«Η  Σοφία», ένα διήγημα της  Γεωργίας Κοκκινογένη

Κανένας  δεν θα ζήλευε απ’ τους συνταξιούχους την Σοφία, που δούλεψε  είκοσι οκτώ χρόνια στον ιδιωτικό τομέα και «μεγάλωσε» δύο παιδιά.
Μόνη της στην πλατεία Κολιάτσου, δεν φαίνεται να διακρίνει με την εμφάνισή της το χώρο του σπιτιού απ’  τον  εξωτερικό  χώρο.  Τα πασουμάκια της  την πάνε  παντού, μαζί με τα χοντρά πουλόβερ που ζεσταίνουν  την ψυχρή  ζωή της,  χειμώνα -καλοκαίρι.

Mετά την ενηλικίωσή της βρέθηκε στην Αθήνα για να διοριστεί σε ευπρεπή θέση με τις γνωριμίες του θείου της.  Απολάμβανε την κομψότητά της  μέσα στα κλασικά ταγιέρ της γραμματέως, καμαρώνοντας  για  τα καθήκοντά της. Αγόρασε διαμέρισμα απ’ τις οικονομίες της ως εργαζόμενη και το επίπλωσε δεόντως.

Τον σύζυγο που διάλεξε με συνοικέσιο, εγκαίρως τον χώρισε, αναθέτοντάς του και τη  φροντίδα των μικρών  απογόνων τους, αφού η ίδια θεωρούσε  την επιμέλειά τους  βάρος.

Μοναδική της  χαρά οι περιπέτειες με το άλλο φύλο. Τα πρωινά τής άρεσε να μαζεύει στην υπηρεσία  της -μέχρι να φανεί  ο προϊστάμενος- τους συναδέλφους και να αφηγείται τις χτεσινές ατασθαλίες της, αφήνοντας ασυγκράτητα αυτάρεσκα γέλια που κάλυπταν ολοσχερώς τον αυτοσαρκασμό. Ο Αριστείδης,  ο Τάκης,  ο Στέφανος, ο Νίκος, ο  Γιώργος… που της υποσχέθηκε  σχέση  και την έδιωξε, που πούλησε όλα της τα κοσμήματα,  που την κατάφερε να ζει  με ‘κείνον και  τη γυναίκα του και  να  τους  συντηρεί  και  τους  δύο, που την υποτίμησε,  που ήταν ανάξιος σύζυγος, που την ξεγέλασε…
Πλατανόφυλλο στο  νερό.

Στη  δουλειά κλείστηκε ολομόναχη  στο γραφείο, ανίκανη προς εργασία και στον υπολογιστή  που είχε μπροστά της μπορούσε να καθαρίζει ολημερίς τα πλήκτρα με οινόπνευμα  και  πάλι  απ’ την αρχή.  Η  εργασία  της  μερίμνησε   να νοσηλευτεί  σε ψυχιατρική  κλινική  και  να  βγάλει  τη  σύνταξή  της  αναπηρική.

Έτσι, μπόρεσε να υπάρχει η δυνατότητα να περνάει από ‘κει, από το γραφείο, και να βλέπει  τις δύο φίλες που είχε αφήσει και να μιλάει σε άνθρωπο.  Με τα παιδιά της δεν είχε να πει τίποτα, ενώ απ’ την άλλη κι αυτά είχαν λησμονήσει το δρόμο για το πατρικό τους.

Τα σαρκώδη  χείλη πικρά  απ’ το  τσιγάρο, οι ώμοι γυρτοί  και η φωνή βαριεστημένη σ’ ένα κορμί χωρίς γλύκα, που περιβάλλει την ψυχή αφημένη στη μοίρα και την τύχη. Ύπαρξη ή ανυπαρξία, αδιάφορο διαζευκτικό μπροστά στις φωνές που βάζουν εκείνες οι  τρεις  περαστικές  γυναίκες  την ώρα της  γέννας:  η  Κλωθώ, η Λάχεσις και  η Άτροπος.

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη