«Δειλινό  στην Ακρόπολη», ένα διήγημα της Λιάνας Μιχελάκη

Την ξύπνησε ο ήχος από το ξυπνητήρι. Ένα κάλεσμα  επιτακτικό, σαν να μην είχε δεύτερη επιλογή. Η απόφασή της μονόδρομος. Έπρεπε, επιτέλους, να σηκωθεί. Στην ουσία δεν το ήθελε. Κρύφτηκε και πάλι βαθιά πολύ στα σκεπάσματα, συνήθεια παιδική, που την ακολουθούσε και στα χρόνια της ωριμότητας, να κρύβεται από τις υποχρεώσεις, μέσα στη θαλπωρή του κρεβατιού και των ονείρων. Πόσο πολύ της άρεσαν τα όνειρα! Ευκαιρία για απόδραση στο λαβύρινθο τής σκέψης και της καρδιάς! Κι αν δεν έβγαινε από αυτόν το λαβύρινθο; Κι αν έχανε τον δρόμο της επιστροφής; H ανησυχία αυτή ήταν πάντα και η αφορμή της αφύπνισης και όχι το ξυπνητήρι, όχι οι υποχρεώσεις που την καλούσαν. Οι ονειρικές όμως περιπέτειες πάντα τη συντρόφευαν στον ξύπνιο της. Οι άγνωστοι ήρωες των ονείρων ήταν τελικά η ανερμήνευτη περιπέτεια μιας μυστικής ζωής, που η ίδια αγνοούσε.  Ήταν ευγνώμων σε αυτές τις περιπέτειες! Τόσο απρόσιτες και συνάμα τόσο οικείες!

Ήταν ένα ηλιόλουστο μεσημέρι μιας επερχόμενης άνοιξης. Οι φωνές από το δρόμο μαρτυρούσαν οικογενειακές βόλτες έξω στον ήλιο, συναντήσεις φίλων σε γραφικά καφενεδάκια, παιδιά, με κατακόκκινα μάγουλα,  να παίζουν, αγνοώντας οποιοδήποτε κάλεσμα για επιστροφή στην οικογενειακή εστία και μεσημεριανό φαγητό. Το χρυσόμαλλο κεφάλι του ήλιου, όσο μπορούσε βέβαια να το διακρίνει από τις χαραμάδες, που ευτυχώς είχαν διασωθεί, μέσα από τη γειτνίαση των τσιμεντένιων κτιρίων, φάνταζε σαν όαση στη σκοτεινή και δύσθυμη διάθεσή της. Ο ήλιος τής έκλεινε το μάτι, με πονηράδα παιδική!  Έπειτα ο δυνατός καφές, που απόλαυσε σχεδόν μονορούφι, καθισμένη δίπλα στο μεγάλο παράθυρο, με θέα τον δρόμο, σαν να της αναγέννησε τα νωχελικά κύτταρα  και να της ενδυνάμωσε μια ιδέα, που μόλις γεννιόταν. Βόλτα στην Ακρόπολη! Σηκώθηκε απότομα, αφήνοντας το φλιτζάνι στο τραπέζι. Ντύθηκε με ρούχα σχεδόν ανοιξιάτικα και με την φωτογραφική μηχανή στο χέρι βγήκε έξω στον δρόμο, για να κολυμπήσει και αυτή στο ανθρώπινο ποτάμι, που κελάρυζε εδώ και ώρες, κάτω από το σπίτι της.

Πριν προλάβει όμως να κάνει λίγα βήματα, ένα μικρό συννεφάκι της χαμογελούσε αχνά από τον υπέρλαμπρο ουρανό, υπενθυμίζοντας την αμέλειά της. Είχε ξεχάσει να πάρει μαζί της  την επιστολή. Πόσο παράξενα ηχούσε η λέξη… επιστολή, την εποχή της κοινωνικής δικτύωσης, που αποστάσεις και χρόνος εκμηδενίζονται. Χωρίς δεύτερη σκέψη ανέβηκε στο διαμέρισμα. Έπρεπε να ψάξει για το κλειδί της συρταριέρας. Δεν θυμόταν πού το είχε αποθέσει την τελευταία φορά, όταν ο δικηγόρος της οικογένειας, πριν λίγες ημέρες, μαζί με όλα τα επίσημα έγγραφα της έδωσε κι έναν λευκό φάκελο, μέσα στον οποίο υπήρχε ένα κλειδί και δύο πετρούλες, μία άσπρη και μία μαύρη.  Φυσικά και θυμήθηκε τις πέτρες, φυσικά  και αναγνώρισε το κλειδί. Ήταν το κλειδί της συρταριέρας. Από τα παιδικά της χρόνια φάνταζε αυτή απρόσιτη. Ποτέ δεν άνοιγε. Πάντα κλειδωμένη. Σαν να έκρυβε μέσα της κάτι πολύτιμο και μυθικό συνάμα. Απελευθέρωνε τότε, σαν μικρό παιδί, τη σκέψη της, να ταξιδέψει ελεύθερη στη χώρα της φαντασίας. Έκλεινε τα μάτια κι απλά ονειρευόταν. Έβλεπε τον εαυτό της, με ένα μαγικό ραβδάκι, να ανοίγει επιτέλους αυτό το συρτάρι. Εκείνη τη στιγμή, με έναν ανεξήγητα μαγικό τρόπο, έμπαινε μέσα στο συρτάρι και αυτό την οδηγούσε σε έναν υπόγειο, σκοτεινό λαβύρινθο. Εκεί, χωρίς να φοβάται, περιπλανιόταν για αρκετό διάστημα, ίσως και για χρόνια. Όταν έβγαινε επιτέλους από τον λαβύρινθο, πετούσε ψηλά, με δικά της, μοναδικά φτερά, σε μία ουράνια πολιτεία, που την έλεγαν Συννεφούπολη. Το πιο εντυπωσιακό εκεί ήταν το μεγάλο συννεφένιο παλάτι. Κάθε φορά όμως που το επισκεπτόταν, οι πύλες του ήταν κλειστές. Οι φύλακες, δύο θεόρατα σύννεφα, τις κρατούσαν καλά σφαλισμένες. Όσο και να χτυπούσε τη μεγάλη του πόρτα, εκείνη δεν άνοιγε. Τέλος, ένα μεγάλο συννεφένιο άλογο της Συννεφούπολης αναλάμβανε να την οδηγήσει πίσω στο κλειδωμένο συρτάρι του σπιτιού, απ’ όπου εκείνη έβγαινε με έναν μοναδικό, μαγικό τρόπο.

Γιατί  άραγε να είναι τόσο δυσπρόσιτος και μυθοπλαστικός ο δρόμος της αλήθειας, αναλογιζόταν τώρα,  καθώς κρατούσε όλο ικανοποίηση το κλειδί. Με χέρι σταθερό, άνοιξε για άλλη μια φορά το συρτάρι. Αμέτρητες φορές το είχε ανοίξει τις τελευταίες ημέρες, αλλά μόνο αυτό. Να κοιτάζει το μοναδικό του περιεχόμενο, τη χειρόγραφη επιστολή, χωρίς όμως να μπορεί να τη διαβάσει. Σαν να την απέτρεπε  μία αδιόρατη δύναμη. Σήμερα, όμως, ήταν αποφασισμένη. Δεν υπήρχε άλλο περιθώριο αναβολής. Θα τη διάβαζε και μάλιστα στην Ακρόπολη. Εκεί ψηλά στον βράχο, που είχε τις καλύτερες αναμνήσεις από την παιδική της ηλικία. Τις πιο μυθικές, θα έλεγε! Η μόνη της ανησυχία τώρα, ήταν  να προλάβει τον ήλιο. Πόσο να περίμενε κι αυτός, μέχρι να πάρει η ίδια την απόφαση. Είχε όμως καλό ένστικτο. Θα την περίμενε…

Κρατούσε το φάκελο σφιχτά στο χέρι, με την επιστολή, το κλειδί και τις δύο πετρούλες μέσα, και προχωρούσε με βήμα γοργό, σχεδόν έτρεχε, στην οδό Αιόλου. Τα εμπορικά καταστήματα έκλειναν σιγά σιγά, το ένα μετά το άλλο. Οι έμποροι κατέβαζαν βιαστικά τα εμπορεύματα και τα έκρυβαν μέσα στα μικρά τους ανήλιαγα μαγαζάκια. Τι σχήμα οξύμωρο! Παντού ήλιος και φως, μα αυτά σκιερά, σαν να μην άντεχαν τη λάμψη του χρυσαφένιου ευεργέτη του κόσμου. Τσάντες, ρούχα, φουλάρια, χαλιά, υφάσματα, μία παρέλαση των χρωμάτων, απελευθερωνόταν επιτέλους από τα λαίμαργα βλέμματα των περαστικών.  Περασμένο μεσημέρι πια. Ώρα για τον υπολογισμό των εισπράξεων της ημέρας.  Τα καφέ όμως και τα εστιατόρια έσφυζαν από θαμώνες, που απολάμβαναν πικάντικα εδέσματα, με θέα το γαλάζιο του ουρανού και την Ακρόπολη. Όλη η ατμόσφαιρα μοσχοβολούσε από καρυκεύματα και λιβάνι. Το γνωστό κηροποιείο της περιοχής ήταν ακόμη, ευτυχώς για εκείνη, ανοιχτό. Μπήκε μέσα όλο χαρά και ενθουσιασμό, για να αγοράσει δύο κεράκια, ένα μαύρο κι ένα λευκό κι ένα κουτάκι σπίρτα. Ένιωσε συνεπαρμένη από τα βλέμματα των Αγίων, να την κοιτούν επιβλητικά, με αυτό το απόκοσμο βλέμμα, μέσα από τις εικόνες τους. Θα μπορούσε άραγε ποτέ η ίδια, να μιμηθεί, αν χρειαζόταν,  την γενναιότητα της ψυχής τους; Ήξερε κατά βάθος πως ποτέ στη ζωή της δεν υπήρξε  γενναία. Πλήρωσε το αντίτιμο κι έφυγε ακόμη πιο βιαστικά. Ο ήχος από τις καμπάνες του ναού της Παναγίας της Χρυσοσπηλιώτισσας της θύμισε την ώρα. Τέσσερα χτυπήματα. Κάλεσμα των πιστών για την προσευχή του Εσπερινού και την προετοιμασία της Κυριακάτικης Λειτουργίας. Πρέπει οι εγκλωβισμένες στα σώματα ψυχές να προετοιμαστούν για την αυριανή συνάντησή τους με το Θείο, νόμισε πως άκουσε μία φωνή από το ναό, να ξεχύνεται έξω στο δρόμο, αναζητώντας τους ξεχασμένους, στον κόσμο της απόλαυσης, συνανθρώπους της. Εκείνοι όμως έκλειναν τα αυτιά, βγάζοντας βόλτα την ψυχή τους στα μονοπάτια των αισθήσεων. Το ίδιο έκανε κι αυτή, έκλεινε τ’ αυτιά, μα είχε τους δικούς της λόγους.

Ο ήλιος εξακολουθούσε να λούζει με άπλετο φως ό,τι συναντούσε στο διάβα του. Τα κυπαρίσσια, γύρω από το βράχο της Ακρόπολης, που όλο και τον πλησίαζε, ένιωθε πως με τις κορυφές τους θα αγγίξουν τη Συννεφούπολη, τη μυθική πόλη των παιδικών της χρόνων. Πώς της ήρθε η σκέψη της Συννεφούπολης, απόρησε και η ίδια, καθώς λαχάνιαζε, ανηφορίζοντας. Όλος ο βράχος ήταν γεμάτος με ανεμώνες, κατάλευκες ανεμώνες, μάρτυρες μιας πρώιμης άνοιξης. Θυμήθηκε τον μύθο που διάβαζε και ξαναδιάβαζε μικρή, πως τα εύθραυστα αυτά λουλούδια γεννήθηκαν από τα δάκρυα της θέας Αφροδίτης, όταν πέθανε ο αγαπημένος της, ο Άδωνης. Ευγνώμονες για τον χυμό των δακρύων οι μικρές μελισσούλες  της Ακρόπολης. Τις παρατηρούσε τώρα να ζουζουνίζουν, γύρω από τα μικρά ανθάκια. Ο πόνος, ως τροφοδότης της ίδιας της ζωής, σε όλο του το μεγαλείο. Ξάφνου, ένιωσε να σκοτεινιάζει ο ουρανός και ανησύχησε. Ήθελε τον ήλιο να είναι παρών. Ένα κοπάδι από  αγριοπερίστερα πετούσαν χαμηλά, με προορισμό τη στολισμένη από λευκά ανθάκια αμυγδαλιά. Οι φτερούγες τους έκρυψαν για λίγο τον ήλιο της. Σαν νυφούλα φάνταζε αυτή και τα αγριοπερίστερα της έδωσαν την αίσθηση, πως ήταν υποψήφιοι γαμπροί. Ακλόνητη όμως η αμυγδαλιά. Δεν χάριζε τη νιότη και την ελευθερία της για ένα μόνο φτερούγισμα. Έτσι την ένιωσε. Εκείνη την ώρα, αισθάνθηκε ένα τσούξιμο στο πόδι κι έσκυψε χαμηλά, να δει. Περπατούσε μέσα στις τσουκνίδες και δεν το είχε καταλάβει. Άλλαξε μονοπάτι και επιτάχυνε το βήμα. Σε απόσταση αναπνοής από τον Παρθενώνα σταμάτησε να πάρει μια βαθιά ανάσα. Πάντα λαχάνιαζε, όταν ανέβαινε στον ιερό των προγόνων βράχο. Εκεί, σε ένα αέτωμα του ναού, διέκρινε μια μικρή φωλιά. Ήταν η φωλιά  του κότσυφα, όπως αποδείχθηκε στην πορεία. Όλο πηγαινοερχόταν, ψάχνοντας τροφή για τα νεογνά του. Τι όμορφο που ήταν το σπίτι του. «Τι τυχερά που είναι τα μικρά του» σκέφτηκε. Αφενός για την φροντίδα που απολάμβαναν και αφετέρου, γιατί είχαν την τύχη να ζουν ψηλά, στον ένδοξο αυτό της ιστορίας βράχο! Λίγο παρακάτω, συνάντησε και τη χελώνα. Συγκινήθηκε που την είδε, για άλλη μία άνοιξη, ξύπνια… Περπατούσε όμως βαριεστημένα και νωχελικά. Ίσως ήταν αγουροξυπνημένη, σαν εκείνη, κάθε φορά που αποφάσιζε να εγκαταλείψει τον μυθικό κόσμο των ονείρων και να προσαρμοστεί στο ξύπνιο.

Όταν έφτασε στη δική της πέτρα, ανακουφίστηκε. Ευτυχώς, κανένας από τους τουρίστες, που εκείνη την ώρα είχαν ξενάγηση, δεν την είχε ανακαλύψει. Αλλιώς, ήταν σίγουρη, πως θα της είχαν κάνει κατάληψη, για να ξαποστάσουν. Μία όμορφη έκπληξη, απεναντίας, την περίμενε, εκεί στα λημέρια της. Οι πρώτες παπαρούνες είχαν ανθίσει και σαν να έφτιαξαν κόκκινο  στεφάνι γύρω από το πέτρινο  κάθισμά της. Κάθισε προσεχτικά, μη τυχόν και τις πληγώσει. Ήταν κι αυτές τόσο εύθραυστές… πιο πολύ από τις ανεμώνες. Έτσι νόμιζε. Πήρε βαθιά ανάσα και σήκωσε το βλέμμα ψηλά στον ουρανό. Τώρα, μπορούσε να ατενίζει τον ήλιο, καθώς αυτός πλησίαζε, για να ακουμπήσει τον βράχο. Μία ανησυχία την κυρίευσε τότε, μήπως και δεν προλάβει. Το ένστικτό της όμως, ενδόμυχα της επιβεβαίωνε, πως όλα θα πάνε καλά. Άνοιξε τον φάκελο, με προσοχή κι έβγαλε από μέσα μόνο το γράμμα. Οι πετρούλες και το κλειδί μπορούσαν να περιμένουν. Το χαρτί ήταν κίτρινο και πολυκαιρισμένο, γεγονός, που μαρτυρούσε πως είχε γραφτεί σε χρόνο παρελθόντα. Εκείνη την ώρα ένιωσε πως ήταν έτοιμη να ανοίξει την πύλη της Συννεφούπολης, μόνο που τώρα δεν θα δυσκολευόταν. Θα άνοιγε η πύλη αμέσως, με ένα μόνο απαλό φύσημα του ανέμου.

«Αγαπημένη μου Λευκία. Πόσο πολύ θα χαιρόμουν να μην είχε χρειαστεί να  γράψω ποτέ αυτό το γράμμα. Ήταν όμως αδύνατον. Χρόνια προσπαθούσα να συμφιλιωθώ με το παρελθόν μου και να σου μιλήσω. Να ανέβουμε μαζί στο βράχο της Ακρόπολης, εκεί, που κάθε άνοιξη μας έβρισκε το ηλιοβασίλεμα καθισμένες, πάνω σε μία μικρή πέτρα, να αποχαιρετάμε τον ήλιο και να κάνουμε σχέδια για τη ζωή μας, να σε κοιτάξω κατάματα και να σου εξομολογηθώ πως εγώ ήμουν η μαύρη πέτρα. Ήσουν μικρό παιδί, όταν εκείνη τη λευκή από το χιόνι μέρα, την πρώτη του χρόνου, σε γνώρισα σε ένα τρένο. Κρατούσες στα μικρά σου χεράκια δύο πετρούλες, μία λευκή και μία μαύρη, λέγοντάς μου πως η μαύρη πέτρα ήταν το μαύρο αυτοκίνητο, που χτύπησε τη λευκή πέτρα, το αυτοκίνητό σας. Φυσικά και θα θυμάσαι το γεγονός, ακόμη και σήμερα, γιατί ήσουν σε προχωρημένη τότε νηπιακή ηλικία. Η ζωή μας ένωσε από εκείνη την ημέρα και παρ’ όλες τις δυσκολίες, που προέκυψαν, κέρδισα την κηδεμονία σου. Εγώ, μία άγνωστη στη ζωή σου, που όμως σε αγάπησα περισσότερο και από το ίδιο μου το παιδί, που χάθηκε εκείνη τη λευκή μέρα μαζί με τους γονείς σου. Πάντα με θεωρούσες γενναία. Δεν ήμουν όμως τίποτε παραπάνω από μία δειλή. Καταλαβαίνω πολύ καλά πως θα ήθελες να με αποκαλέσεις δολοφόνο των γονιών σου, καθώς και του παιδιού μου. Πως η σκέψη και η καρδιά σου θα ξεχειλίζουν από αισθήματα απέχθειας απέναντί μου. Πίστεψε με όμως. Τιμωρήθηκα όλα αυτά τα χρόνια. Όταν εσύ, κάθε φορά, με αποκαλούσες μαμά, αυτό ήταν μια συντριβή για εμένα, για το παιδί που έχασα και τους γονείς σου. Όταν σε γνώρισα στο τρένο, η μνήμη μου ήταν σαν ένα αχανές χιονισμένο τοπίο. Δεν μπορούσα να θυμηθώ τίποτε για τη ζωή μου, ως αποτέλεσμα του χτυπήματος στο τροχαίο. Εσύ με βοήθησες να θυμηθώ. Η δικαιοσύνη αποφάνθηκε την ολισθηρότητα του δρόμου, λόγω της πυκνής χιονόπτωσης, ως βασική αιτία του δυστυχήματος. Δεν ήξερε όμως κανείς, πως εγώ, εκείνη την περίοδο, ήμουν σε κατάσταση απεξάρτησης από το αλκοόλ. Νιώθω πως θα σκέφτεσαι τα χειρότερα για εμένα. Έχεις ένα μεγάλο, απόλυτο δίκιο. Μόνο δικό σου.  Πιο πολύ γιατί, όσο ζούσα, δεν βρήκα ποτέ την τόλμη να σου μιλήσω. Στο κλειδωμένο συρτάρι του σπιτιού, που σε παρακολουθούσα χρόνια να προσπαθείς να το ανοίξεις, έκρυβα μέσα τις δύο πετρούλες και αυτό το γράμμα, που δεν είχα την τόλμη, έστω να στο δώσω εγώ η ίδια και όχι ο δικηγόρος μας, όταν πια θα εγκατέλειπα αυτόν τον κόσμο. Συγχώρεσέ  με Λευκία. Σε παρακαλώ, με όλη τη δύναμη της ψυχής μου. Κάθε φορά, που θα ανεβαίνεις στον βράχο, εγώ θα σε καμαρώνω, από το δικό μου αστέρι, ψηλά στον ουρανό. Εγώ θα φωτίζω πάντα το χαμόγελό σου. Συγχώρεσέ με…»

Εκείνη τη στιγμή ένα απαλό αεράκι της πήρε το γράμμα, μέσα από τα χεριά. Ήθελε να φωνάξει με όλη της τη δύναμη. Ένιωθε την ψυχή της πληγωμένη, όπως πριν λίγη ώρα τα πόδια της από τις τσουκνίδες. Όχι δεν μπορούσε να της συμβαίνει αυτό. Έτρεξε να το πιάσει. Το ήθελε δικό της. Ο ήλιος άρχισε να βάφει με ένα απαλό, ρόδινο χρώμα την ατμόσφαιρα, που αντανακλούσε στο μάρμαρο του Παρθενώνα και γινόταν όλος ρόδινος, σαν το αίμα του Άδωνη. Έπιασε το γράμμα και το φύλαξε καλά στην τσέπη της ζακέτας της. Στη συνέχεια, άναψε με τα σπίρτα τα δύο κεράκια. Ένιωσε την ανάγκη, να προσευχηθεί εκεί ψηλά, στον βράχο πάνω. Ήθελε τους γονείς της. Ήθελε εκείνη. Δεν ήξερε τι να προσευχηθεί. Συγκίνηση, απογοήτευση, ίσως και απέχθεια, άρχισαν να την κατακλύζουν. Έκαψε προσεκτικά το γράμμα κι έσβησε αμέσως τα κεριά. Τη στάχτη την έθαψε βαθιά στο χώμα, δίπλα ακριβώς στην πέτρα όπου καθόταν τώρα μονάχη και άλλοτε μαζί της. Έπειτα, πέταξε από ψηλά, με όση δύναμη της είχε απομείνει το κλειδί και τις δύο πέτρες. Νόμιζε πως ελευθερώθηκε. Οι πύλες της Συννεφούπολης ήταν πια ανοιχτές κι εκείνη ελεύθερη να πηγαινοέρχεται, όποτε ήθελε.

Έπρεπε να κατέβει από τον βράχο, προτού σκοτεινιάσει ολότελα. Σε λίγο θα έκανε την εμφάνισή της και η κουκουβάγια. Χρόνια κάτοικος κι αυτή, εδώ πάνω στον ιερό της ιστορίας βράχο. Δεν κατάλαβε ποτέ γιατί τον αποκαλούσαν ιερό τον βράχο της Ακρόπολης. Ήταν, άραγε, σαν τις μορφές των Αγίων, που την ατένιζαν με βλέμμα μελαγχολικό και απόκοσμο, μέσα από τις εικόνες τους, στο κηροποιείο που επισκέφτηκε πριν κάποιες ώρες;

Ο ήλιος πια είχε ολότελα κρυφτεί πίσω από το βράχο. Το σκοτεινό μαύρο του ουρανού άρχισε να απλώνεται παντού.  Η οδός Αιόλου έρημη. Μόνα τα φώτα από τις λάμπες του δρόμου και από τα καφέ, που ήταν ακόμη ανοιχτά, γεμάτα από τουρίστες, να πίνουν απολαυστικά ροφήματα και να ανταλλάσσουν τις εμπειρίες τους,  από την ανάβαση  στην Ακρόπολη, μαρτυρούσαν τη μέρα που έφευγε σιγά σιγά. Εκείνη, μια μικρή κουκίδα, άγνωστη, ανάμεσά τους. Ίσως και κομμάτι της εμπειρίας τους, χωρίς να το γνωρίζουν. Σήκωσε το βλέμμα ψηλά. Ήθελε να ψάξει για το αστέρι των γονιών της. Για το αστέρι εκείνης. Δεν κατόρθωσε κάτι. Το σκοτάδι ήταν πυκνό και τα σκέπαζε όλα. Ίσως είχε και τους λόγους του. Ανανέωσε το ραντεβού της με τα αστέρια για αύριο…

Ίσως σας αρέσει και

2 Σχόλια

  • Μαριαπαπουτσακη
    10 Απριλίου 2022 at 02:30

    Τέλεια γραφή..πολύ όμορφο.συγχαττηρια λιανα

    • Λιανα Μιχελακη
      13 Απριλίου 2022 at 17:58

      Ευχαριστώ πολύ! Κάθε καλό εύχομαι!

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη