«Εγώ θα ζήσω, όχι εσύ», ένα διήγημα του Κωνσταντίνου Καστραντά

Εγώ θα ζήσω, όχι εσύ. Εγώ θα ζήσω, όχι εσύ. Εγώ θα ζήσω, όχι εσύ.

Μικρά ματάκια φωτός, το κομοδίνο, οι κουβέρτες που με πνίγουν. Τις πετάω. Σηκώνομαι και κάθομαι στο κρεβάτι. Τι σημαίνει αυτό; «Εγώ θα ζήσω, όχι εσύ». Κάτι είδα στον ύπνο μου. Εφιάλτης. Δεν θυμάμαι τι γινόταν, αλλά ακουγόταν μια βραχνή μπάσα φωνή να λέει συνέχεια: «Εγώ θα ζήσω, όχι εσύ». Δεν ήταν δικιά μου φωνή, αλλά εγώ μιλούσα, με αυτήν την παράλογη λογική των ονείρων.

Έχουν ξυπνήσει. Είμαι μόνος στο δωμάτιο. Ώρα 9:20. Πάω στο μπάνιο να πλυθώ και ακούω συνεχώς: «Εγώ θα ζήσω, όχι εσύ». Σαν βόμβος. Ρυθμικά. Στην αρχή νομίζω ότι το σκέφτομαι, καταλαβαίνω όμως ότι γίνεται αυτόματα. Σαν από εξωτερική πηγή. Σαν να μην έχω ξυπνήσει και να είμαι ακόμα μέσα στον εφιάλτη. Πάω στο σαλόνι.

«Καλημέρα», μου λένε το κορίτσι μου και ο γιος μου.

«Καλημέρα, όλα καλά;» ρωτάω.

«Ναι, τι έχεις;»

«Τίποτα… Ακούς κάτι;»

«Σαν τι;»

«Τίποτα».

Ντύνομαι και η φωνή δεν σταματάει. Τρώω και η φωνή δεν σταματάει.

«Πάω τον σκύλο βόλτα και έρχομαι» τους λέω.

Αυτός με κοιτάει με τα θλιμμένα καφετιά του μάτια και έρχεται κουνώντας την ουρά του διστακτικά.

«Εγώ θα ζήσω, όχι εσύ». Συνεχώς. Στο ασανσέρ, στο χωλ της εισόδου, στον δρόμο, η φωνή δεν σταματάει. Ο σκύλος στον ποδηλατόδρομο μυρίζει παντού μανιωδώς ενώ εγώ προσπαθώ να σκεφτώ κάτι άλλο. Και σκέφτομαι τον γιο μου, τη δουλειά, το βιβλίο που διαβάζω, τι θα κάνουμε σήμερα, τι βλέπω γύρω μου και άλλα και άλλα… Αλλά… «Εγώ θα ζήσω, όχι εσύ». Είναι περίεργο που δεν το ελέγχω. Είναι όμως ανεξήγητο που δεν έχω πανικοβληθεί. Είναι μια εμμονή; Μια παραίσθηση; Μου φαίνεται σαν να είναι κάτι που ξέρω.

Βραχνά: «Εγώ θα ζήσω, όχι εσύ. Εγώ θα ζήσω, όχι εσύ».

Αν αρχίσω να το λέω με τον ρυθμό που το ακούω, ίσως σταματήσει. Ψιθυρίζω: «Εγώ θα ζήσω, όχι εσύ». Το μέσα ακούγεται πιο δυνατά. Δυναμώνω τη φωνή μου: «Εγώ θα ζήσω, όχι εσύ». Ακόμα ακούω το μέσα. Φωνάζω: «Εγώ θα ζήσω, όχι εσύ». Το μέσα σβήνει αλλά υπάρχει. Τώρα ουρλιάζω: «Εγώ θα ζήσω, όχι εσύ». Επιτέλους, στο μυαλό μου δεν ακούγεται τίποτα.

Συνεχίζοντας να ουρλιάζω κοιτάω γύρω μου. Ο σκύλος έχει λουφάξει με την ουρά κάτω απ΄ τα πόδια του ενώ κόσμος έχει βγει στα μπαλκόνια και με παρατηρεί. Είναι άνθρωποι που με βλέπουν κάθε μέρα, που κάποιους χαιρετάω κιόλας. Και τώρα έχουν μείνει άφωνοι. Σταματάω τις φωνές. Σιωπή. Ένας μπάρμπας που έχουμε καλημέρες κάτι μου λέει. «Τίποτα, τίποτα, συγγνώμη» απαντάω χωρίς να ακούσω την ερώτηση. Μες στο κεφάλι μου πάλι όλα είναι: «Εγώ θα ζήσω, όχι εσύ».

Βιαστικά γυρίζω στο σπίτι τραβολογώντας τον σκύλο. Δεν έχασα την ψυχραιμία μου, αλλά ντράπηκα. Θα με περάσουν για τρελό ή ότι άλλο. Έχω μια ιδέα. Αφήνω τον σκύλο στο γκαράζ και ανεβαίνω στο σπίτι. Ανοίγω την πόρτα.

«Εγώ θα ζήσω, όχι εσύ» της λέω με θάρρος.

«Τι είναι αυτό;» μου λέει.

«Εγώ θα ζήσω, όχι εσύ. Εγώ θα ζήσω, όχι εσύ. Εγώ θα ζήσω, όχι εσύ… (πιάνω τον ρυθμό του μυαλού μου)».

Αυτή χλομιάζει.

«Τι έχεις;» μου λέει. «Θα βάλω τις φωνές!»

Σταματάω, δεν οδηγεί πουθενά.

«Ένα τραγούδι είναι, πως κάνεις έτσι» της λέω.

Ο μικρός ευτυχώς είναι απορροφημένος στην τηλεόραση. Πάω στην κρεβατοκάμαρα. Ψάχνω στο κομοδίνο τους σουγιάδες μου. Την ακούω να έρχεται. Προφανώς θα μου ζητήσει εξηγήσεις. Για να αποφύγω να τις δώσω, πόσο μάλλον που δεν τις έχω, κάνω ότι κοιμάμαι. Φεύγει.

Αργότερα. Είμαι στον ποδηλατόδρομο πάλι. Μόνος. Βγήκα λίγο να περπατήσω. Βρέχει δυνατά. Ο ρυθμός “Εγώ θα ζήσω, όχι εσύ” δεν σταματάει. Ερημιά. Η βροχή κρατάει τον κόσμο σπίτι του. Με φόντο τον ήλιο που δύει πίσω απ’ τα σύννεφα μια φιγούρα πλησιάζει. Ξέρω ποιος είναι. Ποιος είναι; Φτάνει. Σταματάει μπροστά μου. Με κοιτάει στα μάτια. Ο ποδηλατόδρομος κοντεύει να γίνει ποτάμι απ’ τα νερά…

«Σε ξέρω» του λέω.

«Εγώ θα ζήσω, όχι εσύ» μου λέει βραχνά.

Ενστικτωδώς ψάχνω τον σουγιά μου. Δεν τον έχω.

Τρεις στιγμές: Πόνος απ’ τον σουγιά που καρφώνεται στο στήθος μου απ΄ το χέρι του Άλλου. Επόμενη στιγμή: Στο μυαλό μου δεν ακούγεται τίποτα πια. Επόμενη και τελευταία στιγμή: Είμαι ο Άλλος, είμαι αυτός που μπήγει τον σουγιά.

Μικρά ματάκια φωτός, το κομοδίνο, οι κουβέρτες που με πνίγουν. Τις πετάω. Τα σεντόνια είναι μούσκεμα. Το κορίτσι μου με φόντο το πλαίσιο της πόρτας με κοιτάει γλυκά.

«Καλημέρα» μου λέει «κοιμήθηκες άσχημα;»

«Ένα κακό όνειρο» της λέω «μη φοβάσαι». Κρύβω τον σουγιά που είχα μπήξει στο μαξιλάρι μου.

«Βράχνιασες; Τι έπαθε η φωνή σου και ακούγεται έτσι;» μου λέει.

Ξεροβήχω.

«Τίποτα» λέω «μάλλον κρύωσα».

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη