«Η μονοκατοικία της Πέρσας», γράφει η Λένα Μαυρουδή-Μούλιου

Η Μυρσίνη, η κολλητή φίλη της Πέρσας, σε αναβρασμό. Έμαθε ότι πωλείται μια αρχοντική μονοκατοικία, κάπου στη γειτονιά της, δυο βήματα από το σπίτι της και φυσικό ήταν η σκέψη της να πάει από την αρχή στην Πέρσα που ήξερε την εμμονή της για μονοκατοικίες και κήπους, σαν τούτον εδώ του υπό πώληση. «Για σκέψου να την έχω τόσο κοντά μου, την φίλη την αγαπημένη, πιο αγαπημένη και από αδερφή…» σκεπτόταν.

    Την πήρε λοιπόν αμέσως να την ενημερώσει ελπίζοντας να δει το θέμα από τη σκοπιά που το έβλεπε κι’ εκείνη.

    Η Πέρσα δεν φάνηκε καθόλου αρνητική και υποσχέθηκε να ανέβει να ρίξει μια ματιά. Πράγμα που έκανε, μόνο που η ματιά κράτησε πάρα πάνω απ’ όσο κρατούν οι ματιές. Κοντολογίς απευθύνθηκε αμέσως στον μεσίτη που είχε αναλάβει την πώληση, κάνοντας και μία τολμηρή πρόταση ΑΝ ήταν δυνατή μία ανταλλαγή δηλαδή. ‘’Σου δίνω το τεσσάρι μου διαμέρισμα στο Κλεινόν Άστυ, μου δίνεις    το σπιτάκι με  τον πανέμορφο κηπάκο του, με λογής λογής λουλούδια, μία φουντωτή λεμονίτσα και τρεις τέσσερες νερατζούλες που την εποχή της ανθοφορίας τους θα σε ζάλιζαν με το άρωμά τους.’’ Συν η άλλη σκέψη, ότι θα είχε τη Μυρσίνη της κοντά, ζωντανά και όχι μέσω fb και τηλεφώνου. Και μόνον σαν σκέψη, την βεβαίωνε ότι καμιά από  τις δυο τους δεν θα γνώριζε την απειλή της μοναξιάς τα τόσο δύσκολα χρόνια που τις περίμεναν καθώς και οι δύο ήταν πια 80 ετών φεύγα. Άσχετα αν ο Χρόνος που τις είχε σεβαστεί τις έκανε να μοιάζουν απλά σαν ώριμες κυρίες, πάνω κάτω εκεί γύρω στα 70τους και πολλά λέμε.

    Μεγάλο πράγμα η Φιλία φίλε μου και σαν πόσες φορές ακόμη να το πω για να εμπεδωθεί;

    Έγιναν όλα νομότυπα με βούλες και σφραγίδες και αμέσως η Πέρσα έβαλε μαστόρους κι ασπριτζήδες για μια γερή ανακαίνιση ξοδεύοντας ότι είχε και δεν είχε σε ευρώ. Αλλά δεν βαρυγκωμούσε, ήταν τόσα πολλά τα υπέρ της αγοράς αυτής που σκεπτόταν, ’’χαλάλι’’.

    Όσο κρατούσε η ανακαίνιση η Πέρσα έμενε στης Μυρσίνης.

‘’Μα βρε κορίτσια πώς και δεν μένετε μαζί οι δυο σας;’’ θα σκεπτόταν ο καθείς. Μα και οι δυο τους ήταν  της άποψης και μαζί και χώρια. Έτσι σκέπτονταν και δικαίωμά τους. Ίσως και γι’ αυτό κράτησε και η φιλία τους τόσο, που η αρχή της χάνεται στο βαθύ του Χρόνου.

    Και ήρθε η ώρα της μετακόμισης. Η Πέρσα ευτυχής μα άφραγκη, ορκίστηκε ότι πια βοήθεια από τη μαστοράντζα δεν θα ζητούσε ξανά. Βρήκαν την ευκαιρία οι αθεόφοβοι που από την αναδουλειά κόντευαν να πεθάνουν της πείνας μεσούσης της κρίσης και οι λογαριασμοί υπερδιπλασιάστηκαν από τα συμφωνηθέντα. ‘’Βρήκαν τον παπά και είπαν να θάψουν μερικούς’’ δηλαδή, (σοφές οι παροιμίες μας), σκεπτόταν η πρώην πρωτευουσιάνα. ‘’Μόνο για κάτι το πολύ σοβαρό, που λέει ο λόγος, θα με ξαναδείτε.’’

    Πώς το είπατε μαντάμ;

   ‘’Που λέει ο λόγος;’’

   Κακώς το είπατε. Δεν το ξέρετε ότι και οι τοίχοι έχουν αυτιά; Να που σας άκουσαν και ζήτησαν επιβεβαίωση, του καλέσματος  για ‘’σοβαρούς λόγους.’’

    Και τούτο, γιατί μίαν ωραία και φωτεινή  ημέρα, η Πέρσα παρατήρησε έκπληκτη έναν μεγάλο λεκέ, από κάτι σαν μούχλα σε έναν από τους λεγόμενους εσωτερικούς τοίχους του σπιτιού, που δεν  περνούσαν από αυτόν ούτε υδροσωλήνες, για μια πιθανή υδρορροή λόγω τρυπήματος, μα ούτε να επηρεαστεί από καιρικές συνθήκες και κυρίως από τις καταρρακτώδεις βροχές που μούλιασαν ανθρώπους, σπίτια και φυτά.

    Και επειδή οι όρκοι έγιναν για να  τους καταπατάμε ως επί τω πλείστον, εκτός ελαχίστων περιπτώσεων ανθρώπων με δυνατό χαρακτήρα, η Πέρσα με βαριά καρδιά και κακά προαισθήματα, όσον αφορούσε το άδειο της πορτοφόλι, κάλεσε ξανά τη μαστοράντζα:

    «Σαν τι λεκές είν’ τούτος αγαπητέ μου; Ασφαλώς και η μπογιά σας θα φταίει» τον πήρε από τα μούτρα τον αρχιεργάτη.

    «Ναι και η μπογιά είναι εκλεκτική. Μετά από ένα ολόκληρο σπίτι 90 τμ που απλώθηκε, βρήκε ένα  τόσο δα κομματάκι να δείξει ότι είναι μάπα και συγγνώμη για την έκφραση. Δεν φταίει η μπογιά  μαντάμ αλλά κάτι άλλο, ακριβώς τι, δεν ξέρω ακόμη. Λυπάμαι, αλλά θα έχουμε πάλι μερεμέτια και το σπίτι όσο να ‘ναι  θα ταλαιπωρηθεί ολίγον.

    Αλλά η σκαπάνη του αρχαιολόγου που έξυσε με προσοχή τον σοβά στο επίμαχο σημείο δεν προσέκρουσε σε τουβλοποιία ως είθισται, αλλά σε τσιμέντο.

Και τώρα  τι κάνουμε monsieur;

    «Κυρία μου φοβάμαι ότι το ‘’ολίγον’’ που είπα θα γίνει’’ πολύ’’, θα πρέπει προφανώς να ξυστεί όλος ο τοίχος, σε ύψος και σε πλάτος, αν θέλουμε να είμαστε σωστοί».

   « Εγώ πάλι προτείνω κάτι άλλο. Δεν ξηλώνουμε και όλο το σπίτι μπας και βρούμε τι φταίει; Γιατί θα  το βρούμε κάποτε, πού θα πάει, ναι;»

    «Παρακάμπτω την ειρωνεία και ίσως κάποια στιγμή μού ζητήσετε και συγγνώμη που με μέμφεστε χωρίς λόγο. Ας είναι. Το λοιπόν, αναμένω διαταγάς».

    «Ορμίσατε επί του τοίχου εμπρός μαρς»…

    Ο αρχιεργάτης προβληματισμένος και συνάμα βλέποντας το δίκιο του πελάτη, άρχισε με την ομάδα του να ξύνουν τον τοίχο, μέχρι που έφτασαν στο τσιμενταρισμένο σημείο, που ήταν σε μέγεθος, όσο ένα φύλλο ντουλάπας. Για να πει κανείς ότι έγινε για να υποστυλωθεί, να ενισχυθεί ο τοίχος, δεν θα το ‘λεγες, με τον τρόπο που είχε γίνει. Ακόμη και ένα παιδί θα το καταλάβαινε αυτό. Δεν υπήρχε άλλη λύση από του να ξηλωθεί το τσιμεντένιο μπάλωμα, πώς αλλιώς να το χαρακτηρίσει κανείς; Και όταν αυτό έγινε, βρέθηκαν μπροστά σε έναν εφιάλτη. Ένα ανθρώπινος σκελετός, γαντζωμένος από τον ώμο σε όρθια στάση, αποκαλύφτηκε.

    «Κάποιος τσιμεντάρισε μια γυναίκα, αν κρίνουμε από τα ρούχα που φοράει», είπε ένας από το συνεργείο.

    «Δεν αγγίζουμε τίποτα και καλούμε αμέσως  την αστυνομία» είπε όσο μπορούσε πιο ψύχραιμα, ο αρχιεργάτης.

    Αστυνομίες, αποτυπώματα, Μ.Μ.Ε. (όχι δεν θα ήταν παρόντα), χαμός.

    Η Πέρσα, σε πανικό. «Το σπίτι μου, άντρο σκελετών και φαντασμάτων, δεν το πιστεύω.

»Αγαπητέ κ. μεσίτη πάρε το νεκροταφείο σου και δώσε μου πίσω το αθώο και ψυχρό μου διαμέρισμα. Το δικαιούμαι αυτό. Δεν έπαιζαν στην ανταλλαγή μας μήτε σκελετοί μήτε μυστήρια. Και χάρισμα να μού το έδινες τώρα, ούτε που να το φτύσω. Βάζω στοίχημα ότι θα κρύβει και άλλους άσους στο μανίκι του, το κατά τα άλλα πανέμορφο σπιτάκι σου. Ψάξτε και θα ανακαλύψετε και άλλους παρόμοιους θησαυρούς. ΤΙ ταινίες τρόμου μου λέτε. Ο Χίτσκοκ live, αυτοπροσώπως, σε ένα του master piece.

Παράλληλα, θα επιθυμούσα να μού έδινες τα πλήρη στοιχεία του ιδιοκτήτη, του πρώην εννοώ φίλε μου».

Αχ αυτή η ‘’μύτη’’ τής Πέρσας που οσμίζονταν πράγματα και θαύματα.

Πράγματι βρέθηκε άλλoς ένας σκελετός γυναίκας σε έναν από τους άλλους τοίχους. «Μα αυτό δεν είναι σπίτι, αλλά το ιδιωτικό νεκροταφείο του Τζακ του αντεροβγάλτη», αναφώνησε έντρομη η  γυναίκα. Και ποιος δεν θα συμφωνούσε μαζί της;

    Συμπέρασμα Περσικό:

    ‘’Για να  θάβει ο νεκροθάφτης τα πτώματα στους τοίχους, δύο τινά συνέβαιναν:

 Πρώτον, γιατί ήθελε να ‘’ζει’’ παρέα με αγαπημένους του νεκρούς,

 και δεύτερον, να ήθελε να εξαφανίσει τα ίχνη των υπ’ αυτόν δολοφονηθέντων.’’

     Η Ιατροδικαστική έρευνα απέδειξε ότι και οι δύο σκελετοί ανήκαν σε γυναίκες, που είχαν δεχθεί  σφαίρες από περίστροφο τάδε μάρκας.

    Η Πέρσα συγκλονισμένη το πήρε το θέμα πολύ προσωπικά και έβαλε που λένε λυτούς και δεμένους να ανακαλύψουν πού στο διάβολο  κρυβόταν το βιτσιόζικο κτήνος. Είχε βέβαια την βοήθεια της Ελληνικής αστυνομίας ο αρχηγός της οποίας ήταν στενός της φίλος και είχαν μεγάλη αλληλοεκτίμηση. Μα ίχνη του φονιά πούπετα, όπως έλεγε η Πέρσα.

    Μα για στάσου, δεν ψάχνανε για καρφίτσα. Μπορεί ο άνθρωπος να ήταν διαβολικά έξυπνος και να εξαφανιζόταν, μα ήταν άνθρωπος και θα έκανε κάποιο λάθος, κάποια στιγμή.

    Πράγματι διαπιστώθηκε, ότι ζούσε στην Μ. Βρετανία με το επίθετο της μητέρας του, σε μία φάρμα, με μία γυναίκα (την άμοιρη, τι την περίμενε,) και έναν γέρο υπηρέτη.

    Και ένα ωραίο Κυριακάτικο πρωινό, από εκείνα που οι Εγγλέζοι σπανίως έχουν τη χαρά να βλέπουν, η Πέρσα, με τον φίλο της ανώτατο αξιωματικό της ΕΛΑΣ, βρέθηκαν να κτυπούν τα κουδούνια της φάρμας στην Γηραιά Αλβιώνα.

    Διαπιστευτήριο των Ελλήνων επισκεπτών το εν Ελλάδι σπίτι που κάποτε ανήκε σ’ εκείνον και πια ήταν της Ελληνίδας, η οποία ήθελε περεταίρω πληροφορίες για το οίκημα, καθώς ήθελε τάχα μου να προσθέσει ακόμη έναν όροφο στην μονοκατοικία της. Πράγματα , που ακούγονταν απολύτως φυσιολογικά και αληθινά.

    Ο ξενιτεμένος φάνηκε ενοχλημένος, ή έτσι κατάλαβε η Πέρσα, αλλά δεν αρνήθηκε να δώσει τις πληροφορίες που της είχαν ζητηθεί από τον Πολιτικό μηχανικό που θα αναλάμβανε τη δουλειά.

Παρακάλεσε τους επισκέπτες του να κάνουν τον κόπο να ξαναπεράσουν την επαύριο για να συγκεντρώσει ό, τι χαρτιά διέθετε και ΑΝ τα εύρισκε βέβαια. Έδωσαν λοιπόν ραντεβού κατά τις 10 το πρωί, τους χαιρέτησε ευγενικά μα και ψυχρά και έφυγαν για το ξενοδοχείο τους, που ήταν εκεί κάπου κοντά  στην φάρμα.

ΟΜΩΣ.

Ειδοποιημένη και η Σκότλαντ Γιαρντ τον είχε υπό στενή παρακολούθηση. Και όταν εκείνο το ίδιο απόγευμα βρέθηκε στο αεροδρόμιο του Γκάτγουικ περιμένοντας την πτήση για Μεξικό, τούς είδε όλους μπροστά του, Έλληνες και Εγγλέζους αστυνομικούς, συν την Πέρσα, η οποία τού είπε:

    «Τς, τς, τς… Εγώ έκανα ολόκληρο ταξίδι για να σε βρω κι εσύ φεύγεις, (δραπετεύεις, είναι  το σωστό);»

    «Χαμένη γριά, ένας από τους τοίχους  του σπιτιού σου για εσένα είναι».

    «Και πώς θα το κάνεις αυτό; Από το κελί της φυλακής σου Κυανοπώγωνα;»

    Και όταν είδε τους ένστολους να πλησιάζουν με κάτι απαστράπτουσες ασημένιες χειροπέδες, κατάλαβε και ήταν καιρός, ότι το χούι  του να εντοιχίζει τις γυναίκες του που βαριόταν, είχε λάβει  τέλος. Άλλωστε στο σπίτι εκείνο, δεν υπήρχε άλλος χώρος. Γιατί βρέθηκαν και άλλοι σκελετοί, τοίχος και ένας. Μπρ… μπρ… μπρ…

    Έτσι εξηγείται γιατί την πούλησε  την κουκλίτσα μονοκατοικία του, που όμοιές της πια σπανίζουν, στις μεγαλουπόλεις τουλάχιστον. Ίσως τα φαντάσματα των δολοφονημένων γυναικών να έστηναν ολονύκτιο εφιαλτικό χορό, τόσο στον ύπνο του, όσο και στον ξύπνιο του, παρέα με τις ερινύες που τον  κυνηγούσαν.

    Και ποιο θα ήταν το δικαστήριο εκείνο που δεν θα ικανοποιούσε το αίτημα της Πέρσας να αφήσει  το σπίτι νεκροταφείο και να ξαναποκτήσει το διαμέρισμά  της που ήταν σπίτι νορμάλ;

    Που σημαίνει ότι έγινε ξανά μανά νέα ανταλλαγή. Και όχι μόνον αυτό, αλλά ζήτησε βάση αποδείξεων, να λάβει πίσω τις οικονομίες της που ξόδεψε για τον ευπρεπισμό του Κοιμητηρίου της.

    Αλλά, να το πούμε και αυτό, παρά το ότι  ακούγεται απίστευτο, βρέθηκαν πάρα πολλοί αγοραστές για  την μονοκατοικία.

    Γιατί;

Εμείς  τώρα τι να πούμε; Μη και δεν ξέρουμε ότι είναι άβυσσος η ψυχή τ’ ανθρώπου;

    Έτσι χάρις στην Πέρσα Βουδούρη, βρέθηκαν έστω και έτσι, πρόσωπα αγαπημένα και αγνοούμενα που επιτέλους θα εύρισκαν και αυτά τον αναπαμό σε κανονικό κοιμητήριο με έναν παπά να  τις ψάλει.

     Μα γιατί τις σκότωνε και δεν τις χώριζε απλά;

Για να αποφύγει διατροφές και περιττά έξοδα που δεν τα μπορούσε, λέει, λόγω της κρίσης!

    Ηθικόν δίδαγμα:

Να γιατί οι Πέρσες είναι απαραίτητες στη ζωή μας και να μη λένε μερικοί μερικοί, ότι καλά θα  έκαναν να ασχολούνται μόνο με την κουζίνα τους και την T.V.!

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη