«Εις μνήμην», ένα διήγημα της Κωνσταντίνας Βαληράκη

Ζούσαμε μια απίστευτα γλυκιά  νηνεμία. Περιδιαβαίναμε αμέριμνα στους δρόμους. Μας ενοχλούσε δήθεν το μεγάλο πλήθος και το πολύχρωμο βουητό στο πέρασμα και  στο πλάι μας. Μας στένευε τους δρόμους του προορισμού μας. Έτσι λέγαμε τότε. Έτσι μου έλεγες. Εγώ σε άκουγα και χαμογελούσα, συμφωνούσα, δεν ήθελα να χαλάσω τους συλλογισμούς σου. Σου άρεσε να έχεις την πρώτη άποψη, με ό,τι συνέβαινε γύρω,  να λες μεγαλόφωνα τη σκέψη σου, που είχε πάντα «τη χροιά της επανάστασης ή της διαφοροποίησης» όπως έλεγες πάντα  χαριτολογώντας.

 Αυτό το «τότε», το τόσο κοντινό, που άρχισε μέρα τη μέρα να γίνεται ολοένα  και μακρύτερο, μακρύτερο και διαφορετικό σε όλα. Στη ζωή μας, στον κόσμο που υπήρχε τότε  και σε αυτόν που υπάρχει σήμερα.

 Σιγά- σιγά, δειλά  με ενδοιασμούς και φόβο ίσως, κάνουμε βήματα μικρά στον έξω κόσμο. Τα  πολύχρωμα πλήθη  υπάρχουν πάλι πλάι μας, μας  καθυστερούν και τώρα, αλλά για διαφορετικούς λόγους. Περάσματα και  δρόμοι διαφορετικοί, με άλλη ροή και άλλο χρώμα,  μαρτυρούν την αλλαγή  της ζωής στην πόλη, της πορείας των ανθρώπων  και της ψυχής μας παράλληλα.

Όχι δεν είναι αυτή η ζωή μας, δεν είναι η ζωή μας όπως καλά τη θυμόμαστε. Ήμασταν τότε ζωντανοί, είμαστε τώρα διαφορετικοί πολύ και ανήσυχοι οι περισσότεροι, με καλυμμένα πρόσωπα να μην θωρεί ο ένας τον άλλο,  να προσπερνούμε γρήγορα το διπλανό και να αποφεύγουμε τη συνάντηση με οποιονδήποτε στο ρου της πορείας  μας κατευθύνεται.

Δεν μπορεί να ξεχάσαμε πώς μιλούσαμε, πώς συναντιόμασταν και πώς βρίσκονταν οι συντροφιές σιμά σιμά, με αγκαλιές και με αγγίγματα και με χαμόγελα o ένας στον άλλο. Τώρα τα πρόσωπα κρυφθήκανε και οι μάσκες κάλυψαν ακόμη και αυτή την υποψία του γέλιου μας.

Τα  χαμόγελα, ακόμη και αν έχουμε  διάθεση να τα προσφέρουμε, θα πρέπει με μεγάλες προφυλάξεις και με κάλυψη ανάλογη να δίνονται. Κίνδυνος μόνο και απόσταση. Και αυτή η απόσταση, που και αν δεν θέλουμε να την τηρούμε είναι αυτή που οριοθέτησε παράλληλα και εκείνη την απόσταση στη ζωή και στην ψυχή μας. Στην ψυχή, που απορημένα σάστισε και δεν κατανοεί όλα ετούτα τα απρόσμενα, αυτά που διατάχθηκε να εφαρμόσει, για να ξεγλιστρήσει  από εκείνο τον αόρατο εχθρό. Να καταφέρει να ξεφύγει, από το σκιερό πέρασμά του, μήπως και τα καταφέρει, μονοπάτι αλλάζοντας. Όχι δεν είναι η ζωή αυτή που ξέραμε και ας μην πιστεύαμε ποτέ ότι  θα ερχόταν αέρας  μοχθηρός, να τη γυρίσει ανάποδα.

Όλα ετούτα έρχονται στο μυαλό μου και φωνάζουν και τώρα που τα στοχάζομαι θα ήθελα πολύ μαζί σου να τα μοιραστώ. Να καθίσουμε αντικριστά και να μιλάμε για τον κόσμο, που άλλαξε, για τη θλίψη των ανθρώπων και για τις έγνοιες εκείνες, που πονούν τις ψυχές των ανήμπορων και των τυραννισμένων. Να μιλούμε για αυτούς, που χάσαμε και δεν θα ξαναδούμε.

Μόνη τα λέω και ο αντίλαλος πίσω μου τα γυρίζει σαν να ήταν λέει η φωνή σου, που πάντα αντιστεκόταν και της  άρεσε να λέει τα δικά της χωρίς σταματημό και ανάπαψη. Χωρίς ανάπαψη τώρα μιλώ και εγώ, μονάχη και θλίβομαι. Μα άκου με αν μπορείς, ορκίζομαι πως δεν αφήνω τις πηγές των δακρύων να βρουν το δρόμο τους, γιατί το ξέρω πως ποτέ δεν σου άρεσε η λιποψυχία στα δύσκολα και πόνου ανυπέρβλητα, όπως συνήθιζες να ονοματίζεις τις πίκρες εκείνες, που μόνο η χάρη του Αγγέλου μας βοηθάει στην αντοχή τους.

Άλλαξε ο κόσμος, σιγανά σου μεταφέρω τη σκέψη μου, περιδιαβαίνοντας στους δρόμους, που δεν μυρίζουν άνοιξη όπως παλιά και που σκιάζομαι πολύ  για το «κακό», που ίσως το συναπαντήσω στις διαδρομές μου  και το κοιτάξω άθελα και εκείνο αλίμονο  ίσως να στρέψει πάνω μου το βλέμμα του και να απλώσει πάνω μου τη σκιά του.

Εκεί που βρίσκεσαι, όπου και αν βρίσκεσαι, δεν ξέρω αν ακούς το σφύριγμα τού άνεμου, που είναι τόσο διαφορετικό από εκείνο που χάιδευε κάποτε τα αυτιά μας. Εκεί που είσαι, δεν ξέρω αν με βλέπεις πως μόνη μου μιλώ και συλλογιέμαι και η φωνή μου πισωγυρίζοντας έρχεται αντίλαλος στα αυτιά μου. Εκεί που είσαι, δεν έχεις φαντάζομαι ιδέες για να φτιάξει κάπως του κόσμου η ψυχή και η ματιά να λαμπυρίσει από ελπίδα, εσύ που όλα τα σκεπτόσουν και για όλους είχες έγνοια και μόνο για τη δική σου έγνοια δεν πρόφτασες…

Ταξίδεψες πριν ανατείλει ξανά ο ήλιος, πριν ανοίξουμε τις πόρτες να τον αντικρίσουμε. Θλίβομαι  τόσο. Εσύ, που όλα τα αντιλαμβανόσουν και που όλα τα ένιωθες, πώς δεν διέκρινες τη σκοτεινή σκιά που επέλεξε αιφνίδια και ύπουλα τη δική σου τη σκιά  να αγκαλιάσει. Σε ποιο συναπάντημά σου μαζί της αφαιρέθηκες;

Ίσως εκείνη τη στιγμή να ονειρευόσουν και να οραματιζόσουν κόσμους φωτεινούς και διάφανους και να σκεπτόσουν αλίμονο ανέμελα τις σκιές, που σκοτεινές παγίδες κρύβουνε. Ναι, μια τέτοια στιγμή ήτανε σίγουρα η στιγμή που επιλέχθηκες, εσύ, με τα όνειρα, τα σχέδια και τα πλατιά χαμόγελα, να κάνεις το μέγα άλμα προς το σκότος. Μαζί με χίλιους μύριους άλλους επιλέχθηκες για ετούτο το ταξίδι.

Απέραντη που είναι ετούτη η μοναξιά, δεν τη χωρεί ο νους και η ψυχή δεν την αντέχει. Ο κόσμος θα αλλάξει, έτσι μας είπαν. «Με ακούς;» φωνάζω με τη σκέψη μου. Θα έλθουνε μέρες καλύτερες και ηλιόλουστες. Έτσι μας είπανε, να μη φοβόμαστε και  εγώ δεν μπορώ να σε ρωτήσω να με διαβεβαιώσεις γι’ αυτό. Εσένα που πάντα οραματιζόσουνα τις καλύτερες ημέρες και  όμως εσένα τώρα πλέον δεν σε αφορούν, γιατί είναι η απόσταση απίστευτη από το φως του κόσμου, στο δικό σου το σκοτάδι.

Αντίο σού είχα πει την ημέρα που μόνιμα εκεί στο σκότος  εγκαταστάθηκες και επιλέχθηκες να ζεις. Αντίο σου λέω την κάθε ημέρα,  σιγανά, πολύ σιγανά, όπως σου άρεσε πάντα να συνομιλείς, ο κόσμος θα γίνει κάποτε καλύτερος.

Ελπίζω και κάνω ευχή μεγάλη γι’ αυτό… εις μνήμην σου…

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη