«Η κληρονόμος και η  Πέρσα», γράφει η Λένα Μαυρουδή-Μούλιου

Τα λεφτά, ο Μαμωνάς, αν θέλουμε να τα προσωποποιήσουμε, είναι ως γνωστόν πηγή πολλών καλών και πιο πολλών ακόμη κακών, γιατί όπου υπάρχει το καλό υπάρχει και το αντίστοιχο κακό του, ίσως γιατί μόνον έτσι γίνεται αισθητή η ύπαρξη και των δύο…

Το χρήμα είναι που διαφεντεύει τη ζωή μας κακά τα ψέματα. Η πλάκα είναι, ότι ο μεν μη έχων από δαύτο, δεν έχει και τις έγνοιες ενός  καραβοκύρη, ενώ ο έχων, ζηλεύει την δήθεν αμεριμηνσία τού φτωχού, ο οποίος για το μόνο που νιοάζεται και μοχθεί είναι ο επιούσιος… ασήμαντα πράγματα δηλαδή, κατά τον καραβοκύρη!

Λέμε επίσης “τι πλούσιος τι φτωχός, η ίδια μοίρα μας περιμένει, ο ίδιος ελάχιστος χώρος θα μας διατεθεί την ύστατη στιγμή και αυτός για ορισμένο  χρονικό διάστημα”. Και στην μια και στην άλλη περίπτωση υπάρχει το ναι μεν αλλά…

Η μεγαλύτερη πικρή ειρωνεία της θεάς Τύχης όμως είναι, ναι μεν να είσαι πλούσιος, κάτοχος αμύθητης ακίνητης περιουσίας που δεν σού αμφισβητείται, η οποία όμως για λόγους ανεξήγητους που δεν είναι και της παρούσης, δεν μπορεί να εκποιηθεί ούτε ένα μικρό της έστω τμήμα, με  αποτέλεσμα ο κατέχων να μην μπορεί να αγοράσει ούτε λίγο χαβιάρι να κορέσει την πείνα του!!!

Ή ακόμη να είσαι ανήλικος και να μην σου επιτρέπεται να βάλεις το  δάκτυλό σου στο μέλι, αν δεν ενηλικιωθείς πρώτα. Και εντωμεταξύ εσύ είσαι μόνος στη ζωή, σαν αποτέλεσμα Μοίρας σκληρής, είσαι λίγο σκράπας σαν μαθητής, έχεις ανάγκες φροντιστηριακές που χρειάζονται χρήματα, αλλά με ‘’έναντι’’ δεν σου κάνει μάθημα κανείς, ενώ την ίδια στιγμή το χρήμα γεμίζει τα βιβλιάρια σου των τραπεζών που θα γίνουν δικά σου όταν ενηλικιωθείς…

Μια τέτοια πάνω κάτω ιστορία θα μας διηγηθεί η Πέρσα, για την οποία και δικαιούται να ομιλήσει, αφού την διαχειρίστηκε ή ίδια, με επιτυχία, μικρή ή μεγάλη, αφήνουμε τον αναγνώστη να το κρίνει…

Η Κρινιώ, ανεψιά μιας πάλαι ποτέ συμμαθήτριας της Πέρσας, βρέθηκε μόνη μετά από ένα τροχαίο που αφάνισε την οικογένειά της.

Είχε ευτυχώς, είπαν, αρκετούς συγγενείς, που της έτειναν χείρα βοήθειας την οποία με ευγνωμοσύνη δέχτηκε το παιδί. Γρήγορα όμως, αντιλήφτηκε ότι δεν ήταν αυτή για την οποία ενδιαφέρονταν οι δικοί της, μα η τεράστια ακίνητη περιουσία της, την οποία εποφθαλμιούσαν.

Η μικρή, πού να το ξέρει και πώς;  Υπέγραφε ό,τι χαρτί της έβαζαν μπροστά   της νομίζοντας απλά ότι αυτό έπρεπε να γίνει και έτσι, πολύ σύντομα η περιουσία της άλλαξε χέρια και στην ενηλικίωσή της βρέθηκε να μην της ανήκει ούτε μισό στρέμμα γης.

Το παιδί έτσι άμαθο που ήταν, δέχτηκε και τούτη την κατάσταση με στωικότητα, γιατί μπροστά στα άλλα κτυπήματα της Μοίρας που είχε δεχτεί στην πιο τρυφερή του ηλικία σε ανθρώπινο δυναμικό, τής φάνταζε ασήμαντη τούτη η απώλεια.

Στις Πανελλήνιες εξετάσεις πέρασε στην Σχολή της προτίμησής της μεν, αλλά δυστυχώς δεν θα την ακολουθούσε, γιατί έπρεπε να δουλέψει για να ζήσει, όπως φανερά της υπέδειξαν οι ‘’δικοί’’ της.

Η Πέρσα όταν έμαθε την ιστορία του παιδιού και τα των εξετάσεων και   την εγκατάλειψη των ονείρων της κοπέλας, που πριν μόλις λίγα χρόνια τής  ανήκε το… μισό νησί, τρελάθηκε. Σήκωσε μανίκια που λένε, και διέθεσε μεγάλο μέρος από τα δικά της πενιχρά έσοδα από την σύνταξη του μακαρίτη του άντρα της για να βοηθήσει. Έβαλε δικηγόρους να ψάξουν να βρουν αν νομίμως μεταβιβάστηκε η περιουσία της μικρής στους ομοαίματους συγγενείς της και αν οι υπογραφές της που έβαζε σαν ανήλικο, είχαν την απαιτούμενη εγκυρότητα.

Πράγματι και πολύ γρήγορα μάλιστα, διαπιστώθηκε ότι δεν ίσχυε καμία από τις υπογραφές τής μικρής που έβαλε σε χαρτιά επίορκων συμβολαιογράφων και ο αγώνας ανάκτησης της αδικοχαμένης περιουσίας, άρχισε.

Όταν το συγγενολόι άρχισε να διαβλέπει ότι το παιχνίδι χάνεται, σκαρφίστηκαν κάτι άλλο που δεν το βάζει ο νους τ’ ανθρώπου. Ισχυρίστηκαν ότι το κοριτσόπουλο δεν στέκει καλά διανοητικά, ότι έπρεπε να κλειστεί σε ειδικό ίδρυμα, και ότι έπρεπε να μπει επίτροπος κάποιος από την οικογένεια να διευθύνει τα του Οίκου της, μέχρις ότου αποκατασταθεί -και αν- η υγεία της.

Τα ψυχοφάρμακα που την ανάγκασαν να πάρει την μετέτρεψαν σε ένα ρομπότ, ένα φάντασμα του παλιού της εαυτού και όποιος την έβλεπε δεν μπορούσε να μην παραδεχτεί ότι το κορίτσι όντως είχε τεράστιο πρόβλημα και δίκιο είχαν οι ‘’δικοί’’ της.

Η Πέρσα δεν μάσησε εύκολα την πονεμένη  ιστορία, και αναζήτησε εκείνους τους γιατρούς και εκείνους τους δικαστικούς που τιμούσαν τον όρκο στον Ιπποκράτη και την Θέμιδα…

Άρχισε να αχνοφαίνεται η πλεκτάνη των απανθρώπων συγγενών και προκειμένου να χάσουν το παιχνίδι δεν δίστασαν ακόμη και να στραφούν και δολοφονικά εναντίον του δεκαεννιάχρονου κοριτσιού. Πάλεψε σκληρά για μέρες στην εντατική, με τους συγγενείς να κλαίνε με κροκοδείλια δάκρυα έξω από την πόρτα της μονάδας. Μα όταν και τούτον τον αγώνα τον κέρδισε η ηρωίδα μικρή και γλύτωσε με μόνο μια θολή ανάμνηση της Μ.Ε.Θ, στράφηκαν εναντίον της γηραιάς κυρίας, κατηγορώντας την ευθέως ότι απέβλεπε σε κέρδη από την ανακτηθείσα περιουσία της Κρινιώς.

Τέλος δεν είχαν οι δολοπλοκίες τις οποίες μετήλθαν εναντίον της, φτάνοντας και μέχρι τα άκρα. Το παιχνίδι ήξεραν να το παίζουν καλά, χωρίς κανείς να βρεθεί να τους κατηγορήσει.

Ένα πρωί οδηγώντας προς το Νοσοκομείο που ακόμη νοσηλευόταν η μικρή, έπαθε ένα περίεργο τροχαίο. Έχασε ξαφνικά τον έλεγχο του κουκλίστικου αυτοκινήτου της και έπεσε πάνω σε μια παλαιά ξύλινη κολόνα της Δ.Ε.Η..

Στραπατσαρίστηκε, όχι η ίδια η εφτάψυχη γυναίκα, μα το λατρεμένο της αυτοκίνητο και η στενοχώρια της μεγάλη, γιατί όλοι μας ξέρουμε τι αδυναμία  είχε στο αμαξάκι της. Όταν δε ο μηχανικός της είπε ότι είναι να απορήσει πώς εκείνη δεν έπαθε το παραμικρό, δόξασε τον Θεό και ορκίστηκε να αποδείξει ότι το ατύχημά της δεν ήταν καθόλου τυχαίο αλλά αποτέλεσμα δολιοφθοράς στα φρένα που, όπως της είπε ο ειδικός, ήταν κομμένα με τέτοιον τρόπο ώστε να φανεί το ατύχημα σαν φυσικό επακόλουθο αδυναμίας τους.

Ώστε στράφηκαν κατά και της δικής της ζωής; Πολύ καλά, πόλεμο ήθελαν πόλεμο θα έχουν.

Έκανε καταγγελίες επί καταγγελιών αναφέροντας πρόσωπα και καταστάσεις.

Συνέβη, για καλή της τύχη, να είναι δικαστίνα μια πολύ εξηγημένη κυρία, η οποία οσονούπω θα έπαιρνε και τη σύνταξή της. Και αν δεν είχαν δει τα μάτια της ιστορίες αυτής της συνομοταξίας. Θα λέγαμε ότι είχε πάρει doctora επί του θέματος. Κατέθεσε λοιπόν κάθε ικμάδα των δυνατοτήτων και της εμπειρίας της στο να δώσει τις σωστές λύσεις σε μια υπόθεση που έβλεπε καθαρά πού αποσκοπούσε.

Αντιδεοντολογικό βέβαια, αλλά έγινε φίλη με την Πέρσα, βοηθούντων παράξενων συγκυριών, με αποτέλεσμα να ενώσουν τις σκέψεις τους και τις δυνάμεις τους οι δύο αυτές συμπαθέστατες κυρίες. Η μία τις απέραντες δικαστικές της γνώσεις και η άλλη το αστυνομικό της δαιμόνιο και άπλωσαν το δίχτυ τους έντεχνα και θαυμαστά. Διέδωσαν εντέχνως ότι αποχωρούσαν για διακοπές σε συγκεκριμένο νησί και ότι θα έμεναν εκεί το λιγότερο 15 ημέρες. Όλως ‘’τυχαία’’ δε, θα κατοικούσαν μαζί, στο τάδε διώροφο σπίτι, ιδιοκτησίας φίλης φίλου τους!

Οι εκ πεποιθήσεως δολοφόνοι προηγήθηκαν της Πέρσας στο νησί, μη χάνοντας την ευκαιρία και προέβησαν σε θεάρεστες ενέργειες. Πριόνισαν την μικρή ξύλινη σκάλα που οδηγούσε στον επάνω όροφο, που έμαθαν θα έμενε η Πέρσα. Η δικαστίνα είδε όλη τους την δραστηριότητα από τον πρώτο, μα δεν μίλησε, μόνο έκανε κάτι καλύτερο, βιντεοσκόπησε την ολιγόλεπτη δραστηριότητα των ‘’εργατών’’ που δήθεν πήγαν να επισκευάσουν την σκαλίτσα.

Βέβαια η δικαστίνα ενημέρωσε  τη φίλη της και όταν η Πέρσα έφτασε στο νησί δεν ήταν μόνη της. Συνοδευόταν από έναν φίλο της κασκαντέρ τηλεοπτικών σειρών και πιο παλιά κινηματογραφικών ταινιών, Ανέβηκε πρώτος στα σκαλιά και βέβαια αυτά μην αντέχοντας το βάρος του, τον σώριασαν φαρδύ πλατύ χωρίς αυτός, να πάθει το παραμικρό. Τέτοιες περιπτώσεις ήταν γι’ αυτόν αστείες.

Έγιναν μηνύσεις εκ μέρους της Πέρσας και μια δίκη, που η δικαστίνα  απαίτησε κατ’ εξαίρεσιν να λάβει χώρα το ταχύτερο δυνατόν, σαν υπόθεση ιδιαζόντως ειδεχθή παρουσιάζοντας σαν αποδεικτικό στοιχείο των λεγομένων της το κρυφά τραβηγμένο βίντεό της. Ο ‘’εργολάβος’’ που δεν ήταν παρά ένας κακοποιός εξ επαγγέλματος, συνελήφθη και πιεζόμενος ασφυκτικά, ομολόγησε την πράξη του προσθέτοντας τίνος εντολές εκτελούσε. Και επιτέλους. Επιτέλους, πια. Σκαλί το σκαλί και πόντο πόντο ξηλώθηκε το πουλόβερ της κακίας και της απληστίας των αρπάγων, έγινε αναψηλάφηση όλων των υποθέσεων που αφορούσαν την Κρινιώ και τους λατρεμένους της συγγενείς, και αντί των επίγειων  Παραδείσων που ονειρεύτηκαν, βρέθηκαν να είναι ένοικοι σε ανήλιαγα κελιά σε φυλακές υψίστης ασφαλείας γιατί με τις υποθέσεις  που διαλευκάνθηκαν μέχρι κεραίας δεν έμεινε η παραμικρή αμφιβολία ότι οι άνθρωποι αυτοί ήταν πολύ επικίνδυνοι για να κυκλοφορούν ανάμεσά μας.

Μέχρι την στιγμή αυτή που γράφονται οι γραμμές τούτες, βρίσκονται  κλεισμένοι στα μουχλιασμένα τους κελιά. Αμ δεν τα βάζει κανείς εύκολα με την ευαισθησία της Πέρσας Βουδούρη, που δεν ανέχεται σε βαθμό παροξυσμού την αδικία εναντίων αθώων συνανθρώπων της, πράγμα που ίσως δεν ήξεραν οι περί ου ο λόγος, ή και που υποτίμησαν, το πιθανότερον, τον βαθμό ευαισθησίας  και ικανότητάς της. Μα αν δεν ήξεραν, ας ρώταγαν, έστω και εγκυκλοπαιδικά. Θα είχαν αποφύγει πολλά δεινά, με το να μη  μπλεχτούν στα πόδια της.

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη