“Η απόφαση”, ένα διήγημα της Λένας Δεμερτζή

«Και τι έχεις κάνει εσύ τόσα χρόνια; Τι έχεις προσφέρει; Τίποτα! Δεν έχεις δικαίωμα να μιλάς! Δεν έχεις δικαίωμα να απαιτείς!» Βρόντηξε τη πόρτα και βγήκε από το σπίτι. Και εκείνη έμεινε εκεί, στο πάτωμα, μόνη και ταπεινωμένη, να υπομένει τις μαχαιριές των λόγων του στη καρδιά της. Είχε αλλάξει ο άντρας της. Δεν ήταν έτσι. Ή μήπως ήταν έτσι και εκείνη εθελοτυφλούσε τόσα χρόνια;

Σηκώθηκε μετά βίας από το πάτωμα και πήγε στη κουζίνα να βάλει λίγο πάγο στο μπλαβιασμένο μάτι της. Δεν ήταν η πρώτη φορά που τη χτυπούσε. Όχι. Είχε ξανασυμβεί στο παρελθόν. Αλλά πάντα είχε κάποιο λόγο. Πάντα εκείνη του έδινε τις αφορμές. Έφταιγε γιατί τον προκαλούσε. Όμως σήμερα; Τι έγινε σήμερα; Γιατί τη χτύπησε; Το μόνο που είπε ήταν ότι ήταν πολύ κουρασμένη. Και τότε ξαφνικά άλλαξε. Έγινε άλλος άνθρωπος. Άρχισε να της φωνάζει ότι δεν κάνει τίποτα όλη μέρα ενώ εκείνος δουλεύει και συντηρεί την οικογένειά τους. Εντάξει, είχε δίκιο αλλά όχι για να φτάσει στο σημείο να τη χτυπήσει.

Ακούμπησε τον πάγο απαλά στο μάγουλό της και ένιωσε έναν οξύ πόνο. Περπάτησε αργά μέχρι τον μεγάλο σκαλιστό καθρέφτη, κειμήλιο από τη γιαγιά της, στο χωλ, για να δει σε τι κατάσταση βρισκόταν το μάγουλό της. Δεν το είχε προλάβει. Είχε αρχίσει να μελανιάζει και θα δυσκολευόταν πολύ να το καλύψει. Δεν είχε δώσει ποτέ δικαίωμα στη γειτονιά να την σχολιάζει και δεν θα το έκανε ούτε και τώρα. Όλοι είχαν την άποψη ότι πρόκειται για μια καθώς πρέπει οικογένεια, στην οποία κυριαρχεί ο αλληλοσεβασμός και η αλληλοεκτίμηση. Γέλασε ειρωνικά. Αλληλοσεβασμός και αλληλοεκτίμηση… Πόσο λανθασμένη εικόνα έχει τελικά ο κόσμος…

Κοίταξε το μεγάλο ρολόι. Η ώρα ήταν ήδη εφτά το απόγευμα. Ο γιος της είχε φύγει νωρίς το απόγευμα για την πόλη όπου σπούδαζε και εκείνη δεν είχε προλάβει να μπει ακόμα στο δωμάτιό του να το βάλει σε μια τάξη. Προχώρησε στο διάδρομο και μπήκε στο δωμάτιο του γιου της. Το βλέμμα της έπεσε πάνω σ’ ένα μικρό κόκκινο αυτοκινητάκι, ενθύμιο των παιδικών του χρόνων. Πλησίασε αργά στο ράφι και το πήρε στα χέρια της. Πόσες νύχτες κοιμόταν μ’ αυτό, στο μικροσκοπικό χεράκι του. Πόσες δύσκολες και πρωτόγνωρες εμπειρίες τις πέρασε μ’ αυτό παρέα. Η πρώτη μέρα στον παιδικό σταθμό, η πρώτη μέρα στο νηπιαγωγείο, μέχρι και την πρώτη μέρα στο δημοτικό είχε αυτό το αυτοκινητάκι στην τσάντα του. Ένιωθε ασφάλεια, σιγουριά. Και τώρα έχει γίνει ένα ολόκληρος άντρας. Και εκείνη έμεινε εδώ. Πίσω. Στο σπίτι. Να υπομένει και να ανέχεται.

Δεν είχε αναρωτηθεί ποτέ μέχρι τώρα. Πώς μεγάλωσε αυτό το παιδί; Πώς έγινε ένας καλός άνθρωπος. Ένας καλός γιος. Με καρδιά γεμάτη καλοσύνη και αγάπη. Πώς έγινε όλα αυτά, αν εκείνη στ’ αλήθεια δεν έκανε τίποτα.  Το μυαλό της άρχισε να κάνει περίεργες σκέψεις. Το κούνησε ελαφρά και σηκώθηκε. Άφησε το κόκκινο αυτοκινητάκι πίσω στη θέση του και αφού έστρωσε γρήγορα το κρεβάτι, βγήκε από το δωμάτιο και έκλεισε την πόρτα πίσω της.

Προχώρησε πιο μέσα στο σπίτι. Μπήκε στη κρεβατοκάμαρα. Η πρώτη εικόνα που αντίκρισε ήταν τα στέφανα πάνω από το κρεβάτι της. Τα ασημένια στέφανα που τη ένωσαν με τον άντρα της τόσα χρόνια πριν, και τα τιμούσε μέρα με τη μέρα, χρόνο με το χρόνο, στιγμή με τη στιγμή. Θυμήθηκε τη χαρά της εκείνη τη μέρα του γάμου τους. Έλαμπε ολόκληρη και ήταν πραγματικά μια πανέμορφη νύφη. Από τα μάτια της και μόνο μπορούσε κανείς να καταλάβει και να νιώσει τη χαρά της. Γύρισε το βλέμμα της και κοίταξε τον εαυτό της στον καθρέφτη, είκοσι δύο χρόνια μετά. Αυτό που έβλεπε μπροστά της δεν είχε καμία σχέση με εκείνο το ευτυχισμένο κορίτσι. Είχε αλλάξει. Είχε γεράσει. Το κουρασμένο της πρόσωπο δεν ταίριαζε καθόλου με την ηλικία της. Ήταν τόσο νέα και όμως έδειχνε τόσο μεγάλη. Και εκείνη η ανεπαίσθητη ουλή κάτω από το δεξί της φρύδι. Μόλις την είδε θυμήθηκε… Θυμήθηκε με πόσο βίαιο τρόπο την είχε σπρώξει και εκείνη έπεσε κάτω και χτύπησε στη γωνία του τραπεζιού, όταν του είπε πως ο γιος τους έριξε και έσπασε το μπουκάλι με το κρασί. Ένα τόσο ασήμαντο γεγονός που μετατράπηκε στο λεπτό σε κάτι τόσο σημαντικό. Λίγο πριν μάζευε το κόκκινο κρασί από το πάτωμα και λίγο αργότερα σκούπιζε το κατακόκκινο αίμα της από το πρόσωπο της, με την ανάστροφη του χεριού της.

Γύρισε ξανά στη κουζίνα. Έπρεπε να μαγειρέψει για το βράδυ. Περνώντας από το σαλόνι, κοίταξε τον τόσο τακτοποιημένο χώρο. Χρόνια ολόκληρα είναι η μοναδική υπεύθυνη για την καθαριότητα και την τάξη του σπιτιού. Ήταν η μοναδική υπεύθυνη για την ανατροφή των παιδιών. Ό,τι γινόταν έπρεπε να το αντιμετωπίσει και να το λύσει μόνη της γιατί εκείνος δούλευε. Ίσως, τώρα που το σκέφτεται, γιατί φοβόταν. Φοβόταν μην θεωρήσει κάτι τόσο σημαντικό και την χτυπήσει για ακόμα μια φορά. Όπως τότε που ο γιος τους έκλεισε τα δεκαοχτώ και του έδωσε την άδεια να γυρίσει αργά το βράδυ. Την είχε χτυπήσει τόσο πολύ που δεν ρώτησε εκείνον αλλά ανέλαβε την πρωτοβουλία μόνη της.

Τελικά δεν ήταν μόνο σήμερα. Τώρα που το σκεφτόταν, ήταν πολλές οι φορές που την είχε χτυπήσει. Έτσι χωρίς λόγο. Αλλά πάντα δεν είχε λόγο. Όχι. Ούτε καν τότε που πίστευε ότι εκείνη έφταιγε. Ποτέ δεν έφταιγε. Ποτέ δεν έκανε κάτι που να αξίζει χειροδικία. Ήταν πάντα εκεί για την οικογένειά της. Πάντα προστάτευε και τιμούσε αυτό που είχαν δημιουργήσει. Ενώ εκείνος…

Έφυγε γρήγορα για τη κουζίνα. Έπρεπε να ετοιμάσει γρήγορα το φαγητό, μην τυχόν γυρίσει. Έβγαλε γρήγορα τη κατσαρόλα και ξεκίνησε να μαγειρεύει. Ήταν κάτι που το ήξερε καλά. Τόσα χρόνια είχε εκπαιδευτεί άριστα. Μόλις έβαλε το μάτι της κουζίνας στο μηδέν, ακούστηκαν τα κλειδιά στη πόρτα. Μπήκε μέσα σαν να μην είχε γίνει απολύτως τίποτα. Με τις γνωστές νωχελικές του κινήσεις έβγαλε το μπουφάν του και φόρεσε τις παντόφλες. Πήρε τη θέση του στο τραπέζι και περίμενε το φαγητό, όπως κάθε μέρα τόσα χρόνια. «Μακαρόνια έφτιαξες; Τόσο δύσκολο φαγητό; Πώς τα κατάφερες;» Η ειρωνεία στη φωνή του ήταν έκδηλη, αλλά εκείνη αποφάσισε να πάει με τα νερά του και να μην δυναμιτίσει την ατμόσφαιρα. Έφαγε και πήρε τη γνωστή θέση στον καναπέ.

Εκείνη σηκώθηκε και αφού μάζεψε και έπλυνε τα πιάτα πήγε στην κρεβατοκάμαρα. Όταν βγήκε, μετά από δέκα λεπτά, τον είχε πάρει ήδη ο ύπνος. Πήρε το παλτό της και, αφού άφησε ένα κομμάτι χαρτί στο τραπέζι, άνοιξε την πόρτα προσεκτικά και έφυγε. Έφυγε κρατώντας στο ένα χέρι τη βαλίτσα της και στο άλλο την τσαλαπατημένη αξιοπρέπειά της.

«Ήρθε η ώρα να μάθεις πώς είναι να μην κάνει κανείς τίποτα όλη μέρα στο σπίτι. Καλή τύχη.»

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη