«Η τιμωρία», γράφει η Λένα Μαυρουδή-Μούλιου

Η Πέρσα, σπανίως έβγαινε από το σπίτι της και δικαίως την χαρακτήριζαν ‘’σπιτόγατο’’. Και να πεις ότι ήταν και κανένα σπίτι ελκυστικό, με τον κήπο του, ή τις γιομάτες λουλούδια βεράντες του, με θέα τη θάλασσα, να πούμε έστω. Μα ένα συνηθισμένο τριαράκι ήταν όλο κι όλο, σε μια πολυκατοικία 27 διαμερισμάτων, που ήλιο άκουγε και ήλιο δεν έβλεπε, με τις συνεχώς κατεβασμένες τέντες, γιατί, αν ΔΕΝ τις κατέβαζε (τις τέντες ντε) ο γείτονας ή η γειτόνισσα τού μπαλκονιού απέναντι θα ήξερε, ή μάλλον θα έβλεπε και τι κάνει η Πέρσα ανά πάσαν στιγμή και ώρα, για να μην πούμε για τα περιστέρια που άγνωστο γιατί, έβρισκαν θελκτικό να αφοδεύουν στους τοίχους, τα πεζούλια, παντού! Για τόσο καλά λέμε. Η επαφή της με τον έξω κόσμο γινόταν αμφίδρομα μέσω fb που της είχε γίνει και κάτι σαν έξη, και πολύ λιγότερο με την TV, που η σχέση ήταν μονόδρομη και χωρίς καμία απολύτως εξάρτηση.

“Ο,τι ήταν να δω το είδα’’, συνήθιζε να λέει και έγραφε, έγραφε αδιάκοπα στο laptop της, τα ‘’παραμύθια για μεγάλους» όπως χαρακτήριζε τις ιστορίες της, άλλες βιωματικές που όντως έμοιαζαν με παραμύθια και τις άλλες που ήταν γέννημα την γόνιμης φαντασίας της που έμοιαζαν αληθινές.

Απαραίτητοι βοηθοί της στα τεχνικά θέματα της συγγραφής, τα εγγόνια της, που ήταν εξπέρ του εργαλείου που λέγεται υπολογιστής και τής μετέδιδαν γνώσεις που προσπαθούσε η Πέρσα να εγγράψει σε έναν σκληρό δίσκο μυαλού, που δεν είχε πια χώρο άγραφτο, στα τόσα χρόνια ζωή της. Και τα παιδιά νευρίαζαν μαζί της που δεν έλεγε να αφομοιώσει  αυτά που τής έλεγαν, παίρνοντας ίσως το αίμα τους πίσω για τα χρόνια που ήταν δασκάλα τους εκείνη και έκανε σε αυτούς τα ίδια!

Την λάτρευαν τη γιαγιά τους και ποτέ δεν την αντιμετώπισαν σαν μια ηλικιωμένη σαν αυτές που διάβαζαν στα δικά τους παιδικά παραμύθια, ήταν γι’ αυτούς μια γραία Έφηβη που μιλούσε στην νεανική τους γλώσσα, ακόμη και σαν έννοια. Και ύστερα μιλάμε για χάσμα των γενεών… Για ποιο χάσμα βρε παιδιά ομιλούμε; Μπορεί τα πτυχία της τα κορνιζαρισμένα να μιλούσαν για μια ογδοντάχρονη Πέρσα και για μια αστυνομική ταυτότητα την άτιμη να λέει τρελά πράγματα, αλλά εκείνα την έβλεπαν σαν μία απλά μεγαλύτερη φίλη τους,  τόσο απλά και τόσο συγκινητικά αληθινά. Και μόνον σαν ήθελαν να την πειράξουν, αναφέρονταν στις βούλες και τις σφραγίδες στην ταυτότητα και τα πτυχία, αδιάψευστοι μάρτυρες τής αλήθειας. Και εκείνη θυμόταν την δασκάλα της τής μουσικής, που όταν ήταν να πάρουν το πτυχίο τους,  τους συμβούλευε να μειώσουν την ηλικία κατά μία δεκαετία το λιγότερο, για να αποφύγουν μελλοντικά ρατσιστικά, έστω και άκακα πειράγματα, σαν αυτά καλή ώρα, των εγγονιών της. Να είχε δίκιο, να είχε άδικο; Μια ψιλοαλήθεια την είχε, νομίζουμε, το σκεπτικό της.

Ας μην αναφερθούμε στην σημασία που δίνουν οι γιατροί σε έναν υπερήλικα. Αλλά στο γιατρό και να θέλεις να κόψεις λίγα χρόνια, δεν επιτρέπεται, είναι η αληθινή σου ηλικία μέρος της θεραπείας σου, του την λες και δεν σε νοιάζει, εδώ στην Ελλάδα τουλάχιστον. Γιατί, στις λεγόμενες ανεπτυγμένες χώρες, από τα 65 σου και πάνω, θεωρούν άδικο κόπο και έξοδο να ασχοληθούν μαζί σου, αλήθεια ψέματα δεν παίρνουμε κι όρκο. Σε άλλες πάλι λιγότερο ανεπτυγμένες και για τους ίδιους λόγους, προτείνουν την ευθανασία… ΩΧ Θεέ, το τι θα ακούσουμε ακόμα.

Είναι σαν να πηγαίνεις δηλαδή το αυτοκινητάκι σου για σέρβις και σού λέει ο μάστορας: ‘’δεν το πηγαίνεις κυρά μου για ανακύκλωση τα έφαγε τα ψωμιά του’’ άσχετα αν εσύ και καλοσυντηρημένο το ‘χεις και μια κούκλα αντίκα συλλεκτικής αξίας είναι…

Και βέβαια μαζί της ήταν και το team των εθελοντών, απαραίτητο για την λύση που όλοι μαζί έδιναν, σε προβλήματα που φάνταζαν άλυτα.

Και αφού τελειώσαμε με τα λίγα αυτά βιογραφικά ας προχωρήσουμε και σε μια από τις ιστορίες της που ρέει ως ακολούθως:

Πλησίαζε η ημέρα διεξαγωγής των βουλευτικών εκλογών και ο κόσμος είχε μπουχτίσει από τις εξαγγελίες και τις υποσχέσεις των υποψηφίων που διεκδικούσαν την επανεκλογή τους.

Αναρωτιόταν ο καημένος ο Λαός,  ‘’μα ρε μαλάκες γιατί δεν κάνατε κάτι από ό,τι τώρα υπόσχεστε τόσο καιρό που κάθεστε σε αυτή τη ρημάδα την καρέκλα; Μα τόσο αισχρά υποτιμάτε την νοημοσύνη μας βρε Μαυρογιαλούροι; Γιατί παθιαζόμαστε μαζί σας σαν να είμαστε οπαδοί μιας λατρεμένης ποδοσφαιρικής ομάδας; Αμ και εμείς υπεύθυνοι δεν είμαστε για το χάλι μας; ΕΙΜΑΣΤΕΕΕΕΕ. Και αν είναι να αρχίσουμε τα φάσκελα άμα τη απομακρύνσει εκ του ταμείου, ας τα δώσουμε πρώτα στα μούτρα μας, που να μας πάρει ο διάβολος να μας πάρει.

     Μεταξύ των αγανακτισμένων πολιτών που δεν μπορούσαν να  χωνέψουν τα ψέματα που είχαν ακούσει και γευτεί, ήταν και ο Δημοσθένης, που πια δεν άντεχε να ακούει άλλες υπερβολές. Εδώ ο ίδιος, αν καμιά φορά αναγκαζόταν εκ των πραγμάτων να πει ένα ψεματάκι από τα λεγόμενα κατά συνθήκην και γινόταν αντιληπτό, έψαχνε να βρει λαγούμι να κρυφτεί από την ντροπή του. Αυτοί, πώς τα άντεχαν;

    Εις επήκοον λοιπόν των πάντων και σε όλους τους τόνους και τα ημιτόνια έδινε  το λόγο του, ότι αν και τη φορά τούτη άκουγε υποσχέσεις που ο εκλεγής γνωστός του βουλευτής τις είπε ξέροντας ότι δεν θα τις πραγματοποιήσει μόνο και μόνο για να υφαρπάξει την ψήφο του, θα τον σκότωνε τον άτιμο και ας πήγαινε ισόβια, για έγκλημα ιδιαζόντως ειδεχθές. Η Αφερεγγυότητα των πολιτικών, που πάνω τους στήριζε το ΑΥΡΙΟ των παιδιών του, δεν ήταν έγκλημα μήπως;

    Επειδή όπως είπαμε ήταν και κάπως γνωστός του ο υποψήφιος, τον προειδοποίησε και προσωπικά να προσέχει, να είναι φειδωλός και να μην κοροϊδέψει και τούτη τη φορά, γιατί μαύρο φίδι που τον έφαγε. Στο πρόσωπό του θα τιμωρούσε όλο το σύστημα της ψευτιάς, και τούτη η φορά θα ήταν η τελευταία του.

    Ο Υποψήφιος γέλασε σαν άκουσε τις απειλές και  μάλλον δεν θα πρέπει να τις πήρε τοις μετρητοίς, ή έστω ας πούμε δεν τις πήρε τελείως ‘’αψήφιστα’’, για να χρησιμοποιήσουμε και το ανάλογο ρήμα. Έλα όμως που δεν απέφυγε να υπερθεματίσει φθάνοντας στον λόγο του να πει κάτι που έμοιαζε με ανέκδοτο:

    «Και τη θάλασσα θα σας φέρω. Θα κάνω έργα στο Λιμάνι και το νερό θα εισχωρήσει μέχρι και 400 μέτρα στην στεριά, καλύπτοντας άχρηστη και άγονη γη. Το εκπονηθέν έργο που θα με δοξάσει είναι έτοιμο. Απλά δεν πρόλαβα στην θητεία μου να το υλοποιήσω!»

    Ούτε ο ψευτο-Θόδωρος του άλλου ανέκδοτου, τόλμησε ποτέ να πει ένα τόσο τερατώδες ψέμα. Αυτός όμως το είπε.

«Αιδώς Αργείοι», του φώναξε κάποιος από το ακροατήριο, αλλά αυτός ανερυθρίαστα συνέχισε τις τερατώδεις υποσχέσεις.

    Και ο εύπιστος ψηφοφόρος με τονωμένη την αυτοεκτίμησή του ότι για να κάνει γι’ αυτόν ο βουλευτής τέτοια μεγαλοφυή σχέδια θα πει ότι αξίζει. Σκεπτόταν: ’’μωρέ λες; Δεν είναι δυνατόν να λέει ψέματα. Να δεις που έβαλε μυαλό πια.’’

Και τον ψήφισε!!!

Η Πέρσα λυπήθηκε τον Δημοσθένη και όλους τους Δημοσθένηδες της φτωχιάς μας Πατρίδας. Έβλεπε έναν άνθρωπο τίμιο, ιδεαλιστή, που το έφερε βαρέως να τον κοροϊδεύουν διαψεύδοντας τις ελπίδες και τα οράματά του.

    Σήμανε λοιπόν συναγερμό στην εθελοντική της ομάδα, για την αόρατη περιφρούρηση του επανεκλεγέντος τελικά βουλευτή και τούτο όχι γιατί τον συμπαθούσε ιδιαίτερα, αλλά για να μην κάνει τον Δημοσθένη, (που ήταν και παιδιόθεν φίλος των παιδιών της), φονιά.

   ‘’Αχ αθώε μου ιδεαλιστή Έλληνα, πας να καταστρέψεις τη ζωή σου, για έναν κόσμο που τέτοιος ήταν πάντα και τέτοιος θα παραμείνει;’’ σκεπτόταν.

    Α, εδώ διαφωνούμε μαζί σου αγαπητή Ελληνίδα miss Marple. Μα τότε, αν είναι έτσι όπως τα λες, ας αφήσουμε τα λαμόγια να αλωνίζουν, και να κάνουν τον κόσμο μας ακόμη χειρότερο. Αυτό μάς λες;

    «Δεν λέω καθόλου αυτό. Εκείνο που λέω είναι, ότι σε μια ευνομούμενη πολιτεία, αν θέλεις να τιμωρήσεις τον επίορκο βουλευτή,  να μην τον ψηφίζεις. Αλλιώς είσαι και εσύ συμμέτοχος στην λαμογιά για δικούς σου προσωπικούς λόγους, και πάψε να επιρρίπτεις τις ευθύνες αλλού κι αλλού. Ο πολιτικός δεν υπάρχει χωρίς εσένα άνθρωπέ μου, δεν το ξέρεις; Στο τέλος τέλος, αν μετάνιωσες που διαψεύστηκες ξανά, κάνε μήνυση στον Βουλευτή. Πρέπει ντε και καλά να γίνει φονιάς;»

    «Μα εδώ σε θέλω. Αυτός αγαπητή μου καλύπτεται από το Νόμο που τον θέτει στο απυρόβλητο. Αν φοβόταν όπως όλοι μας την τιμωρία του,  θα έκανε αυτά που κάνει;»

    Και ο καιρός περνούσε, και ο βουλευτής καμία από τις υποσχέσεις  του δεν τήρησε.

    Μαθαίνει η Πέρσα λοιπόν από τις μυστικές υπηρεσίες, ότι επίκειται δολοφονία του σε μια του ομιλία για την ανέγερση μιας καινούργιας πτέρυγας του Νοσοκομείου τάδε, ο εξοπλισμός της οποίας θα καλυπτόταν πλήρως από υλικό που σαπίζει  μέσα στα κουτιά του, στα υπόγεια του Νοσοκομείου, χρόνια τώρα. Άλλη μεγάλη ψευτιά αυτή, αφού ήταν γνωστό από τους ειδικούς, ότι τα μηχανήματα έχουν πλέον αχρηστευτεί ή είναι απλά ξεπερασμένα.

     Ειδοποιήθηκε ο βουλευτής για την πληροφορία περί επικείμενης δολοφονίας του και εμμέσως πλην σαφώς, τον προέτρεψαν να μην παρευρεθεί.

    Αυτός όμως, είτε γιατί είχε εμπιστοσύνη στην αξιοσύνη των φρουρών του, τα αλεξίσφαιρα γιλέκα και ποιος ξέρει τι άλλο προστατευτικό του, αγνόησε την πληροφορία και απλά σκόρπισε μέσα στους ακροατές μπόλικους body guards που ήταν με το χέρι στην σκανδάλη. Αστακός. Καλύτερα προστατευμένος δεν γινόταν να είναι.

    Η Πέρσα, για πρώτη φορά στην ερασιτεχνική της καριέρα ήταν πανικόβλητη. Μισούσε τη βία και την αυτοδικία, αλλά λυπόταν και ανθρώπους που θυσίαζαν τον εαυτό τους, κάνοντας τους τιμωρούς.

    Άφησε την ησυχία του σπιτιού  της και θέλησε να είναι και αυτή παρούσα στην τελετή.

    Καθώς ο βουλευτής άρχισε την ομιλία του ο σφυγμός της θύμιζε καρδιακή μαρμαρυγή εν εξελίξει. Ώρες είναι να αφήναμε το γάμο, να πάμε για πουρνάρια, που λένε.

    Και όταν ακούστηκε η πιστολιά, η Πέρσα είχε την αίσθηση ότι το έργο το είχε ξαναδεί.

    Ο βουλευτής, πέφτει μπροστά στο αναλόγιο που είχε τα χαρτιά του και παραμένει ακίνητος.

    Ένας μπρατσαράς τον σηκώνει σαν να ‘ταν πούπουλο και τον βάζει προσεκτικά σε ένα φορείο που εμφανίστηκε σαν έτοιμο από καιρό και τον μεταφέρουν στο Νοσοκομείο. (Σχήμα οξύμωρο το ‘’μεταφέρουν’’ αφού ήταν ήδη στο Νοσοκομείο που εφημέρευε. Και αυτό, ήταν επιλογή του βουλευτή, για να υπάρχει κόσμος πολύς στην ομιλία του!)

    Ούτε μία σταγόνα αίμα, ούτε σε ποιο σημείο επλήγη, ούτε αν ήταν πεθαμένος… πολύ ή λίγο, γνώριζε κανείς.

    Ο κόσμος πανικόβλητος και αποσβολωμένος, μέχρι που σύντομα, ένα κυβερνητικό στέλεχος βγήκε στο πόντιουμ και καθησύχασε τον κόσμο λέγοντας ότι ο αξιότιμος βουλευτής ήταν αρκετά καλά και ότι είχε ένα απλό, ισχαιμικό, καρδιακό, πρόβλημα.

    Ο δε πυροβολισμός δεν ήταν παρά μια αυτανάφλεξη όπλου ενός από τους φρουρούς.

    Η Θεία Δίκη ενήργησε διπλά. Αφ’ ενός τιμώρησε Εκείνη τον επίορκο βουλευτή, με ένα τελικά πολύ βαρύ καρδιακό επεισόδιο, που έθεσε οριστικά τέρμα στην πολιτική του καριέρα, αλλά και εμπόδισε έναν μπουχτισμένο και απελπισμένο πολίτη από το να καταστρέψει τη ζωή του, με το να γίνει φονιάς.

     Η Πέρσα πήρε μια βαθιά ανάσα, από εκείνες που κάνουν τη ζωή να έχει χρώμα, άρωμα, ζωντάνια και την γεμίζει ελπίδα, ότι τελικά υπάρχει, ναι ΥΠΑΡΧΕΙ, Θεία Δίκη…

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη