«Η πεθερά», γράφει η Λένα Μαυρουδή-Μούλιου

Αγαπούσε τη γυναίκα του παθολογικά και ζήλευε με το ίδιο πάθος ό,τι εκείνη αγαπούσε, ακόμη και αυτόν τον ίδιο!

    Εκείνη, αργά κατάλαβε αυτήν την αρρώστια του, γιατί περί αρρώστιας πρόκειται, μα τίποτα δεν μπορούσε να κάνει για να την θεραπεύσει, ή έστω να την μειώσει κάπως.

    Υπέφεραν και οι δύο και ήταν κρίμα γιατί τα είχαν όλα οι δυο τους, αγάπη, εκτίμηση, οικονομική ευρωστία και πάνω απ’ όλα υγεία. Μα όταν το σαράκι φάνηκε να μην μπορεί να κρυφτεί άλλο, ένα ένα τα πιο ωραία συναισθήματα εξαφανίζονταν, αφήνοντας πίσω τους καμένη γη.

    Το κακό, άρχισε με την πεθερά του Φοίβου. Την ζήλευε απίστευτα, όσο έβλεπε την αδυναμία που της είχε η γυναίκα του.

    «Μα βρε αγάπη μου, άλλο η μάνα μου άλλο εσύ. Εκείνη με γέννησε, εσύ με έκανες να νιώσω γυναίκα. Πώς γίνεται να εξαλείψω είτε το ένα είτε το άλλο; Αύριο θα κάνω παιδιά. Δεν θα τα αγαπάω;»

     «Θα τα αγαπάς, μα πάνω απ’ όλους θα αγαπάς εμένα…»

«Σύμφωνοι. Μόνο μην διανοηθείς ποτέ να μου πεις να διαλέξω.»

«Γιατί να σου το πω όταν ξέρω;»

«Μπράβο το καλό μου, Σωστά τα λες…»

    Ναι αλλά ο Φοίβος καλά τα έλεγε αυτά απ’ έξω του, γιατί από μέσα του  λυσσομανούσε η ζήλεια και πολύ θα ήθελε να της πει: «Κανέναν δεν θέλω να αγαπάς, ούτε πολύ, ούτε λίγο, παρά μόνον εμένα». Μα λέγεται κάτι τέτοιο από έναν σώφρονα άνθρωπο; Έκλεινε λοιπόν το στόμα του και υπέφερε τα μαρτύρια μιας κόλασης.

    Η κυρά Μερόπη όμως η πεθερά του, σαν μάνα που ήταν, πολλά καταλάβαινε, λίγα έλεγε, ακόμη και στο ίδιο το παιδί της και φοβόταν. Κάτι στο μάτι του γαμπρού της την τρόμαζε και φρόντιζε με χίλιες δυο προφάσεις να μην βρίσκεται κοντά τους, για να μη φουντώνει η ζήλεια του, που πια αδύνατον να κρυφτεί. Αλλά, πώς να το κάνουμε, μάνα ήταν και όταν τύχαινε να αρρωστήσει η κόρη της, καραδοκούσε και όταν εκείνος έφευγε για τη δουλειά του έσπευδε να πάει κοντά της  να την γιατροπορεύσει, να την φροντίσει. Γι’ αυτό δεν είναι οι μανάδες;

    Μα εκείνος, αυτό το έβλεπε και άφριζε. Άφριζε είπαμε; Μικρή η λέξη. Στα μάτια του γυάλιζε ο φόνος που της ετοίμαζε…

    Τον τελευταίο καιρό, πράγμα τελείως ασυνήθιστο, όλο και πιο συχνά βρισκόταν στο σπίτι της πεθεράς του, όλο και κάτι μαστόρευε κουζίνα μεριά, και η γυναίκα δεν τολμούσε να τον ρωτήσει, μη και θεωρηθεί ότι του κάνει έλεγχο, μη τυχόν και τον προσβάλει με τις ερωτήσεις της. Μα ούτε και στην κόρη της έλεγε λέξη, για να μη σπείρει μπιζμπιλιές, ζιζάνια, ανάμεσα στο ζευγάρι. Πιο πολύ διακριτικότητα να προσφέρει, δεν γινόταν. Και όμως, αν ήταν λιγότερο διακριτική, ίσως και να είχαν αποσοβηθεί πολλά πράγματα. Και εδώ είναι που ταιριάζει το ‘’ο καλός καλό δεν έχει’’. Όσο καλύτερος είσαι, τόσο πιο του χεριού του σε έχει ο άλλος!

    Κάποτε τα μαστορέματα τελείωσαν και η κυρά Μερόπη σαν να ανάσανε ανάσα ελευθερίας. Και εκείνος, χωρίς να είναι απάντηση σε ερώτηση που ΔΕΝ του έγινε, της είπε:  «Ε, βλέπεις, από καιρού σε καιρό χρειάζεται το σπίτι ένα κάποιο σέρβις κυρά Μερόπη».

    «Ευχαριστώ  παιδί μου,  την ευχή μου να έχεις».

    ‘’Και να την κάνω τι την ευχή σου, παλιόγρια;’’ Θα ήθελε να της πει, μα  το βούλωσε.

(ΣΗΜ. Γιατί μα την αλήθεια σπάνια οι γαμπροί να αγαπούν τις πεθερές τους, ενώ είναι να απορούν, πώς και η συμβία τους δεν λατρεύει την άγια τη μάνα την δική τους; Και είναι άδικο πέρα για πέρα, γιατί οι πεθερές αγαπούν τον άντρα της κόρης τους σαν γιο τους, χωρίς να προσποιούνται για την αγάπη τους αυτή).

    Η κυρά Μερόπη μετά από δυο τρεις μέρες, άρχισε να μην αισθάνεται καλά.

Οι αιματολογικές εξετάσεις που διέταξε η γιατρός, αρκετά καλές.

Τότε;

Η γιατρός την γνωστή καραμέλα: «Άγχος και γεράματα κυρία Μερόπη».

«Μα γιατρέ μου, έτσι ξαφνικά;»

«Γιατί κυρία Μερόπη; Θα έπρεπε να σε ειδοποιήσουν;»

«Όσο να ‘ναι ναι, νομίζω κάτι προειδοποιήσεις θα έπρεπε να τις είχα…»

    Και άντε ξανά μανά εξετάσεις. Αυτήν τη φορά η μικροβιολόγος σαν κάτι περίεργο να διέκρινε στο αίμα της.

   «Σαν τι γιατρέ μου;»

    «Έχετε στο σπίτι σας κάποιο τοξικό μηχάνημα;»

    «Σαν τι γιατρέ μου;»

    «Καμιά κινέζικη ας πούμε ηλεκτρική συσκευή;»

    «Τώρα που το λες, σαν αυτή που μαζεύει την υγρασία; Πώς την λένε να δεις, αφυγραντήρα;»

    «Άλλο τίποτα;»

    «Όλα Κινέζικα είναι γιατρέ μου…»

    «Πέταμα όλα. Όλα σου λέω».

    «Και με τι να τα αντικαταστήσω;»

    «Α δεν ξέρω κυρία Μερόπη μου, δεν είναι αυτή η δουλειά μου».

    Και ήταν δεν ήταν αυτή η δουλειά της γιατρίνας, η συμβουλή της εισακούστηκε και πετάχτηκαν όλα. Πάνω απ’ όλα η υγεία.

    Μα δυστυχώς η πολύτιμη υγεία όλο και από το κακό στο χειρότερο βάδιζε.

    «Οπότε κάτι άλλο φταίει γιατρέ μου, ναι, αλλά τι;»

    «Οι εξετάσεις σου δείχνουν, άντε και διστάζω να στο πω και μη τρομάξεις, ότι κάποιος σαν να θέλει να σε ξεκάνει κυρά Μερόπη. Και πρώτη εγώ θα ζητήσω συγγνώμη από τον άγνωστο εξολοθρευτή για τούτη μου την υποψία, αν αποδειχτεί ότι δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο, όντως κουφό».

    «Και με ποιον τρόπο το πετυχαίνει αυτό γιατρέ μου; Και λέω πετυχαίνει γιατί το νιώθω στο πετσί μου. Κάθε μέρα που περνάει όλο και χειροτερεύω».

    «Κυρία Μερόπη μου, ναι μεν συμβαίνει. Αλλά να πω την αλήθεια,  από δολοφονικές δηλητηριάσεις δεν κατέχω και πολλά. Εκείνο που μπορώ να συμβουλεύσω είναι, να καλέσεις κανέναν καλό ειδικό τεχνικό να ελέγξει τα πάντα στο σπίτι σου».

    «Γιατρέ μου να ρωτήσω κάτι απλοϊκό. Λες ότι κάποιος θέλει να με σκοτώσει στο σπίτι μου μέσα. Πώς γίνεται η επιλογή του μόνον στο πρόσωπό μου; Αν το  δηλητήριο βγαίνει από κάπου, πώς ξεχωρίζει τον Παναγιώτη, τον σύζυγό μου από εμένα; Γιατί τον Παναγιώτη, δεν τον άκουσα ποτέ να παραπονιέται ούτε για πονόδοντο!»

    «Σου είπα δεν ξέρω, ένας ειδικός θα το βρει, δεν μπορεί.»

    «Βρε πώς και δεν το σκέφτηκα; Θα ρωτήσω τη φίλη μου την Πέρσα. Είναι μανούλα σε κάτι  τέτοια…»

    ¨Τι να σου  πω! Ρώτησε όποιον νομίζεις ότι θα βοηθήσει. Μοναχά βιάσου κυρά μου, γιατί τα σημάδια δεν μού αρέσουν καθόλου».

    Βαθύτατα προβληματισμένη η κυρία Μερόπη αλλά επειδή δεν ήταν μια φοβιτσιάρα γυναικούλα, έστω και αν κινδύνευε η ζωή της, χωρίς να πει και τίποτα στην κόρη της και την αναστατώσει με ό, τι ανήκουστα συνέβαιναν ίσως και χωρίς λόγο, κάλεσε τον κυρ Τάσο τον ηλεκτρολόγο να ελέγξει ό, τι είχε σχέση με ηλεκτρικό ρεύμα Αυτός ήρθε έλεγξε, και έφυγε με 80 ωραιότατα ευρώ στην τσέπη χωρίς να διαπιστώσει κάτι το ύποπτο.

    Οπότε…

Την Πέρσα τη παλιά της φίλη, είχε να την δει εδώ και μήνες. Για να είναι απόλυτα ειλικρινής, τής την έδινε η ‘’μύτη’’ τής Πέρσας που την έχωνε παντού μεν, αλλά που ως επί το πλείστον ανακάλυπτε καλά κρυμμένα δολοφονικά μυστικά και ντοκουμέντα… Της την έδινε ακόμη της Μερόπης εκείνο το καθησυχαστικό ύφος της λεγόμενης miss Marple, ενώ την ίδια στιγμή που σε καθησύχαζε μπορούσε να λύνει και το σταυρόλεξό της που ήταν πάντα για δυνατούς λύτες. ’’Η κοινή λογική μου, λύνει τα μυστήρια;’’, συνήθιζε να λέει με μετριοπάθεια που έκανε τη Μερόπη να τα παίρνει στο κρανίο.

    «Γιατί βρε Πέρσα δεν παραδέχεσαι ότι η όποια προσφορά σου είναι προσφορά ουσίας; Τόσο υπεράνω είσαι πια, τόσο ταπεινόφρων; Καταντάει κάπως αφύσικό, γιατί, για να προσποιείσαι, ξέρω ότι δεν είσαι αυτού του στυλ».

     Να όμως που τώρα ήταν αναγκασμένη να ζητήσει τη βοήθειά της και να στηριχθεί κυρίως στην εχεμύθειά της, γιατί δεν την ένοιαζε που κινδύνευε η ίδια, αλλά και το σπιτικό άλλων. Κάπου πήγαινε βέβαια το μυαλό της.

    Πήρε λοιπόν τη φίλη της και όσο πιο μεστά μπορούσε, της εξέθεσε την κατάσταση.

    «Και ό, τι έλεγα να ανέβω κατά κείθε Μερόπη μου. Θα με φιλοξενήσεις ή να πάω σε κανένα ξενοδοχείο και λεφτά δεν μού περισσεύουν αφ’ ενός  και οι μετακινήσεις από αυτό προς εσένα το κάνουν απαγορευτικό αφ’ ετέρου;» συμπλήρωσε χαρωπή και κεφάτη.

     Η αλήθεια είναι ότι η μέση της την είχε σακατέψει, αλλά αυτό δεν αφαιρούσε τίποτα από την διαύγεια του μυαλού της και την σπιρτάδα του.

    Θα έμενε, είπε η Πέρσα, το πολύ μία εβδομάδα…

Και κατέφτασε στο Πέραμα της Συμπρωτεύουσας…

   Οι δυο παλιές φίλες, αφού κάλυψαν εν τάχει τα χρονικά κενά της απουσίας τους, μπήκαν στην ουσία του θέματος.

    Έτσι η Πέρσα έμαθε για τις υποψίες  της γιατρίνας, μα και για την απορία της Μερόπης για το ποιος ή ποια ήθελε το θάνατό της και γιατί.

    «Και δεν μού λες Μερόπη μου, πώς περνάς την ημέρα σου;»

    «Όπως πάντα βρε Πέρσα. Οι πιο πολλές μου ώρες στο βασίλειό μου, στην κουζίνα μου, θαρρείς ότι γι΄ αυτό έχω  έρθει σ’ αυτήν τη γη, να μαγειρεύω και να τους ταΐζω όλους. Έρχονται κατά τις 3μ.μ. τα εγγόνια μου, παίρνουν το   φαγητό που μού έχουν ζητήσει να τους ετοιμάσω. Τρώμε με τον Παναγιώτη  και μείς, αφού γυρίσει από τον καφενέ, στοιβάζω τα πιατικά μου στο νεροχύτη να πλυθούν τα απόγευμα και μετά πάμε για την μεσημεριάτικη σιέστα  μας, μια συνήθεια που δεν άλλαξε με τα χρόνια, βρέξει χιονίσει.

Μετά ο Παναγής ξαναπηγαίνει στον καφενέ, εγώ πλένω τα πιατικά μου και στρώνομαι μετά στο χαζοκούτι ή ρίχνω καμιά πασιέντζα, μετά επιστρέφει ο αφέντης, λέμε δυο τρείς κουβέντες, συνήθως βαρετές και πηγαίνουμε για ύπνο με τις κότες που λένε. Αυτό είναι το συνηθισμένο μου πρόγραμμα».

    «Δηλαδή ο Παναγιώτης δεν βρίσκεται στους ίδιους χώρους με σένα την ίδια στιγμή και ώρα;»

    «Ακριβώς όπως το λες .Καφενέ εκείνος, μαγείρεμα εγώ. Καφενέ εκείνος πιατικά και TV. εγώ, τον περισσότερο χρόνο».

    «Μάλιστα. Πολύ ωραία.»

    «Ήθελα  να ΄ξερα πού στην ευχή βρίσκεις  την ομορφιά βρε Πέρσα μου».

    «Και είπες άλλαξες τον αφυγραντήρα, το air condition…κτλ, κτλ;»

    «Μα μη λέμε τα ίδια. Σού είπα τα άλλαξα όλα».

    «Όλα όλα; Ακόμη και τον απορροφητήρα ας πούμε;»

    «Αυτόν όχι δεν τον άλλαξα».

    «Αυτόν γιατί όχι;»

    «Μα γιατί αυτός δεν είναι Κινέζικος. Νομίζω Γερμανικός είναι».

    «Τώρα, κάτι μας είπες. Οι Γερμανοί και αν δεν ξέρουν από αέρια και  απορροφήσεις. Και υποθέτω, όλη σου την ημέρα σχεδόν, είσαι κάτω από αυτόν τον απορροφητήρα που επειδή είναι γερμανικός είναι υπεράνω πάσης υποψίας ε; Αυτό μού λες τρομάρα σου;»

    «Σωστά υποθέτεις».

    «Καταργείται και αυτός λοιπόν για λίγες ημέρες και βλέπουμε».

    «Και σαν τι θα κάνω με τις οσμές;»

    «Ας βρωμίσει και λίγο το σπίτι σου. Εδώ πάμε να γλυτώσουμε μη βρωμίσεις εσύ η ίδια και μάλιστα για τα καλά και για το σπίτι μάς λες; Να ανοίξεις πορτοπαράθυρα όσο μαγειρεύεις. Θα δούμε ένα, ένα, τι είναι αυτό που φταίει. Δεν γίνεται αλλιώς. Θα πάμε δια της  εις άτοπον απαγωγής. Το σπίτι σου θα μας νοιάξει ή η ζωή τής Μεροπίτσας μας»;

    ΕΤΣΙ ΚΑΙ ΈΓΙΝΕ.

Και πράγματι η Μερόπη είδε μια θεαματική καλυτέρευση της υγείας της. Η αιματολόγος της έμεινε άναυδη. Μόνον  κάτι αχνά ίχνη τελείως ακίνδυνα από το δηλητήριο.

    Μερόπη, την αιτία την βρήκαμε. Μένει να δούμε ποιος φταίει. Το μηχάνημα αυτό καθ’ εαυτό ή ανθρώπινος παράγοντας;»

    Η σειρά του ηλεκτρολόγου να μείνει κάγκελο όταν αποσύνδεσε τον απορροφητήρα. Ένα μεταλλικό κουτάκι με κάποιο υγρό μέσα, κάπου στα σπλάχνα του μηχανήματος.

    «Τόσα χρόνια σε αυτήν τη δουλειά, πρώτη φορά βλέπω κάτι τέτοιο» τους είπε.

Η δε μικροβιολόγος που εξέτασε λίγο από το υγρό, αποφάνθηκε:

«Αρσενικό σε υγρή μορφή που αεριοποιείται με την θερμοκρασία. Την εισπνέει εκείνος που μαγειρεύει για ανθρώπους και σιγά σιγά πηγαίνει στον Παράδεισο να  μαγειρεύει για τον Άγιο Πέτρο. Θεέ δεν το πιστεύω. Απόπειρα δολοφονίας σου κυρία Μερόπη».

    Η κυρά Μερόπη η δόλια χλόμιασε.

«Ποιος θέλει το θάνατό μου ρε παιδιά μου λέτε;»

«Κάτι χαζές  ερωτήσεις που τις  κάνεις βρε φιλενάδα κι’ εσύ… Μη σκιάζεσαι όμως. Εγώ είμαι εδώ για σένα. Θα μείνω ακόμη δυο ημέρες θες δε θες…»

    Να σού συστήσω τα εγγόνια μου Πέρσα. Την κόρη μου θα την θυμάσαι, τον γαμπρό μου δεν ξέρω. Δικά του τα μαστορέματα που σού έλεγα. Πιάνουν τα χεράκια του και γλυτώνω από  του κόσμου τα έξοδα».

    «Και σαν τι μαστορεύεις  Φοίβο ;» ρωτάει αθώα, αθώα η Πέρσα.

    «Α, τίποτα το συγκεκριμένο».

    «Όπως έναν απορροφητήρα ας πούμε;»

    Ο Φοίβος ζαλίστηκε ή της φάνηκε της Πέρσας;… ’’Κάτι παίζει εδώ’’ σκέφτηκε.

«Μερόπη, καλό παλικάρι ο γαμπρός σου. Εσύ πώς τα πας μαζί του;»

«Άξιο παιδί δεν λέω. Αλλά εκείνη η ζήλεια με την κόρη μου δεν αντέχεται». Και της διηγήθηκε το ελάττωμα του Φοίβου, το οποίο και έβαινε διαρκώς αυξανόμενο.

    «Άκου Μερόπη, κατέβα για λίγες ημέρες στο ΚΛΕΙΝΟΝ μας Άστυ να αλλάξεις παραστάσεις και  να σού ανταποδώσω την φιλοξενία. Τώρα που σε ξανά βρήκα δεν πρόκειται να σε αφήσω. Αμέσως μετά, θα σού πω τα αποτελέσματα  της δικής μου έρευνας».

    «Και τον Παναγή, μόνο του θα  τον αφήσω;»

    «Μη σκιάζεσαι. Μια χαρά θα είναι ο Παναγής που άλλωστε δεν κινδυνεύει από απορροφητήρες και μαστορέματα. Άκου με που σου λέω…»

    Το τι απέγινε με την ιστορία αυτή, την μάθαμε μετά από μέρες και αφού η Μερόπη δεν παραπονέθηκε ξανά για καμιά αρρώστια της.

   Βλέπεις η Πέρσα τον  κρατούσε στο  χέρι τον κύριο Φοίβο, ο οποίος μπροστά στο φάσμα  του να βρεθεί πίσω από της φυλακής τα σίδερα για    χρόνια, ξέχασε τη ζήλεια  του. Την δε Πέρσα την είχε στα ώπα ώπα όποτε τη συναντούσε. Ήταν περισσότερο από σίγουρος ότι εκείνη ήξερε.

    Θα αναρωτηθείτε βέβαια πώς και δεν τον κατέδωσε τον επίδοξο φονιά;

Για να σώσει δύο οικογένειες από  σίγουρη καταστροφή, και να ‘’γιάνει‘’ ένα κατά τα άλλα καλό παιδί, από ένα μεγάλο και καταστροφικό πάθος.

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη