    Να είσαι καλά και να μας χαρίζεις πάντοτε αυτά τα “τελεία και παύλα” γραφήματά σου!!!!!!!!

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη