«Η αρπαγή της Ασπασίας», ένα διήγημα της Γεωργίας Κοκκινογένη

…σαν βογγητό, σαν μοιρολόι
…σκούζει και στηθοδέρνεται
γιατί σε στρώμα ερωτικό
τραχειά τη σέρνει ο Πάνας

(από την πάροδο της Ελένης του Ευριπίδου)

Ήταν ορφανή από μάνα η Ασπασία και δεν αξιώθηκε για αδερφή. Στο νοικοκυριό και τη δουλειά απ’ τα εφτά της αφού η μάνα τούς άφησε νωρίς: δυο αδέρφια κι ο  πατέρας της η φαμίλια.
Σαν έκλεισε τα δεκάξι λογοδόθηκε με το Θοδωρή. Τις τάξεις όλες του δημοτικού δεν τις φοίτησε. Έπλεκε  όμως απ΄ τα  δέκα της αριστουργήματα. Γραφή κι ανάγνωση μόνο και τούρκικα τραγούδια.
Ο γαμπρός δεν πρόλαβε να μπει-να βγει στο σπίτι κι ένα βράδυ…
Άγνωστοι με τις μαχαίρες εμφανίζονται πάνω στον ύπνο της για να την αρπάξουν από τον πατέρα  της. Αρχηγός ο Σάββας, που την ποθούσε για γυναίκα του. Ένας μαχαίρωσε τον αδερφό της στην κοιλιά, ένας άλλος το μικρό στο κεφάλι.
Επιχείρησε να ξεφύγει σκαρφαλώνοντας  απ΄ τον αυλόγυρο σε διπλανό σπίτι. Μάταια, γιατί  την έπιασε από τη μακριά πλεξούδα και την έσερνε στη γειτονιά.

Ήταν  Απρίλης κι έχουμε συνηθίσει το νοτιά να λυσσομανά τέτοια εποχή στα μέρη μας. Έγινε μακελειό στο  Σκουτάρο – μα κανείς δεν άκουγε!
Ο Σάββας την παίρνει σε άλογο και καλπάζει για τη Στύψη.
Οι ζαπτιέδες (τοπική τούρκικη αστυνομία) φέρνουν το αίσιο τέλος.
Για την τόλμη του περνά σαράντα μέρες στη φυλακή εκείνος. «Θα γυρίσει στο Θοδωρή» διέδιδε ο πατέρας. Παππάς και δεσπότης την φέρνουν ενώπιον του  νόμου.
Όμως η Ασπασία είχε πάρει την απόφαση. Ύστερα από δεκαεπτά μέρες στη Στύψη  με το Σάββα δεν είχε μάτια να δει τον κόσμο. Έπρεπε να τον στεφανωθεί να γλιτώσει τη ντροπή.
Φτωχός και παρακατιανός. Εκείνη της υψηλής… περιουσίας. Ο ίδιος έκανε προσπάθειες ανόδου: μέλος της Σχολικής Επιτροπής, Δ.Σ. του Συνεταιρισμού. Δεν τον ήθελε ο πατέρας του αγελαδάρη, προσέβλεπε σε μια πιο αστική ζωή. Να γίνει φούρναρης!
Λίγο έλειψε να φτάσει στο Μόλυβο με το μουλάρι του μανιασμένος ο Αναγνώστης και να την αποκληρώσει, να μείνουν τα όνειρα του παππού πίσω.
Τελικά  ήταν αρκετό να παντρευτεί τη γιαγιά για να ξεχάσει τα σχέδια του. Εισοδηματίας ο παππούς, ανέθρεψε τα δέκα παιδιά που του έδωσε ο Θεός.
Η γιαγιά δε σταμάτησε όσο ζούσε να μιλάει για τις διαφορές τους τις κοινωνικές. «Τον πήρα και τον έκανα άνθρωπο» έλεγε, κουνώντας το κεφάλι της.
Κι όταν πέρασαν τα χρόνια ακουμπούσε στο χέρι της το μάγουλο και τραγουδούσε με βαθειά φωνή εκείνα τα τούρκικα τραγούδια που μάθαινε όταν ήτανε παιδί: ριντέ μπουμπάμ μπιλιρμέσεν ντέρντε (έχω μεγάλο πόνο)…
Κι άλλες στιγμές, όταν κόντευε στα 93 της, κρατούσε σφιχτά το χέρι της μάνας μας από τον καρπό κι έλεγε:

«…Έχουν δει τα μάτια μου… Έχουν δει τα μάτια μου…

Ποτέ να μην ξπας [1] και ποτέ να μην απελπίζεσαι».


[1] ξπας: ξιπάζεσαι

H ιστορία εκτυλίσσεται σε χωριά της βορειοδυτικής Λέσβου κατά την ύστερη τουρκοκρατία και είναι αληθινή.


Η Κοκκινογένη  Γεωργία είναι φιλόλογος καθηγήτρια στη Δευτεροβάθμια  Εκπαίδευση  και έχει γράψει  ανθρωπολογικές  μελέτες  για  την περιοχή  στο πλαίσιο μεταπτυχιακού κύκλου  σπουδών της.

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη