Αν ρωτήσετε έναν ηλικιωμένο Αθηναίο, που τα χρόνια της Γερμανικής Κατοχής ήταν ένα παιδάκι 4-5 ετών οπότε και έχει αναμνήσεις, «Τι σημαίνει ΠΟΛΕΜΟΣ;» θα σας απαντήσει με μια λέξη: ΠΕΙΝΑ.
Αν είπα ΑΘΗΝΑΙΟΣ, είναι γιατί απ’ όλη την Ελλάδα ήταν αυτός που υπέφερε απίστευτα από μια λιμοκτονία, που η ανάμνησή της δεν λέει να σβήσει από το μυαλό και την καρδιά του. Είναι άλλο να μαθαίνεις για την πείνα εκείνη διαβάζοντας άπειρα βιβλία και άλλο να την έχεις ζήσει πάνω στο πετσί σου και ειδικότερα στο στεγνό σου στομάχι.
Για να δώσω μια χαρακτηριστική εικόνα θα πω τούτο: Βλέποντας σε ένα αμερικάνικο παιδικό περιοδικό μια ζωγραφιά όπου η Αμερικάνα μάνα σε μια απαστράπτουσα από καθαριότητα κουζίνα έβραζε το γάλα των παιδιών της συμβουλεύοντας τους αναγνώστες μετά το βράσιμο να σκεπάζουν το γάλα για να μην εισβάλουν σ΄ αυτό τα μικρόβια και μολύνουν την λευκή πανδαισία, δεν θα το πιστέψετε, αλλά είχα τότε ευχηθεί να με μετάλλασσε ο Θεός σε μικρόβιο να κάνω ένα απίστευτο μακροβούτι στο ζωογόνο υγρό και ας καιγόμουν, αφού δεν άντεχα να περιμένω λίγο να κρυώσει. Και αν αυτό δεν ήταν εφικτό να με αξίωνε τουλάχιστον να ζήσω την ημέρα που θα μπορέσω να πιω τόσο γάλα έως ότου το στομάχι μου διαρραγεί από την υπερβολική ποσότητα που θα του πρόσφερα. Καταλαβαίνετε τι λέω;
Να μετράς τα νερόβραστα φασόλια ένα, ένα, μέσα στο πιάτο και να εύχεσαι να μην τελειώσουν ποτέ.
Να βλέπεις κόσμο νεκρό, με τουμπανιασμένες από την ασιτία κοιλιές, στις άκρες των πεζοδρομίων και να περνά να τους μαζεύει ένα κάρο, να τους οδηγήσει σε τάφους ομαδικούς με ασβέστη για τα μικρόβια και τον φόβο επιδημιών.
Αυτές τις σκηνές τις ένιωσε ο πρωτευουσιάνος, όχι ο επαρχιώτης Έλληνας και τις ένιωσε σε όλο τους το μεγαλείο. Στα χωριά μας, τηρουμένων των αναλογιών όχι πως έτρωγαν με χρυσά κουτάλια οι άνθρωποι, αλλά το χωραφάκι, το αμπελάκι τους το περβόλι, όλο και κάτι τους έδινε και η πολύτιμη ελιά είτε σαν καρπός είτε σαν λάδι τους έκανε αγάδες στα μάτια του σκελετωμένου αστού.
Πάνω σ’ αυτόν τον καμβά κεντώντας θα σας διηγηθώ μία περίεργη ιστορία από τις χιλιάδες που έλαβαν χώρα τα φρικτά εκείνα χρόνια, που στοίχειωσαν την παιδική μου ηλικία, που την γέμισαν φαντάσματα και που η λέξη «Γερμανός» ήταν συνώνυμη της κόλασης και της φρίκης.
Ο Γιάγκος, ένα παλικάρι δέκα οκτώ χρόνων ορφανό και από τους δύο γονείς του, ζούσε μόνος και κατάμονος, βλέποντας μόνο μία μακρινή του θεία την οποία υπεραγαπούσε. Έβλεπε σ’ αυτήν τις ρίζες του και την έννοια της οικογένειας που έχασε τόσο νωρίς. Την επισκεπτόταν σχεδόν καθημερινώς.
Η θεία του αυτή, μία αρχοντογυναίκα χήρα ανώτατου στρατιωτικού του πάλαι ποτέ Ελληνικού Στρατού πεινούσε σαν όλους μας. Αλλά θέλοντας να βοηθήσει τον ανεψιό της που ήταν πάνω στην ανάπτυξή του, προτιμούσε το λιγοστό της φαγητό από τα συσσίτια να το φυλάει για κείνον, με αποτέλεσμα να πάθει κακιάς μορφής αναιμία και να αναγκαστεί το παλικάρι να την οδηγήσει στα Νοσοκομεία.
Σε απόγνωση το παιδί. Πώς μπορούσε να βοηθήσει; Τέτοιου είδους αρρώστιες είναι από τις λεγόμενες πολυτελείας. Αν υπήρχαν χρήματα όλο και κάτι θα ξετρύπωνε από κανέναν μαυραγορίτη, αισχρό επάγγελμα που άνθισε την εποχή αυτή και που αποτέλεσε την βάση του μελλοντικού εκατομμυριούχου, το ξέρουμε όλοι μας.
Ο Αθηναίος πουλούσε στην Επαρχία τα υπάρχοντά του τα χρυσαφικά του τις βέρες του γάμου του τα χρυσά του δόντια για έναν τενεκέ μούργα λάδι, που εν καιρώ ειρήνης θα χρησίμευε για γρασάρισμα μόνο των μηχανών. Έπρεπε πάση θυσία να γρασάρει το στομάχι του να μην κολλήσει. Ξεπουλούσε τα έπιπλά του, τα χαλιά, τα πάντα του, για ένα σακί σκουληκιασμένο αλεύρι και κριθάρι, για λούπινα και χαρούπια, ζωοτροφές που τις έτρωγαν όχι γουρούνια αλλά ΑΝΘΡΩΠΟΙ.
Νέοι και μεσήλικες, με απαρχαιωμένα μεταφορικά μέσα, σε ταξίδια προς τα χωριά μας σαν πραματευτάδες, ταξίδια που κρατούσαν μέρες μέχρι να φτάσουν στον προορισμό τους, με μύριους δυο κινδύνους από επιδρομές ληστών, φορτωμένοι με ό,τι μπορεί να φανταστεί ο νους τ’ ανθρώπου. Ένα είδος αισχρού εμπορίου. Το βιος της Αθήνας άλλαζε προορισμό.
Πάνω στην απελπισία του ο Γιάγκος και βλέποντας ότι η θεία του, ο μοναδικός δικός του άνθρωπος στον πλανήτη Γη χανόταν ώρα την ώρα, όπως του έλεγαν και οι γιατροί, φόρτωσε σε έναν αραμπά «Εκτελούνται Μεταφοραί», την ραπτομηχανή της και πήγε στην Επαρχία μας να παζαρέψει την ζωή της υπό μορφή αλεύρου, λαδιού και ό, τι άλλο του προσφέρονταν, υποσχόμενος νοερά στην γηραιά κυρία ότι μόλις τελείωνε ο εφιάλτης θα εύρισκε τον τρόπο ν αντικαταστήσει το χρήσιμο για κάθε νοικοκυριό εργαλείο. Θα της αγόραζε την ωραιότερη “singer” της Αθήνας. «Τι διάολο μπόρα είναι και θα περάσει», του έλεγαν τα αισιόδοξα δροσερά του νιάτα, που δεν χαμπάριαζαν ότι υπάρχουν και μπόρες που κρατούν πολύ. «Εδώ την χάνω τη θεία μου την ραπτομηχανή θα σκεφτώ», παρηγορούταν για την πρωτοβουλία που είχε πάρει. «Σαν τι θα την κάνει τη μηχανή στον άλλο κόσμο που θα πάει;», του ‘λεγε ο άλλος του εαυτός, ο λογικός, ο ρεαλιστής, ο σωστός.
Αλλά, αυτό που είδε στα χωριά δεν πρόκειται να το ξεχάσει ποτέ, όπως μετά από χρόνια μας έλεγε.
Υπήρχαν σπίτια που πέταξαν τις πατροπαράδοτες φλοκάτες που τόσο δύσκολα πλένονταν στις νεροσυρμές και τις αντικατέστησαν με τις όμορφες Αθηναϊκές κουβέρτες, πέταξαν τις επίσης κλασσικές κουρελούδες για χάρη των Αθηναϊκών χαλιών και πάει λέγοντας. Αλλά εκείνο που τον άφησε ενεό ήταν οι ραπτομηχανές. Μωρέ τι στην ευχή θα τις έκαναν τις πέντε έξη από δαύτες που είχε το κάθε σπιτικό; Μαγαζί θα άνοιγαν; Αυτό και αν ήταν απωθημένο. Τέρμα πια το ράψιμο στο χέρι. Ένας καλός δάσκαλος να τους δίδασκε μόνο τον τρόπο και καθένας στην οικογένεια με το δικό του μηχάνημα. Αμ πώς δηλαδή. Κάθισε πρωτευουσιάνε μου να δεις τι ωραία που είναι η ζωή που ζούσαμε μέχρι τα τώρα εμείς οι επαρχιώτες που μας έβλεπες αφ’ υψηλού… Άστραψαν βραχιόλια χρυσά στα κουρασμένα χέρια των κυράδων… Ας είναι. Σταματώ εδώ. Δεν θίγω υπολήψεις, ούτε γενικεύω. Άτιμο πράγμα ο πόλεμος, δεν είναι μόνο βόμβες και τουφεκίδι. Ο άνθρωπος και την ανθρωπιά του την χάνει και άλλα πολλά.
Εντωμεταξύ η θεία μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, δεν είχε την παραμικρή συναίσθηση του τι γινόταν.
Επιστρέφει ο Γιάγκος με το σκεπτικό να ξαναγυρίσει στα χωριά, όλο και κάτι θα εύρισκε να πουλήσει ακόμα.
Βρίσκει τη θεία στα τελευταία της. Με δική του ευθύνη την μεταφέρει σπίτι της να πεθάνει εκεί που έζησε όλη της τη ζωή τουλάχιστον. Για όσον καιρό της απόμεινε θα την τάιζε κομματάκι κομματάκι με την «ραπτομηχανή» της να πήγαινε στον άλλο κόσμο αν μη τι άλλο χορτάτη, όπως συνηθίζει να λέει ο λαός. Με την Αγάπη και την ουσιαστική φροντίδα του, με αυτό το λίγο «κάτι» που μπορούσε να δώσει από τον εαυτό του, κατάφερε αυτό που δεν μπόρεσαν οι γιατροί στο νοσοκομείο. Δεν θα μπω σε λεπτομέρειες για το πώς και το πώς και για να πω την αλήθεια δεν τις θυμάμαι κιόλας. Η θεία σαν από θαύμα, ΣΩΘΗΚΕ. Πώς το λένε, γλύτωσε το πρόωρο φευγιό. Γεμάτη ευγνωμοσύνη και με δάκρυα στα μάτια του λέει ένα πρωί από το κρεβάτι της που δεν μπορούσε ακόμη να το αφήσει:
«Ψυχή μου να έχεις την ευχή μου αλλά σε παρακαλώ πες μου, πού το βρήκες το λαδάκι το πληγούρι και το αλεύρι; Έγινε κάποιο θαύμα;»
Το παλικάρι όσο και αν ήταν προετοιμασμένο για τούτη την ερώτηση δεν θέλησε να της κρύψει την αλήθεια. Η θεία του άρρωστη ήταν όχι καμιά χαζή γυναικούλα. Της εξομολογήθηκε λοιπόν ότι η καλυτέρευσή της οφείλεται στην ραπτομηχανή που μέρες τώρα τρώει ένα-ένα κομματάκι της και ξαναγυρίζει στη ζωή…
Στην αρχή η αρχόντισσα δεν πολυκατάλαβε για ποια ραπτομηχανή της μιλούσε, όταν όμως συνειδητοποίησε ποια μηχανή εννοούσε, έβαλε μια φωνή που το αγόρι απόρησε για την ένταση της, και έχασε τις αισθήσεις της.
Τρελάθηκε το παιδί. «Δεν έπρεπε να της το πω τόσο απότομα», σκέφτηκε. «Αλλά και πάλι τι σόι παραξενιά είναι και τούτη; Όλες οι ραπτομηχανές της Αθήνας είχαν γίνει αλεύρι και λαδάκι, η μηχανή της κυρα-Δέσποινας μας μάρανε;»
Σαν άκουσε όμως αυτό που του είπε εκείνη, τότε το πώς ο ίδιος γλύτωσε το έμφραγμα αν και νέο παλικάρι, ένας Θεός το ξέρει.
Η μηχανή που μέρες τώρα την «τρώγανε» κομμάτι-κομμάτι, είχε μια μυστική κρύπτη όπου η θεία είχε κρυμμένα τα πανάκριβα τιμαλφή της οικογένειάς της, με τα οποία σκόπευε να σπουδάσει τον αγαπημένο της ανεψιό μόλις η λαίλαπα του πολέμου εγκατέλειπε την Πατρίδα.
Διαμαντικά και ρουμπινικά, χρυσαφικά και μαργαριτάρια της μάνας της και της γιαγιάς της ήταν ασφαλή μέσα στην ειδικά κατασκευασμένη κρύπτη που κανένας Γερμανο-ιταλός ή Γερμανο-τσολιάς ακόμη και με ανιχνευτή μετάλλων μπορούσε να υποπτευθεί, δεδομένης της ύπαρξης τόσου μέταλλου που είχε η ίδια η μηχανή.
Τρελάθηκε ο μικρός «Τι γκαντεμιά κι αυτή θεία μου… Μα μην στενοχωριέσαι θα σου την βρω και θα την φέρω πίσω. Για να έχουν οι τωρινοί της κάτοχοι ανακαλύψει την κρύπτη, φύση αδύνατον, όπως μου λες και δεν έχω λόγο να αμφιβάλω. Θα πάω να βρω αυτόν που την αντάλλαξε με τα φαγώσιμά μας. Μόλις είσαι τελείως καλά θα φύγω, ήδη το ετοίμαζα το ταξίδι μου. Περίμενε και θα δεις.»
«Δεν με νοιάζουν τα κοσμήματα γιε μου. Μόνο να, σκέπτομαι ότι τα όνειρα που έκανα για σένα, όνειρα απραγματοποίητα θα παραμείνουν δυστυχώς. Όταν φύγει η Γερμανική χολέρα θα μας βρει τόσο φτωχούς. Θα αργήσει να ορθοποδήσει ο λαός μας. Θα είμαστε ανήμποροι».
«Ανήμποροι ναι, μα και ελεύθεροι. Ο άνθρωπος, τότε είναι που δημιουργεί».
Μα τα πράγματα δεν έγιναν όπως προσδοκούσε το παλικάρι.
Ο χωρικός δεν βρέθηκε, γιατί είχε πάει ταξίδι μακρινό απ’ όπου κανείς δεν επιστρέφει!!! Του έπεσε βαρύ το εμπόριο ασυνήθιστος καθώς ήταν και έτσι ένα βράδυ εκεί που καθόταν και βασάνιζε τη σκέψη του τι να τους κάνει τους Αθηναϊκούς του θησαυρούς, ένα καρδιακό αστροπελέκι του έδωσε τη λύση. Του είπε: «παράτα τα».
Και πριν αλέκτωρ λαλήσει τρις, οι κληρονόμοι εμοίρασαν τα ιμάτια αυτού και κανείς δεν ήξερε τι πήρε έκαστος εξ’ αυτών ούτε οι κληρονόμοι οι ίδιοι.
Έλα όμως που είχε δώσει το λόγο του ότι τη ραπτομηχανή θα την εύρισκε…
Και άρχισε το ψάξιμο.
Μία ανεψιά του μακαρίτη έστρεξε να βοηθήσει αλλά ήταν και περίεργη να μάθει τι τις ήθελε τις τόσες πληροφορίες για τον αποβιώσαντα ο ξύπνιος ο πρωτευουσιάνος;
Να ‘ταν για καλό;
Να ‘ταν για κακό;
Και αυτός πονηρός, όπως ό Έλληνας από καταβολής κόσμου, είτε πρωτευουσιάνος είτε χωρικός είναι, το ‘παιξε και λίγο ερωτιάρης και έμαθε άνευ απώλειας εμπιστοσύνης και οικειοθελώς από πλευράς κοπελιάς ότι δύο από τις ραπτομηχανές τις πήρε ο Νικόλας στο Κεφαλοχώρι και ήταν ο μόνος που θα ήξερε για την τύχη των άλλων έξη από δαύτες.
Και αρχίζει μια Οδύσσεια και μία Ιλιάδα σε πλήρη συγχρονισμό για το Γιάγκο που με ένα σακίδιο στο ώμο και στο χέρι ένα ραβδί, κατάκοπος και νηστικός να γυρνά σαν την άδικη κατάρα από χωρίου εις χωρίον (κάτι μου θυμίζει αυτό) χωρίς να βγάζει και μιαν άκρη. Μα και δεν έκρυβε την κατάπληξή του που σε όποιο σπίτι πλούσιο ή φτωχό και αν έμπαινε οι ραπτομηχανές δέσποζαν από το σαλόνι μέχρι την κουζίνα. Μόνο στις τουαλέτες δεν εύρισκε αν και σε ένα σπίτι όπου πήγε προς νερού του, είδε και κει μία. Άρχισε να βλέπει εφιάλτες είτε ξυπνητός είτε κοιμισμένος. Παντού τον έζωναν οι μηχανές και ο χαρακτηριστικός τους ήχος που του τριβέλιζε τ’ αυτιά.
Να μην τα πολυλογούμε γύρισε στο Κλεινόν Άστυ άπραγος και ηττημένος. Με τα χέρια δίχως μηχανή μεν αλλά γεμάτα με ξυλοκέρατα, κοινώς χαρούπια μελωμένα, λούπινα και άλλες ζωοτροφικές λιχουδιές για τους πειναλέους Αθηναίους που τις έτρωγαν με την ίδια λαχτάρα όπως και τα ζωντανά των χωρικών.
Η θεία δεν είπε τίποτα για να μην κακοκαρδίσει το παιδί, αλλά και την παρηγορούσε η ιδέα ότι ΕΑΝ ΔΕΝ ΕΙΧΕ ΧΑΘΕΙ Η ΜΗΧΑΝΗ το περιεχόμενο της κρύπτης υπό μορφήν καλαμποκάλευρου ή χαρουπάλευρου θα είχε ήδη φαγωθεί.
Και ο καιρός πέρασε και θεία με τον ανεψιό επέζησαν γιατί αυτό ήταν το ριζικό τους. Σιγά σιγά ο απωλεσθής θησαυρός δεν ξεχάστηκε μεν αλλά ήρθε σε δεύτερη μοίρα καθώς έβλεπαν το τέλος του Πολέμου να πλησιάζει χωρίς να τους διαφεύγει και το γεγονός ότι το ετοιμοθάνατο θεριό είναι ακόμη πιο επικίνδυνο όταν ξεψυχάει.
Και ήρθε η απελευθέρωση και το χτικιό έφυγε από την Χώρα που την άφησε ρημαγμένη αλλά που ανάσαινε χωρίς την απαίσια μπότα να πατά τον σβέρκο του Έλληνα πια.
Και ο Γιάγκος στα πρώτα της Άνοιξης Χρόνια του, ερωτεύεται μια γειτονοπούλα που είχε κατέβει στην Αθήνα για σπουδές και να θέλει να την παντρευτεί. Βρε περίμενε λίγο να φτιάξουν τα πράγματα να καθαρίσει ο Τόπος από την βρώμα που άφησε πίσω του το κτήνος το ετοιμοθάνατο… Τίποτα ο Γιάγκος. Γυναίκα θέλω τώρα τηνε θέλω.
Και πάνε αντάμα στο χωριό της να γνωρίσει ο πρωτευουσιάνος τους δικούς της. Σ’ αυτό το χωριό δεν θυμόταν να είχε ξαναπάει και να δεις που τα είχε γυρίσει όλα σχεδόν.
Στο σπίτι μέσα, να βουλιάζει το πόδι σου στα παχιά χαλιά, όχι βέβαια εκ Περσίας μα εξ΄ Αθηνών ορμώμενα. Όχι, στο μπάνιο δεν είχε χαλί, μην λέμε και ό, τι θέλουμε.
Και στο γραφείο δίπλα της καλής του μια ραπτομηχανή. Νάτος. Ζωντανεύει ο γνωστός εφιάλτης. Ναι μα τούτη δω της Σοφούλας του τον συγκίνησε ιδιαίτερα γιατί τού θύμιζε έντονα την ραπτομηχανή της θείας του. Μωρέ τι θα πει του θύμιζε; Αυτή ήταν η ραπτομηχανή του ονείρου και του εφιάλτη του, χωρίς καμιά αμφιβολία. Να και το σημάδι που όταν την… ταξίδευε από την Αθήνα στα χωριά κόντεψε να του διαλυθεί πέφτοντας από το κάρο και στην προσπάθειά του να την σώσει από τον άδικο χαμό, της έκανε τούτο το σημάδι που μείωσε και την αξία της τότε, στα παζαρέματα.
Και τώρα;
Τι γίνεται παιδιά τώρα;
Θυμήθηκε ο λεβέντης την καταγωγή του από τον Οδυσσέα και την κληρονομική πονηράδα, γιατί για να ομολογήσει στην καλή του την αλήθεια όχι, όσο και να την αγαπούσε αυτό δεν θα το έκανε ποτέ. Η αλήθεια αυτή δεν ήταν δική του.
Σκαρφίστηκε μια ιστορία για αγρίους και πες, πες, πες, η Σοφούλα τού την έκανε δώρο για να την δωρίσει και αυτός με την σειρά του στην θεια του που της είχε υποσχεθεί μια, σαν αντικαταστάτρια μιας που πούλησε στην κατοχή. Άλλωστε η Σοφούλα είχε κατά παράδοση ακόμη 6-7 στο σπίτι της. Αστεία η απώλεια γι’ αυτήν.
Και φέρνει την ραπτομηχανή στη θεία.
Και την βλέπει εκείνη και βάζει τα κλάματα. ΝΑΙ, ΗΤΑΝ Η ΔΙΚΙΑ ΤΗΣ. Δεν το είπε βέβαια, μα τα δάκρυά της ήταν αρκετά για τον Γιάγκο. Είχε καταλάβει.
Και η Σοφία μέσα στην απορία για την ευσυγκινησία της γηραιάς κυρίας. Και μετά τα «χαίρω πολύ» τα «να ζήσετε σαν τα ψηλά βουνά» και τα τέτοια, ο Γιάγκος παίρνει το κορίτσι του και φεύγουν διακριτικά για να ετοιμάσει δήθεν το δείπνο η καλή του θεία. Θα επέστρεφαν σε κανένα δίωρο.
Και όταν επέστρεψαν τους περίμενε μια ωραία και γλυκιά έκπληξη.
Κατασυγκινημένη η κυρία Δέσποινα παίρνει το χεράκι της Σοφούλας και εναποθέτει στον παράμεσο του αριστερού της χεριού ένα πανέμορφο μαργαριταρένιο δακτυλίδι, κειμήλιο της προγιαγιάς της που έκανε το κορίτσι να δακρύσει με την σειρά του.
Για φαντάσου, τόσα χρόνια ασφυκτιούσε μέσα σε ερμητικά κλεισμένη κρύπτη ενώ ήταν ΔΙΠΛΑ της και μακριά της. Και τώρα βρήκε την θέση που του έπρεπε στο χεράκι της αρραβωνιαστικιάς του αγαπημένου ανεψιού της κυρίας Δέσποινας.
Τυχερέ Γιάγκο. ΤΥΧΕΡΕ, από όποια μεριά και αν το δεις!!! Μόνο πες μας, στο σπιτικό που θ’ ανοίξεις πιθανόν στο χωριό, ΕΣΥ θα τις κρατήσεις τις μηχανές που θα κληρονομήσει η Σοφούλα ως μοναδική κληρονόμος των γονιών της;
Αφήστε το σχόλιο σας