«Η Φόνισσα», γράφει η Λένα Μαυρουδή Μούλιου

Το να βρει η Πέρσα τον δολοφόνο ενός εγκλήματος, ή κάποιον  κρυφοβιαιοπραγούντα σε ενδοοικογενειακό bullying, είχε γίνει γι’ αυτήν, μία θα λέγαμε, συνήθεια. Τίποτα δεν την εντυπωσίαζε και ισχυριζόταν ότι ο καθένας μας είναι δυνάμει φονιάς, αν οι συγκυρίες το επιτρέψουν ή το  επιβάλλουν.

Χώριζε τους δολοφόνους σε κατηγορίες, οι βασικότερες των οποίων ήταν οι εξής δύο: Στους γεννημένους να κάνουν το κακό, αυτούς  τους σκληρούς και αδίστακτους που η ανθρώπινη ζωή είναι πολύ φθηνή, και που δεν ξέρουν τι θα πει τύψη και μεταμέλεια, και εκείνους που έγιναν δολοφόνοι εκόντες άκοντες. Μια τους σπρωξιά αδέξια, πάνω σε καυγά και ο άλλος παραπατάει,  πέφτει, κτυπάει σε σκληρό αντικείμενο και οδεύει Παράδεισο μεριά, χωρίς καν να τον καλέσει ο έκπληκτος Άγιος Πέτρος.

Γι’ αυτούς τους δεύτερους, η ερασιτέχνης ντετέκτιβ ένιωθε έναν απέραντο οίκτο, τους θεωρούσε θύματα της ζωής και μια από τις αδικίες της. ‘’Πώς να θεωρηθεί π.χ. δολοφόνος, παιδοκτόνος μία μάνα που πάνω σε έναν τσακωμό  της με το κακορίζικο, τζαναμπέτικο βλαστάρι της, του δίνει μια μπούφλα  και εκείνο πέφτει, κτυπάει και πεθαίνει πολύ; Είναι να μην την λυπηθείς τη μάνα αυτή; Όχι πέστε μου’’ έλεγε, και πήγε στο δικαστήριο να υπερασπιστεί χωρίς να της ζητηθεί, μια τέτοια χαροκαμένη μάνα, που η αδυσώπητη ζωή, τής έπαιξε ένα τόσο σκληρό παιχνίδι. Να γίνει Αυτή, από ζωοδότρα, φόνισσα του ίδιου της του παιδιού.

Η Μαριάνθη παντρεύτηκε νωρίς στα 22 της χρόνια, και παρά την μεγίστη επιθυμία της να φτιάξει πολυμελή οικογένεια, δεν γινόταν τίποτα. Βρε πήγε σε γιατρούς, βρε γεύτηκε μαντζούνια ευγονίας, βρε τούτο, βρε τ’ άλλο, έγκυος πάντως δεν έμενε. Και να ακούει πίσω από την πλάτη της πικρές κρυφοκουβέντες των συγχωριανών της για χωράφια στέρφα και άλλα τέτοια κομψά και δηλητηριώδη.

Ήταν μια πανέμορφη κοπέλα που την μορφή του προσώπου της την σκίαζε πάντα ένα σύννεφο, που έπαιρνε όλες τις αποχρώσεις, από το γκρι ανοικτό μέχρι το μαύρο σχεδόν, ανάλογα με την εποχή των προσπαθειών και την  διάψευση των ελπίδων της. Και όταν πια τα πήρε απόφαση με τα χρόνια ότι παιδί δεν θα έκανε, μένει έγκυος. Ήταν εκεί γύρω στα 35 της. Τρελή από ανείπωτη χαρά και ευτυχία τρέχει να αναγγείλει τα ευχάριστα νέα στον σύζυγο και εκείνος συνοφρυώθηκε. Τα νέα δεν του άρεσαν καθόλου, μιας και είχε σκοπό με το δικαιολογητικό της ακαρπίας να την χωρίσει και να επισημοποιήσει τον παράνομο δεσμό του που όλοι γνώριζαν εκτός από την Μαριάνθη όπως συνήθως συμβαίνει. Επρόκειτο για μια μικρή τσαπερδόνα η οποία δεν ήξερε τι θα πει αγάπη και δόσιμο, ποτέ δεν είχε νιώσει τέτοια συναισθήματα, επαγγελματίας αντροχωρίστρα.

 Η Μαριάνθη πονεμένη ήταν, μα όχι και καμιά χαζή. Ρώτησε έμαθε, όταν οι ψίθυροι έφτασαν στα αυτιά της και όταν βεβαιώθηκε για την προδοσία τον χώρισε.

Γέννησε το παιδί της μετά από μία πολύ δύσκολη εγκυμοσύνη και ακόμη  δυσκολότερο τοκετό. Το μωρό, από τα γεννοφάσκια του ακόμη, έδειξε τον στριμμένο του χαρακτήρα. Όσο μεγάλωνε, ένστικτα κακοποιά τον κυρίευαν.

Έπνιγε τια αδέσποτα ζώα. Ακόμη και τα πουλιά, μικρά και μεγάλα, σαν από ένστικτο, απόφευγαν να πετάξουν στην αυλή τους. Η έκτη τους αίσθηση έπιανε φαίνεται τη μυρωδιά του αίματος και όπου φύγει φύγει.

Η Μαριάνθη σε απελπισία, μα ήταν το παιδί  της τι να έκανε δηλαδή, να το  έδιωχνε, να το απαρνιόταν;

Τον ρωτούσαν δικοί και ξένοι, διασκεδάζοντας με τα φονικά του ένστικτα που δεν τα έπαιρναν στα σοβαρά: «Τι θα γίνεις ρε συ Νικολάκη όταν μεγαλώσεις;» Και ο Νίκος , ως εάν αυτό να ήταν το πιο φυσικό πράγμα απαντούσε: «Αλ Καπόνε και ληστής!»

Πιο πολύ από όλους τυραννούσε τη μάνα και τη γιαγιά του, τον δε πατέρα του ούτε που να τον φτύσει και είναι ζήτημα αν τον είχε συναντήσει μια δυο φορές όλες και όλες. Όταν δε αυτός πέθανε ξαφνικά και αναίτια, δεν υπήρξε ούτε ένας που να μη σκεφτεί ότι ο θάνατος αυτός, ήταν έργο του μοναχογιού του ( παιδιά άλλα δεν έκανε) … Η ίδια η Μαριάνθη, παραδεχόταν στον εξομολογητή ιερέα την απελπισία και τους φόβους της καθώς πια  συνειδητοποίησε, ότι ο γιος της ήταν μια περιφερόμενη νάρκη. Πρώτα αυτή η δόλια και μετά όλοι οι άλλοι, τον υποπτεύονταν για οτιδήποτε εγκληματικό  συνέβαινε στην μικρή κοινωνία του χωριού τους.

Κανένα σχολείο, δημόσιο ή ιδιωτικό δεν τον δεχόταν για πάνω από ένα δίμηνο, αν και η ευφυΐα του άγγιζε τον ύψιστο βαθμό IQ. Oι δάσκαλοι έτρεμαν τον διασυρμό τους όταν στα ερωτήματά του αδυνατούσαν να  απαντήσουν και δέχονταν την ειρωνεία και την χλεύη του με μια μάσκα αυστηρότητας και υπεκφυγής που τον έκανε να ξεκαρδίζεται με κακία.

Τα μαθήματα του σχολείου τα απαξίωνε. Οι γνώσεις του στο Δημοτικό ήταν Γυμνασιακού επιπέδου και στο Γυμνάσιο του Λυκείου. Διάβαζε Πανεπιστημιακά συγγράμματα και όνειρό του ήταν να γίνει διάσημος εγκληματολόγος (αλλαγή ονείρου).

Οι καυγάδες με τη μάνα του καθημερινοί, (η γιαγιά φρόντισε να πεθάνει μην αντέχοντας μια τέτοια ζωή), σε σημείο που αν μια ημέρα δεν γινόταν και ένας αναίτιος καυγάς, να υποθέτει η δύστυχη, ότι ο γιος της ήταν άρρωστος και έσπευδε να τον γιατροπορεύσει.

Η Μαριάνθη λίγο πάνω από  τα πενήντα της και έμοιαζε γριά.

Και μια ημέρα όταν πήγε να την πνίξει, εκείνη ενστικτωδώς τον απώθησε, μα αυτός μη περιμένοντας αντίσταση και όντας χαλαρός, παραπάτησε, έπεσε κτύπησε αυτήν την κεφαλή που γεννούσε διαβολικές κακίες και ‘’έφυγε’’ το ίδιο ξαφνικά όπως ήρθε στον κόσμο τούτο, ήταν δεν ήταν 15 ετών.

Κανένας, εκτός από την μάνα του δεν λυπήθηκε για τον θάνατό του και η Πέρσα βάλθηκε να σταθεί στο πλάι της να την παρηγορήσει και να την υπερασπιστεί στο δικαστήριο, πράγμα που δεν της είχε καν ζητηθεί, αφού η Μαριάνθη δεν ενδιαφερόταν αν την έκλειναν σε φυλακή ή την αθώωναν, ήταν ‘’νεκρή’’ εδώ και χρόνια. Και τώρα έχασε τον μοναδικό λόγο ύπαρξής της και μάλιστα με δική της υπαιτιότητα. Τι να την έκανε τη ζωή της;

Στο δικαστήριο έκανε μεγάλη εντύπωση η μαρτυρία της Πέρσας. Μίλησε για το αγαπημένο  της θέμα, τον ‘’φόνο εξ αμελείας’’ από άνθρωπο έντιμο, βασανισμένο και δυστυχή. Δεν βρέθηκε ούτε ένας ένορκος να έχει διαφορετική άποψη.

Κάποιος μάρτυρας είπε ότι η Μαριάνθη άθελά της πρόσφερε υψίστη υπηρεσία στην κοινωνία με το χαμό του γιού της, ο οποίος αν ζούσε, μόνο κακό θα είχε να προσφέρει στους συνανθρώπους του.

Ένας άλλος με δάκρυα στα μάτια είπε, ότι θα αγιάσει αυτή η μάνα. Δεν έφταιγε αν κάτι πήγε στραβά στην κατασκευή αυτού του σκάρτου ανθρώπου. Τα όρια της κοινωνικότητας που υπάρχουν στην κάθε ανθρώπινη ύπαρξη στο Νίκο απλά δεν υπήρχαν. Και η Τύχη φρόντισε να πάρει πίσω μια χαλασμένη ‘’κατασκευή».   Την ίδια ακριβώς γνώμη είχε και η Πέρσα και όποιος δεν συμφωνεί μαζί της, ας μη ζητάει τα ρέστα από αυτήν, αλλά από τον Δημιουργό των πάντων.

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη