«Ελληνικό Πάσχα στα ξένα», ένα βιωματικό κείμενο της Αθηνάς Μαραβέγια για τη δράση ‘Γράφουμε για το Πάσχα’

Πόσα χρόνια έχουν περάσει από τότε… Καλύτερα να μην τ’ απαριθμήσω, γιατί θα φανεί ο Μαθουσάλας από πίσω…

Εκεί γεννήθηκα· γνωστό στους περισσότερους. Εκεί είδα το πρώτο φως, που ήταν και τόσο δυνατό. Εκεί άκουσα τους πρώτους ήχους, που ήταν από ήμερους μέχρι άγριους. Κι εκεί γνώρισα τις πρώτες μυρωδιές που ήταν τόσο μεθυστικές. Εκεί μεγάλωσα· στην μακρινή Αιθιοπία.

Θυμάμαι ακόμα πολλά, μα σαν πλησιάζουν οι Πασχαλινές μέρες, η θύμηση γίνεται εντονότερη, όπως κι η νοσταλγία. Θυμάμαι την κατάνυξη που είχαν οι άνθρωποι, οι οποίοι ήταν από τα διάφορα μέρη της Ελλάδας, οι μετανάστες, την Μεγάλη Βδομάδα. Έτσι είχαν μάθει κι εμάς τα παιδιά τους από την βρεφική μας ηλικία.

Όσο κι αν δούλευαν, την Βδομάδα των Παθών, μαζεύονταν όλοι στην Αγία Τριάδα, εκεί, στην κωμόπολη της Αιθιοπίας, στην Ντίρε Ντάουα. Γέμιζε η εκκλησία από τους πιστούς και πολλές από τις κοπέλες έψαλλαν στο ψαλτήρι, μα και οι άλλες γυναίκες, όλες με την Αγία Σύνοψη στα χέρια, έψαλλαν κι αυτές.

Αλίμονο σε όποιο πιτσιρίκι δεν ήταν φρόνιμο τέτοιες μέρες και ώρες. Η συμφωνία γινόταν από το σπίτι.

«Αν θέλεις να έρθεις, θα καθίσεις φρόνιμα. Αλλιώς, θα σε πάρει η Φάτμα και θα σε φέρει σπίτι. Σύμφωνοι;»

Η κοπέλα που είχε επωμιστεί με την φροντίδα των παιδιών, ήταν τις περισσότερες φορές μαζί σε τέτοιες συγκεντρώσεις. Μόλις, λοιπόν, το πιτσιρίκι έκανε την σκανταλιά του, το έπαιρνε εκείνη και το απασχολούσε στην τεράστια αυλή -εκεί στεγαζόταν και το Ελληνικό Δημοτικό Σχολείο, το σπίτι του παππά και η μεγάλη αίθουσα για τις διάφορες εκδηλώσεις- ή θα το κοίμιζε στην αγκαλιά της, αν ήταν περασμένη η ώρα.

Ξεκινώντας από το Σάββατο του Λαζάρου, η κατάνυξη μέχρι δακρύων κορυφωνόταν την Μεγάλη Παρασκευή. Όλες οι γυναίκες ντυμένες στα μαύρα και οι άντρες με τα λινά κοστούμια τους και την μαύρη γραβάτα, τόσο το πρωί στην Αποκαθήλωση, μα και το βράδυ στα Εγκώμια. Τα μαγαζιά, που οι περισσότεροι ήταν έμποροι, παρέμεναν κλειστά όλη την ημέρα, για να ανοίξουν το Μεγάλο Σάββατο, μετά την πρώτη Ανάσταση.

Οι προετοιμασίες για την ημέρα αυτή και την Κυριακή του Πάσχα ξεκινούσαν μέρες πριν. Πλούσια τα ελέη, που λένε, σε κείνη την ευλογημένη και τόσο φιλόξενη τροπική χώρα. Οι ιθαγενείς ποτέ δεν μας φέρθηκαν ή δεν μας άφησαν να νοιώσουμε παρείσακτοι, όπως φερόμαστε εμείς στους εδώ μετανάστες. Το αντίθετο μάλιστα. Μας σέβονταν και μας αγαπούσαν.

Το τραπέζι της Κυριακής του Πάσχα ήταν αφιερωμένο στην οικογένεια· την στενότερη ή και την ευρύτερη. Η Λαμπροδευτέρα, όμως, ήταν η μέρα ολόκληρης της ελληνικής παροικίας.

Μαζεύονταν, για να μην πω όλες, οι περισσότερες οικογένειες, από τον γεροντότερο μέχρι το βρέφος, “τσουβαλιάζονταν” -ο τρόπος του λέγειν, αφού έμπαιναν πολλοί- στις καρότσες των μεγάλων φορτηγών που ήταν ανοιχτά, τα trenta-quatro (34), όπως τα λέγαμε. Η κάθε νοικοκυρά, αφού είχαν από μέρες συνεννοηθεί τι θα μαγειρέψει η καθεμιά και μάλιστα του τόπου καταγωγής της, γέμιζε την ζεμπίλα (μεγάλο καλάθι) με όλα τα καλούδια, που είτε είχαν περισσέψει από το Πασχαλινό τραπέζι ή είχαν ετοιμάσει επί τούτου για την ημέρα αυτή. Πολύχρωμα αυγά με τα κόκκινα να είναι περισσότερα, πιατέλες με φαγητά, ποτήρια και μαχαιροπίρουνα. Σε άλλη ζεμπίλα είχαν τα φρούτα, όπως παπάγια, μάνγκο, καϊμάκια, γκίστες και ζεϊτούνια· όλα τροπικά φρούτα. Οι άντρες κουβαλούσαν τις νταμιτζάνες με τα κρασιά και τις κουβέρτες με τα χρωματιστά τραπεζομάντηλα που θα στρώνονταν καταγής στο γρασίδι, κάτω από τους ευκαλύπτους, καθώς και ολόκληρα τσαμπιά μπανάνες.

Ξεκινούσαν κονβόι τα φορτηγά με τα τραγούδια να παίρνουν και να δίνουν, για την Λαμπριάτικη εκδρομή τους. Τις περισσότερες φορές πήγαιναν  στην λίμνη Αραμάγια (ή Αλαμάγια), η οποία ήταν γεμάτη βδέλλες και ρουφήχτρες και μόνον οι πολύ θαρραλέοι, που ήταν και ελάχιστοι, κολυμπούσαν. Ήταν, όμως, ένας τόπος κατάμεστος από πανύψηλους κι ευωδιαστούς ευκαλύπτους και η άγρια φύση με τα πολύχρωμα και λαλίστατα πουλιά της, που την είχαν συνηθίσει άλλωστε, τους αντάμειβε και με το παραπάνω.

Οι πρώτοι που κατέβαιναν σαν έφταναν, ήταν οι άντρες, για να κατεβάσουν τα πράγματα και να βοηθήσουν και τα γυναικόπαιδα να “ξεπεζέψουν” από τις πανύψηλες καρότσες των φορτηγών. Για πότε στρώνονταν, παρέες-παρέες και όλοι μαζί κοντά, οι κουβέρτες με τα τραπεζομάντηλα, για πότε απλώνονταν όλα τα καλούδια, για πότε στηνόταν ο χορός, το τραγούδι, τα πειράγματα και τα ανέκδοτα… Τα παιδιά, παρόλο που όλα τα σπίτια στην Ντίρε Ντάουα είχαν τις αυλές τους, έτρεχαν χαρούμενα πάνω στο καταπράσινο φυσικό χαλί, που το στόλιζαν λογής-λογής χρωματιστά αγριολούλουδα. Έτρεχαν, μάλωναν, έπεφταν, σηκώνονταν και ξανάτρεχαν. Σταματημό δεν είχαν.

Οι άντρες, κάποιοι από αυτούς, αναλάμβαναν το ψήσιμο του οβελία, έπιναν τα κρασάκια τους, τσουγκρίζαν τα αυγά τους και τσιμπολογούσαν τα διάφορα που είχαν φέρει οι κυράδες τους.

Βορειοελλαδίτες Κεφαλλονίτες, Χιώτες, Δωδεκανήσιοι και  Κρητικοί γίνονταν όλοι μια παρέα και ο καθένας κι η καθεμιά κουβαλούσαν τα έθιμά τους, που γίνονταν αποδεκτά και σεβαστά από τους υπόλοιπους. Και μόλις ετοιμαζόταν το αρνί, κάθονταν όλοι, μικροί και μεγάλοι κατάχαμα. Κι εκεί άρχιζαν τα πειράγματα και τα ανέκδοτα, αφού έδιωχναν τα παιδιά μακριά, γιατί τα περισσότερα ήταν πονηρά.

Σαν μαζεύονταν οι άδειες πιατέλες κι έβγαιναν τα φρούτα και τα γλυκά και αφού είχαν ξυπνήσει κι οι “αγάδες”, όσοι είχαν πάρει έναν υπνάκο σε κάποιον κορμό, ένας γρατζούνιζε την κιθάρα του, άλλος φυσούσε την φυσαρμόνικά του και άλλος έπαιζε ακορντεόν κι έπιαναν το τραγούδι όλοι μαζί. Πολλές φορές, παρέες-παρέες έλεγαν τα τοπικά τους τραγούδια και απαντούσαν οι άλλοι με τα δικά τους.

Και λίγο πριν βραδιάσει, ξανά-μανά πίσω στις καρότσες τα γυναικόπαιδα, με τα πιτσιρίκια αποκαμωμένα και παραδομένα στην αγκαλιά του θεού Ύπνου, για τον γυρισμό στην Ντίρε Ντάουα…

Χρόνια αξέχαστα, βαθειά χαραγμένα, όχι μόνο στο μυαλό και την ψυχή, μα στο είναι ολάκερο…!


Το κείμενο “Ελληνικό Πάσχα στα ξένα” παρουσιάζεται στη Λόγω Γραφής σε πρώτη δημοσίευση.

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη