
“Η κυρά του πύργου” (Φως νέον), έργο της Λυγερής Ζωχιού.
Αυτή ήταν η δικιά μου θάλασσα…
Κι ας είχε μια σπασμένη βάρκα σε μιαν άκρη
Κι ας είχε πιο πολλές φορές βοριά και κύματα άγρια
Στην άκρη της εγώ άπλωνα την ψυχή μου
Στην αμμουδιά της, στις απανεμιές, τους αμμουδένιους πύργους μου εσκάρωνα
Κι άπλωνα με βαθιά αυλάκια την καρδιά μου
Τα πυρωμένα βότσαλά της τις χούφτες μου ζεσταίνανε
Και τα γυαλιστερά τους χρώματα με πήγαιναν ταξίδια
Γυρνούσα την ψυχούλα μου για να την καθαρίσω εκεί
Κι ο ουρανός της ο χιλιόγνωμος με αγκάλιαζε δίχως να το ζητήσω
Αυτή ήταν η δικιά μου θάλασσα
Κι ήτανε όλη δικιά μου…
Στους φοίνικές της από κάτω τα παιχνιδίσματα του ήλιου κρυφοκοίταγα
και τα απομεσήμερα τα όνειρά μου ύφαινα στη σκιά τους
Κι εγώ την ήθελα όλη δικιά μου αυτή τη θάλασσα
Μέχρι που μου την πήρανε την θάλασσά μου
Και μίλια μακριά με πήγανε…
Σε πύργο απόρθητο και χιλιοφυλαγμένο
Μόνο να την ονειρευτώ μπορούσα πιά τη θάλασσά μου
και ν’ ακούω το σιγανό τραγούδισμά της στη βουή τ’ ανέμου
ή μέσα σ’ όνειρο βαθύ τα βράδια τριγυρνούσε
Αργόσυρτος θρήνος μαζί και μοιρολόι
«Τη ζήλεψαν τη θάλασσά σου, θαλασσινή μου
και σε στεριά σε κλείσανε σε ψηλό πύργο της φωτιάς
Τη ζήλεψαν και σου την πήρανε
γιατί ήσουνα χαρούμενη εκεί και γιατί ήτανε όλη δικιά σου…»
(Για την κυρά του πύργου)
Αφήστε το σχόλιο σας