Δεν θέλω να σβήσουν του δέντρου τα φώτα
και να ‘ρθει ξανά σκοτεινιά
στη θέση του δέντρου πιο μόνη η καρέκλα
που όποιος θα έρθει της ρίχνει παλτά.
Δεν θέλω να σβήσουν του δέντρου τα φώτα
κοιτώντας τα η σκέψη γυρνά
σε ένα μικράκι που πίστευε πάντα
που πρόσμενε με μιαν ανοιχτή αγκαλιά.
Δεν ήταν τα δώρα, μα αυτή η αγκάλη
που ήταν στ’ αλήθεια μεγάλη σα χώρα
και ήξερε πώς να προσμένει χαρά.
Δεν θέλω να σβήσουν του δέντρου τα φώτα
μαζί τους κι αυτή η παλιά προσμονή
στις ρόδες ενός ποδηλάτου μικρού κολλημένη
κρατιέται η ζωή.
Δεν είναι τα δώρα που ανοίχτηκαν τώρα
μα αυτή η βουβή διαδοχή
σαν σβήσουν τα πρώτα φωτάκια άλλα τώρα,
χορεύουν ανάβοντας, δεν φεύγει η ζωή.
Δεν θέλω να σβήσουν του δέντρου τα φώτα
κι η φάτνη να μείνει αιώνια εκεί
μεγάλωσα τώρα, δεν θέλω πια δώρα
στο φως μίας Γέννησης ελπίζει η ψυχή.
Αφήστε το σχόλιο σας