“Εγώ-Εμείς”, ένα διήγημα του Κωνσταντίνου Καστραντά

Αυτό το απολαμβάνω, είναι μια ηδονή που μου επιτρέπω. Μετά από τόσο τρόμο, το γεγονός ότι με αφήνει να της γλείψω το μάτι με κάνει να νοιώθω ότι ο κύκλος κλείνει. Σκέφτομαι πως φτάσαμε ως εδώ. Η αλήθεια είναι ότι, με τα άλλα παιδιά, το είχαμε παρατραβήξει. Όμως δεν είναι αλήθεια ότι η αρπαγή και η βία είναι στο αίμα μας; Δεν θα ήταν, με έναν τρόπο, ανήθικο να μην ακούσουμε τις φωνές που μιλάνε μέσα μας; Την ώρα που βρισκόμαστε στους δρόμους, χωρίς άλλη διέξοδο, η γενιά μας πάλλεται απ’ αυτές. Μπες, κλέψε, φάε, βρώμισε, γέννα, μην είσαι ένας, να είσαι πολλοί. Έτσι σκεφτόμασταν, αν σκεφτόμαστε, έτσι κάναμε. Όπως είπα, το είχαμε παρακάνει. Οι άνθρωποι στη γειτονιά φοβήθηκαν. Αντέδρασαν. Στην αρχή σπασμωδικά, βίαια, κάποιες φορές στα όρια του σαδισμού. Είμασταν πολλοί όμως και ευτυχώς εμάς η βία δεν μας τρομάζει. Πώς θα μπορούσε άλλωστε; Έχουμε γίνει πια ένα, είμαστε μάζα. Πεθαίνω εγώ, για μας δεν σημαίνει τίποτα. Τα παιδιά είμαι εγώ. Εγώ είμαι τα παιδιά. Ακούς άνθρωπε της γειτονιάς; Θα μπούμε από παντού, θα βρούμε τρόπο, οι τρύπες στο σύστημά σου είναι πολλές και εμείς θα είμαστε εκεί! Αρκετά, παρασύρομαι.

Αυτή μας τρόμαξε, το παραδέχομαι. Υπήρχαν και άλλες στο παρελθόν, αλλά ήταν χοντρές κωλόγριες. Όταν χτυπάγαμε μαζικά κρύβονταν στα κρεβατάκια τους και κλείναν αυτιά και μάτια. Πολύ συμβιβασμένες, ξέραν μόνο να ουρλιάζουν για γαμήσι. Αυτή ήταν αλλιώς. Είχε έρθει στη γειτονιά οπλισμένη, άγρια, ζόρικη και το βλέμμα της ήταν το βλέμμα του αρχέγονου κτήνους. Ήταν το τέρας που όλοι φοβόμασταν. Το τέρας που ακούγαμε στις ιστορίες των παλιών τις μακριές νύχτες. Το τέρας που, ανεξήγητα, εμείς οι νέοι ανυπομονούσαμε να έρθει…

Για ένα διάστημα, που μας φάνηκε μεγαλύτερο απ’ ότι θέλαμε να παραδεχτούμε, την βρίσκαμε παντού μπροστά μας. Το αίμα μας έβαφε τους δρόμους της γειτονιάς και οι άνθρωποι της κοιμόντουσαν πιο ήσυχοι από ποτέ.

Και τώρα φτάνω στην χθεσινή βραδιά. Με τον Άλλο δουλεύαμε μαζί τρεις μέρες. Μια ζωή, θα έλεγε κάποιος από εμάς. Ήμασταν πλέον αδέρφια. Τώρα αν ήταν η τόλμη, η ανάγκη, η πείνα που μας οδήγησε στο σπίτι της, δεν το ξέρω. Πάντως ήταν το μόνο σπίτι που η πόρτα ήταν μονίμως ανοιχτή. Τόσο σίγουροι ήταν για το φονικό της ένστικτο. Το σαλόνι ήταν σκοτεινό. Πολύ σκοτεινό ακόμα και για τα συνηθισμένα σε τέτοιες δουλειές μάτια μας. Το σχέδιο ήταν να χωριστούμε, να ψάξουμε παντού για την λεία μας, να ”γεμίσουμε” και να φύγουμε τρέχοντας σαν τρελοί μέσα στους δρόμους της νύχτας.

Μετά από λίγο ,εγώ είχα βρει κάτι που θα με κρατούσε απασχολημένο για αρκετή ώρα. Από τα μέσα δωμάτια άκουγα τα ελαφριά βηματάκια του Άλλου, που πρέπει ακόμα να έψαχνε απεγνωσμένα. Οι στιγμές πέρναγαν και αισθανόμουν όλο και πιο δυνατός. Άκουσα τα βήματά του να πλησιάζουν. «Μάλλον δεν βρήκε τίποτα» σκέφτηκα «και έρχεται να μοιραστεί τα δικά μου». Καλώς, εμείς μοιραζόμαστε. Παρά το σκοτάδι τον είδα να έρχεται. Περπατούσε σχεδόν ανέμελα, όταν διέκρινε τι κρατούσα μου χαμογέλασε. «Καλά είμαστε», μου είπε και ένας ανεπαίσθητος θόρυβος μάς σήκωσε τις τρίχες. Εσύ δεν θα τον είχες ακούσει και αν κάτι είχες ακούσει σίγουρα δεν θα ένιωθες τίποτα. Για εμάς ήταν ο ήχος της απόλυτης φρίκης. Πριν προλάβουμε καν να ξεκινήσουμε την τρελή φυγή μας, εμφανίστηκε. Πιο πολύ σαν φάσμα παρά σαν κάτι πραγματικό. Δυο μάτια, μίσος και λύσσα. Η γενιά μας ξέρει να τρέχει και αυτό κάναμε. Δεν υπάρχει κάτι άλλο. Πρέπει να πρόλαβα να φτάσω στην πόρτα τις λίγες στιγμές που της χρειάστηκε για να διαλύσει, κυριολεκτικά, τον Άλλο. Αδερφέ μου, φίλε μου. Είμαστε ένα, είμαστε όλοι. «Δεν χωράνε θρήνοι», λέμε πάντα. Μα εγώ να ξέρεις, για σένα έτρεξα, για σένα γαντζώθηκα με λύσσα στην ασήμαντη ζωή μου. Λίγο πριν βγω, την αισθάνθηκα πίσω μου. Έξω ξημέρωνε, ο δρόμος είχε φωτιστεί. Από κάπου ο ήλιος έστελνε το λίγο φως που μου έσωσε τη ζωή. Αυτή για λίγο πρέπει να τυφλώθηκε. Στη μία στιγμή που χρειάστηκε για να συνέλθει, ένα αυτοκίνητο την πέταξε δύο μέτρα μακριά ανοίγοντας στη μέση το τεράστιο κορμί της. Τα σπλάχνα της, ακόμα ζεστά, σκόρπισαν στο πεζοδρόμιο.

Ένας κύκλος τρόμου, λοιπόν, έκλεισε. Άνθρωπε της γειτονιάς, που με κοιτάς με αηδία και τρόμο, αυτή την ώρα που μπήγω τα δόντια μου στο μάτι της, την ώρα που το μαύρο μου σκληρό τρίχωμα λάμπει κάτω από τον ήλιο σωτήρα και η ουρά μου ποτίζεται στο αίμα των σπλάχνων της, σε προκαλώ. Σήμερα είμαι εγώ το Τέρας, είμαι εγώ ο νικητής, είμαι εγώ που θα στοιχειώσω τον εφιάλτη σου. Μέχρι την επόμενη γάτα, είμαι Εγώ-Εμείς!

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη