“Θέλω να την φιλήσω” αυτό μου είπε.
“Θέλω. Θέλω να την φιλήσω. Έχει υπέροχα χείλη. Πανέμορφα σαρκώδη, σκληρά χείλη”
“Σταμάτα” της λέω.
“Θέλω να ξέρω πώς είναι”
“Γιατί;” Ένιωθα αποπνικτικά. Ποτέ δεν μου ‘χε ξαναμιλήσει γι’ αυτήν.
“Θέλω να ξέρω πώς είναι όταν την φιλάς” μου λέει και μου κόβεται η μιλιά. Δεν μπορούσα να αρθρώσω λέξη. Πέρασε ώρα που δεν μιλούσαμε και νομίζω έπεσα σε κατάθλιψη. Αλλά εκείνη συνέχισε.
“Πρέπει να είναι υπέροχα όταν την φιλάς”
Νευρίασα.
“Όχι δεν είναι! Δεν είναι υπέροχα. Εσένα θέλω να φιλώ” άρχισα να φωνάζω. Εκείνη ήρθε κοντά μου. Μου έπιασε τα μαλλιά, μύρισε το μάγουλό μου με κλειστά τα μάτια της. Καθόμασταν στην κουζίνα. Μια στενή κουζίνα με ένα τραπέζι αλλά πολύ φωτεινή γιατί το παράθυρο ήταν τεράστιο. Έμεινε εκεί με κλειστά τα μάτια της από πάνω μου. Εγώ ήμουνα καθιστός κι εκείνη όρθια από πάνω μου. Με κρατούσε αγκαλιά. Σκεφτόμουν πολλά, αλλά δεν είχε νόημα πια. Έκλεισα τα μάτια μου και κοιμήθηκα. Εκεί στην καρέκλα.
Αφήστε το σχόλιο σας