“Ζωγραφούλα”, γράφει η Μαριάννα Γληνού

-Μπα, καρδιά μου! Οι άνθρωποι δεν αλλάζουν σταλιά! Φορούνε, καμιά φορά,  τη φορεσιά της κατανόησης, ντύνουνται τα καλά τους σαν την Κυριακή στην εκκλησιά, μακριούς σταυρούς οι γυναίκες ως το πάτωμα, να βεβαιώνεται η πίστη, κι οι άντρες ψηλά την κορμοστασιά, να την αντιμετράνε με το Θείο, όσο βαστάει μια παράσταση, ύστερα ο καθένας κι η φορεσιά του η καθημερινή, αυτή της ψυχής του.  Οι λεπτομέρειες μετράνε στη σούμα. Τ’ άδικα που δεν παραδέχτηκες. Τα εγώ σου που τα ‘στηνες φταιξίματα των άλλων. Τα κενά σου  που έχασκαν μπροστά σου κι εσύ σίγουρος για την πληρότητα σου. Σαν την επάρκεια αγαθών εν όψει Πάσχα. Οι άλλοι τα αμνο-ερίφια!

-Με αγαπάς λιγάκι;  είχε  χρόνια ν’ ακουστεί ετούτη η ερώτηση, θα ήταν από τότε που πήρε την απόφαση να μην ρωτήσει ξανά, μια κι αξία δεν έχει να λαβαίνεις απάντηση ένα άκαρδο «ναι», μπουκωμένο συνήθεια, χορτασμένο, ανταποδοτικό, γλυκαμένο με τόσο σιρόπι, μια και η ερώτηση έκλεινε ήδη μέσα της όχι μόνο την βεβαιωτική στάση και θέση τού, για να σε ρωτάω εγώ ξέρω τι κάνω, αλλά και την αναμονή μιας ισάξιας απάντησης-θέσης, τουλάχιστον…

Τι ζητάνε οι άνθρωποι μ’ ερωτήσεις τα σ’ αγαπώ; Κι οι τοίχοι, δεν αναρωτιούνται για το πόση δύναμη κρύβεται πίσω απ’ αυτήν την αέναη ερώτηση, που ‘κρυβε μια θάλασσα μέσα της, λουλούδια και πετάγματα γλάρων…

Μπα! Όταν δεν έχεις ανάγκη να ρωτάς, δεν χρειάζεται να νιώθεις πως πρέπει να δίνεις  κι απαντήσεις. Μόνο όσοι ρωτούν είναι οι καταδικασμένοι. Οι άλλοι μπορούν  να υπάρχουν ήσυχοι. Τους έχουν καλύψει οι αιώνια ερωτώντες. Με τα χρόνια, ρωτούν, ρωτούν, ρωτούν και όταν δεν θέλει κανείς ν’ αποκριθεί, ή ακούγεται ένα επίπεδο «δεν ξέρω», ίδιο με μια ευθεία γραμμή σε καρδιογράφημα αποθανόντα, τότε τι;  Δεν σωριάζονται όλες οι ερωτήσεις κατά γης, ή επιμένουν;

Ας έκανες τουλάχιστον άλλες ερωτήσεις! Του τύπου, «Αν παρα-σωτάρω το κρεμμυδάκι, θα πικρίσει;  Αυτή η μπλούζα λες να ξεβάφει; Φτάνει αυτή η ποσότητα του απορρυπαντικού;» Υπαρξιακού χαρακτήρος και ουσιώδους αναζητήσεως, γιατί, ως γνωστόν, η παραπανίσια χρήση απορρυπαντικού τελευταίας γενιάς είναι η  πέμπτη στη σειρά αιτία γαργιάσματος των ρούχων. Όπως επίσης , ξεχασμένο κρεμμυδάκι στο σωτάρισμα , χρωματάκι μαυρουδερό, στο ντολμαδάκι ας πούμε, τύπου, άσε μωρέ, κανείς δεν θα καταλάβει, ίσον με ντολμαδάκι  για φτου, όχι πάντως για κατάποση, πόσο δε μάλλον για τέρψη!

Κούμπωσε όπως-όπως το μακρύ της παλτό, πήρε τα κλειδιά, φορτώθηκε την τσάντα και βγήκε κλείνοντας την πόρτα του σπιτιού. Χειμώνας καιρός. Το κρύο έτσουζε το πρόσωπο. Στο μεγάλο πλατύσκαλο μια ατίθαση βιολέτα έκανε ν’ ανοίξει. Ανοίγουν οι βιολέτες τέλη Δεκέμβρη; Σα μεσόκοπη που ονειρεύεται  ακόμη. Κατέβηκε τα σκαλιά και περπατώντας στο στενό διάδρομο που οδηγούσε  στην εξώπορτα, κοίταξε κατά τον ουρανό. Νεφελώδης, ανακατεμένος, γκριζωπός. Κρατούσε βροχή. Ε και; Χωρίς ομπρέλα, αλλά δεν ήταν και ζαχαρένια.

Της άρεσε να περπατάει της Ζωγραφούλας. Για την ακρίβεια, της άρεσε πολύ να νιώθει τα πράγματα, κτίρια, δέντρα, στενά, να περνούν δίπλα της καθώς εκείνη βάδιζε. Σαν ένας πίνακας προοπτικής. Εκείνη η κουκίδα. Τι αλλόκοτο ντύσιμο ήταν πάλι και τούτο! Τις φορές που ένιωθε άβολα, «πέταγε» επάνω της τα ρούχα, σαν όπως βγάζοντάς τα, τα πετάμε ανάκατα πάνω στην καρέκλα, αναποδογυρισμένα, να καταλήγουν σε σωρό…

Ναι, αυτό ήταν. Ένας μουδιασμένος σωρός. Πικραμένος. Στάλαζαν απ’ τα μάτια της δάκρυα οι απαντήσεις που θα ήθελε να ήταν δηλώσεις και που δεν ζητούσαν κάποιον κόπο, μόνο λίγη ζεστή καρδιά, αλλά πού να βρεθεί; Ή μια μικρή απόφαση, την έξοδο από τη μούγκα στη στρούγκα…

Θα μπορούσε δρασκελίζοντας να περπατήσει τον γύρο του κόσμου. Πόσο μακριά πηγαίνουν όμως οι επιμένουσες τελείες; Σύμφωνα μ’ αυτές στήνονται  πολιτείες ολάκερες, ύστερα χρωματίζονται, γεμίζουν ανθρώπους, αν τις σβήσεις, τις τελείες ντε, δεν διαλύονται οι πίνακες, έτσι δεν είναι; Δεν πάνε δηλαδή οι δρόμοι ξαφνικά να περνούν μέσα απ’ τα σπίτια, ή οι άνθρωποι να κάθονται πάνω στα κλαδιά των δέντρων σαν αστείοι στηλίτες…

Η ζωή, η εδώ, έχει  πόνο. Λίγο, πολύ, πάρα πολύ… Και στήνεται , κατά πως φαίνεται,  με άγνωστα κριτήρια. Καμιά καλή πρόθεση, κανένας τίμιος αγώνας, καμιά αθώα κι ειλικρινής ερώτηση δεν κατοχυρώνει ένα αίσιο αποτέλεσμα ή δεν καθορίζει μια αξιοπρεπή απάντηση. Όλοι τα «θέλω» μας είμαστε ντυμένοι και τα τριγυρνάμε άλλες φορές γυμνά και ξεδιάντροπα κι άλλες, καλοντυμένα, μακιγιαρισμένα, διπλά ξεδιάντροπα καλυμμένα τη γύμνια τους.  Κοροϊδεύουμε και κοροϊδευόμαστε. Και ντυνόμαστε αγάπες  σούργελα. Συναινετικές. Της βόλεψης. Που δεν χρειάζεται να απαντούν. Γιατί δεν ξέρουν.

«Ξεράδια», θα ‘λεγε η γιαγιά μου η κυρά-Ρόζα που δεν κρατιότανε με τις λέξεις. «Κι αποκαΐδια», πρόσθεσα εγώ,  που φαίνεται της το ‘χα κληρονομήσει το κουσουράκι. Μια θολή, μικρή Ζωγραφούλα, να περπατάω τους δρόμους, κουμπωμένη ως τα πάνω, κρυωμένη τα κενά μου, να κρατιέμαι από κάτι κλωστίτσες ανθρώπινων στιγμών, από ένα βλέμμα κατανόησης, από μια ξαφνική αγκαλιά που ‘κρυβε προστασία και σιγούρεψη – «Κοίτα πόσο μικρή είναι! Νομίζω πως μπορώ αγκαλιάζοντάς την  να την πάω παντού!»

Οι μικρές κλωστίτσες μου. Που τις θέλησα με όλη τη δύναμη της ψυχής μου και μου χαρίστηκαν απλόχερα. Να συνεχίζουν αυτές. Αυτό μόνο!

Ίσως σας αρέσει και

2 Σχόλια

  • ΛΕΝΑ ΜΑΥΡΟΥΔΗ ΜΟΥΛΙΟΥ
    8 Ιανουαρίου 2018 at 22:34

    Aπό τα πολύ όμορφά σου Μαριάννα . Τι ιδιαίτερη πένα Και αυτό το υποβόσκον χιούμορ σου σκέτη τρέλα Μπράβο σου κορίτσι μου

    • Μαριάννα Γληνού
      10 Ιανουαρίου 2018 at 22:29

      Σε ευχαριστώ, Λένα μου! Με τιμούν τα λόγια σου. Μα περισσότερο, με ζεσταίνουν. Ευχαριστώ πολύ!

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη