“Η αγάπη κάνει θόρυβο”, ένα διήγημα της Νατάσσας Καραμανλή

Οι δρόμοι είναι γλιστεροί από την ασταμάτητη βροχή και ο σηματοδότης στην Βούλγαρη, δεν λειτουργεί.

Στη διάβαση οι οδηγοί ανταγωνίζονται με τους πεζούς για την πρωτιά και εγώ προσπερνώ με φούρια έναν παππού με μπαστούνι, που περιμένει μακάρια τη σειρά του να περάσει απέναντι.

Κινούμαι  με γρήγορα βήματα ζιγκ- ζαγκ, ανάμεσα στις ορδές των αυτοκίνητων και στην προσπάθεια μου να αποφύγω τις λακκούβες και τα πιτσιλίσματα από τις ρόδες, σκέπτομαι ότι έτσι όπως τα άκρα μου ταλαντεύονται για λίγα λεπτά στον αέρα, πριν πατήσουν την υγρή άσφαλτο, πρέπει να μοιάζω με τεράστιο καρτούν που  αγνοεί τους νόμους της βαρύτητας. Ένας αστροναύτης με βρεγμένη καμπαρντίνα που εκτελεί άτσαλες πιρουέτες, υπό την  συνοδεία  διαπεραστικών κλάξον, αυτό είμαι.

Φτάνω σώος και αβλαβής στο απέναντι πεζοδρόμιο και η μυρωδιά του φρέσκου εσπρέσο από το γωνιακό καφέ, με παραλύει.

Αποφασίζω να καθίσω- τρόπος του λέγειν- σε ένα σκαμπό και να απολαύσω έναν αχνιστό, αρωματικό εσπρέσο.

Από την τζαμαρία χαζεύω τη βροχή που δυναμώνει και ενώ αναλογίζομαι την απόσταση που μου μένει να διανύσω ως το γραφείο, βλέπω τον παππού που είχα προσπεράσει στο χαλασμένο φανάρι, να διασχίζει το δρόμο.

Κρατά το μπαστούνι κάθετα πάνω από το κεφάλι του, σαν ομπρέλα και το δεξί του χέρι είναι προτεταμένο μπροστά. Με μικρά και σταθερά βήματα βαδίζει ανάμεσα από τα αυτοκίνητα που φρενάρουν ξαφνιασμένα μπροστά του. Οι οδηγοί πίσω από το τιμόνι τον κοιτάζουν με απορία και οι εκκωφαντικές κόρνες, για λίγο σιωπούν.

Ο παππούς ανεβάζει το πόδι του στο πεζοδρόμιο και στρέφει  το κεφάλι του πίσω. Κατεβάζει το μπαστούνι στη θέση του και το χτυπά με δύναμη δίπλα στο πόδι του και τα ακινητοποιημένα αυτοκίνητα ξεκινούν και πάλι την αργή τους πορεία.

Γυρνά το βλέμμα του στο καφέ και τα μάτια του καρφώνονται αυθάδικα στα δικά μου.

Νιώθω τις τρίχες στη βάση του αυχένα μου να σηκώνονται και η δύναμη της ματιάς του, γκρίζα και θολερή σαν τη βροχή, με καθηλώνει. Σαν μυστικός κώδικας επικοινωνίας, το μπαστούνι του σηκώνεται και δείχνει προς το μέρος μου.

Δεν έχω άλλη επιλογή, σκέπτομαι, ενώ ταυτόχρονα νιώθω πως δεν θέλω κιόλας, δεν μου χρειάζεται. Τραβώ το διπλανό σκαμπό, την ώρα που βαδίζει προς εμένα.

Κάθεται στο πλάι μου και μυρίζει τον καφέ μου.

Ανακαλύπτω σαστισμένος ότι τα ρούχα του είναι στεγνά, σε αντίθεση με τα δικά μου που στάζουν βροχή κι αναδύουν αμυδρά, το άρωμα μαραμένων κρίνων.

Προσπαθώντας να κρύψω το αμήχανο βλέμμα μου, επεξεργάζομαι τα λασπωμένα παπούτσια μου, όταν η φωνή του διακόπτει τη σιωπή.

«Θα έπινα ευχαρίστως έναν ελληνικό σκέτο.»

Ενώ δίνω την παραγγελία, εκείνος ανοίγει τα χέρια του πάνω στο μαρμάρινο σταντ και οι διάφανες φλέβες στις παλάμες του, σχηματίζουν ένα γαλάζιο χάρτη.

«Τι φοβάσαι περισσότερο;»  Ο ήχος της φωνής του ακούγεται τόσο οικείος στα αυτιά μου κι η απρόσμενη ερώτηση του με αναγκάζει να τον κοιτάξω βαθιά μέσα στα μάτια.

Το βλέμμα του με τεμαχίζει κι αμήχανος γέρνω το κεφάλι μου στο φλιτζάνι του καφέ.

«Φοβάμαι την αγένεια των ανθρώπων, την απαξίωση τους, τη μοναξιά. Το αναπόφευκτο τέλος όλων των πραγμάτων που αγαπώ, το βόλεμα του εφήμερου.»

Εκείνος  μένει ακίνητος, όσο τα γκρίζα μάτια του σκαλίζουν μέσα στην ψυχή μου και ακουμπά τρυφερά το χέρι του στα μαλλιά μου.

«Αφού φοβάσαι τη μοναξιά, τότε γιατί μένεις μόνος; Αφού σε τρομάζει η απαξίωση, γιατί με απαξιώνεις;»

Το σύννεφο που κατοικεί στα μάτια μου διαλύεται και οι βλεφαρίδες μου ξεχειλίζουν από ένα ρυάκι λησμονημένα δάκρυα.

Κλαίω μπροστά του δίχως ντροπή και τα δάκρυα μου εξατμίζονται πάνω στο μαρμάρινο σταντ.

«Δεν είναι επιλογή μου η μοναξιά, συγκυρία είναι. Πίστευα κάποτε στο μαζί, είχα όνειρα μα δεν έκανα σχέδια. Πλάνο δεν είχα. Κι έτσι χάθηκα. Είχα οδηγηθεί πολύ μακριά από τα όνειρα μου κι η πυξίδα μου ήταν από καιρό σπασμένη. Εγκλωβίστηκα στο καλούπι μου και όσο μεγάλωνα, συμβιβάστηκα με την ιδέα της μονάδας. Της μοναξιάς. Έμεινα εκεί, γιατί δεν πίστεψα ότι θα μπορούσα να κυλίσω τη ζωή μου  από την αρχή. Κι άξαφνα στον καθρέφτη μου ανακάλυψα κάποιον άγνωστο,  που είχε διανύσει πολλά μίλια γύρω από τον εαυτό του. Δεν ήταν ούτε νέος, ούτε γέρος· ένιωθε όμως ανίκανος  πλέον, για ν’ αντισταθεί και να πολεμήσει.»

«Η μοναξιά δεν πρέπει να είναι ποτέ επιλογή. Είναι απάνθρωπη και πνιγηρή και έχει τον τρόπο της για να σε διαφεντεύει. Είναι ένα κρύο ερπετό, που σούρνεται τις νύχτες και τρέφεται με τις αναμνήσεις. Είναι ένα πηγάδι, βαθύ και σκοτεινό, που μέσα του χάνεται  ο αντίλαλος της ανθρωπιάς. Είσαι μόνος, γιατί βολεύεσαι να είσαι μόνος. Και δεν αξίζει να χάνεις τις στιγμές σου φοβούμενος το τέλος. Θα έρθει όταν είναι η ώρα του, αυτό να σκέπτεσαι και να του χαμογελάς. Να το ξορκίζεις κάθε μέρα και έτσι θα μάθεις να  μην το φοβάσαι. Ο ήχος του γέλιου σου κι ο αντίλαλος της χαράς σου, να είναι τα όπλα σου.

Η αγάπη κάνει θόρυβο, κι όσο πιο πολύ αγαπάς, τόσο μεγαλύτερη γίνεται  η απόσταση σου από το τέλος.»

 «Κι η απαξίωση;» ρώτησα.

«Αυτή έχει το σχήμα που εσύ της δίνεις. Σκέψου μόνο, πως τόση ώρα που κάθομαι δίπλα σου, θα μπορούσες να ήσουν με τον πατέρα σου. Πότε ήταν η  τελευταία φορά που τον επισκέφτηκες;»

Ο παππούς σηκώθηκε από το σκαμπό και πήρε το μπαστούνι στο χέρι.

Με χαιρέτησε με ένα νεύμα και κατέβηκε από το πεζοδρόμιο, κάνοντας την ίδια ακριβώς διαδρομή.

«Η αγάπη κάνει θόρυβο γιε μου, μην το ξεχάσεις ποτέ αυτό», τον άκουσα να φωνάζει από μακριά.

Κοίταξα τα αυτοκίνητα που φρενάριζαν απότομα πάνω στον βρεγμένο δρόμο  και γέλασα δυνατά.

 

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη