“Δείπνο αλά Ιταλικά”, ένα διήγημα της Κατερίνας Ευαγγέλου-Κίσσα

Το πρώτο του μαγαζί ήταν ένα παλιό επαρχιακό σπίτι, σε μια από τις πιο φτωχές γειτονιές της Νάπολης. Ο Μπρούνο στεκόταν στο απέναντι πεζοδρόμιο και το καμάρωνε έχοντας τα χέρια του στηριγμένα στη μέση του. Το πλατύ του χαμόγελο μαρτυρούσε πως ήταν περήφανος. Τα είχε καταφέρει. Ούτε ο ίδιος όμως δε γνώριζε ακόμα, πως αυτό το μαγαζί έμελε να αποτελέσει σταθμό στο είδος του, όχι μόνο στη χώρα του αλλά και στις μεγαλύτερες πόλεις ολόκληρης της Ευρώπης! Κοίταξε άλλη μια φορά την ξύλινη πινακίδα, που μόλις είχαν κρεμάσει οι εργάτες: “Da Bruno-Ristorante Italiano”.

Το ισόγειο φιλοξενούσε το όνειρό του και ο ημιώροφος τον ίδιο. Η στενή πρόσοψη του κτιρίου, χτισμένη με κόκκινο τούβλο, σκεπαζόταν από μια λευκή υφασμάτινη τέντα, η οποία ξεκινούσε ακριβώς κάτω από τα δύο παράθυρα του ημιώροφου. Το ενιαίο μεγάλο παράθυρο του ισογείου κοσμούσε ένα λευκό πλαίσιο και μια σειρά από κατακόκκινα γεράνια σε λευκές βαμμένες γλάστρες, κρεμασμένες απ’ άκρη σ’ άκρη. Στη τζαμαρία είχαν βάψει με άσπρα καλλιγραφικά γράμματα σε πράσινο φόντο, τη φίρμα, όπως και στην πλαϊνή ξύλινη πινακίδα, που μόλις είχαν κρεμάσει.

Μπροστά στο πεζοδρόμιο ήταν στρωμένα με λευκά λινά τραπεζομάντηλα, τρία στρογγυλά τραπεζάκια, αγκαζέ με δύο καρεκλίτσες το καθένα, ντυμένες κι αυτές σαν άσπρες νύφες με το λευκό ασορτί τους κάλυμμα. Τα λευκά πιάτα δεν ήταν μεν πορσελάνινα, αλλά ήταν τόσο προσεγμένα με το όμορφο και λιτό σχέδιό τους και με τα ανοξείδωτα σερβίτσιά τους στο πλάι με τις λινές διπλωμένες πετσέτες, που μαζί με τα κολονάτα ποτήρια για το κρασί και το νερό δίνανε έναν αέρα υπέρ του δέοντος αριστοκρατικό στο μικρό συνοικιακό μαγαζί.

Στο πάνω μέρος της πόρτας γυάλιζε ένα ασημένιο καμπανάκι, που μαρτυρούσε με τον λεπτό ευχάριστο ήχο του, κάθε κίνηση μέσα και έξω στη μικρή του τρατορία – γιατί επί της ουσίας, τρατορία ήταν ακόμα. Άλλο που ο Μπρούνο φιλοδοξούσε να το δει να μεγαλώνει με την αγάπη του και με τη δουλειά του, που προς το παρόν του άφηνε περιθώριο μόνο για πέντε ώρες ύπνο το εικοσιτετράωρο. Μα δεν τον ένοιαζε. Τα είχε καταφέρει.

Το εσωτερικό του Da Bruno ακολουθούσε το ίδιο προσεγμένο στυλ. Μικρές ροτόντες, φροντισμένα σερβίτσια, ένα βαζάκι με κόκκινα γεράνια σε κάθε τραπέζι. Στο βάθος ο ξύλινος πάγκος, που χώριζε τη σάλα από την κουζίνα, απ’ όπου ξεγλιστρούσανε στο χώρο οι πιο γαργαλιστικές μυρωδιές της παραδοσιακής ιταλικής κουζίνας. Πάνω στον πάγκο η ταμιακή μηχανή. Δίπλα μια μικρή βιβλιοθήκη. Τα βιβλία της παράταιρα με το χώρο. «Σημειώσεις από το υπόγειο» του Ντοστογέφσκυ, «Ο Βυσσινόκηπος» του Τσέχωφ, «Πόλεμος και Ειρήνη» του Τολστόι. Βιβλία που κάτι μαρτυρούσαν για το παρελθόν του ιδιοκτήτη τους.

Ο Μπρούνο χάιδεψε τις ράχες των βιβλίων απαλά με τις άκρες των δαχτύλων του, λες και φοβόταν μήπως τα σπάσει. Για μια στιγμή το μυαλό του γύρισε πίσω, τότε που σε αυτό το ίδιο το σπίτι η μάμα Τζούλια, τον έκρυβε από τους προδότες για δύο χρόνια στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ήταν τότε και με αυτά τα βιβλία, που ο Μπρούνο ξέφυγε από την τρέλα του εγκλεισμού. Ήταν τότε που αγάπησε όλες τις μυρωδιές από τον μικρό λαχανόκηπο στο πίσω μέρος του σπιτιού. Τον είχε φτιάξει πάλι εκείνο τον μικρό λαχανόκηπο. Όπως και είχε κρεμάσει μια φωτογραφία της γερόντισσας στην κουζίνα του, μιας και χάρη σε κείνη είχε μυηθεί στην τέχνη της παραδοσιακής κουζίνας της πατρίδας του. Τότε είχε καταλάβει πως όλες οι αισθήσεις συντελούν στη μέγιστη απόλαυση ενός καλομαγειρεμένου πιάτου.

Την αναπόλησή του διέκοψε ο γλυκός ήχος από το καμπανάκι στην πόρτα. Γύρισε αφηρημένος στην αρχή να δει ποιος μπήκε. Η παρουσία μιας όμορφης γυναικείας φιγούρας τον ξάφνιασε.

-Είστε ανοιχτά ή βιάστηκα πολύ να έρθω; τον ρώτησε με ένα ντροπαλό χαμόγελο η κοπέλα, κοιτώντας τους δείχτες του ρολογιού της που δείχνανε οκτώ ακριβώς.

-Αν γνώριζα πως θα ερχόσασταν εσείς θα είχα ανοίξει εδώ και χρόνια! τόλμησε να της απαντήσει ο Μπρούνο φλερτάροντάς την.

-Δεν σας έχω δει στη γειτονιά μας, από πού έρχεστε; τη ρώτησε καθώς τη συνόδευε στο τραπέζι της.

-Ω! Έρχομαι από αρκετά μακρiά! Μόλις πριν πέντε μέρες έφθασα στο λιμάνι σας απ’ την Ελλάδα, του χαμογέλασε και πάλι εκείνη.

Του παρήγγειλε για πρώτο πιάτο Καρπάτσιο, που της σέρβιρε με κάπαρη τουρσί και μια ελαφριά σως λεμονιού. Θαύμασε την αποφασιστικότητά της όταν έτρωγε τις λεπτοκομμένες, σαν τσιγαρόχαρτο, φέτες του ωμού μαριναρισμένου κρέατος, μιας και, υπέθετε, δεν ήταν μαθημένη σε τέτοιες γεύσεις, όπως οι βέρες ιταλιάνες. Συνέχισε με σαλάτα Καπρέζε, φτιαγμένη από ολόφρεσκια ντοματούλα από τον κήπο του, με φύλλα από δροσερό βασιλικό από τις γλάστρες του και φέτες από χλωρή βουβαλίσια μοτσαρέλα, που είχε φτιάξει ο ίδιος δυo μέρες πριν. Συνέχισε τρώγοντας μία κλασσική μακαρονάδα Ναπολιτάνε, με σάλτσα από φρέσκια ντομάτα και μυρωδικά, πασπαλισμένη με υπέροχο τυρί Πεκορίνο από την Τοσκάνη.

Της είχε προσφέρει μια κανάτα ροζέ βαρελίσιο κρασί, εξαιρετικής ποιότητας, ως κέρασμα για το προνόμιό της να είναι η πρώτη του πελάτισσα. Την παρακολουθούσε που έτρωγε με μικρές μπουκιές αλλά με σταθερό ρυθμό και όρεξη που έβαζε κάτω και άλογο ακόμα! Του άρεσε πολύ αυτή η νεαρή μελαχρινή ελληνίδα. Εκείνη την ώρα πέρασε από δίπλα του ο σερβιτόρος, ένα καλόκαρδο παλληκαράκι που δούλευε σαν τον σκύλο μαζί του για να πληρώνει τις σπουδές του.

-Amore a prima vista! (κεραυνοβόλος έρωτας!) του σφύριξε γελώντας.

-Σώπασε! τάχα τον μάλωσε ο Μπρούνο, αλλά του γέλασε πίσω.

Όταν η κοπέλα παρήγγειλε να φάει για επιδόρπιο Κανόλι, ένα παραδοσιακό γλυκό της Σικελίας, που αποτελούταν από μικρούς σωλήνες φτιαγμένους από τραγανή ζύμη, παραγεμισμένους με γλυκιά κρεμώδη γέμιση που περιέχει τυρί ρικότα, και έφαγε όλα τα Κανόλι της με τα δάχτυλα, βγάζοντας μικρά μουγκρητά και κλείνοντας τα μάτια από απόλαυση, την λάτρεψε.

Την επόμενη μέρα ήταν πάλι εκεί. Και τη μεθεπόμενη. Αυτή η κοπέλα ήξερε πραγματικά από καλό φαγητό! Και ήταν από κείνες τις τυχερές, που μπορούσαν να φάνε ό,τι υπάρχει στην κουζίνα και να μην πάρουν γραμμάριο. Έτσι είχε αφεθεί στα έμπειρα… μαγειρικά κόλπα του Μπρούνο, ο οποίος με τη σειρά του τρελαινότανε να της μαγειρεύει. Και γίνανε φίλοι. Κι έμαθε πως την κοπέλα την λέγανε Ειρήνη. «Ιρένε θα σε φωνάζω, να το ξέρεις», της είχε πει και κείνη συμφώνησε αδιαμαρτύρητα, δίνοντάς του ένα από κείνα τα ντροπαλά της χαμόγελα. Και πως είχε έρθει για ένα καλοκαιρινό σεμινάριο στην Ιστορία της Τέχνης -μιας και η ίδια ήταν καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο των Αθηνών- και την φιλοξενούσαν δύο τετράγωνα πιο πάνω. Και πως αγαπούσε παράφορα κάθε της κίνηση, κάθε της βλέμμα, κάθε της χαμόγελο. Και πως κάποια στιγμή θα τέλειωνε το καλοκαίρι και θα έφευγε. Κι αυτό δεν μπορούσε να το αντέξει ο Μπρούνο. Δεν ήθελε να την χάσει.

Κι έτσι, μια μέρα, την κάλεσε να πάει το βράδυ στον μικρό του κήπο, στο σχόλασμα, να πιούνε παρέα ένα ποτήρι κρασί. Κι εκείνη πήγε.

Ο Μπρούνο είχε ετοιμάσει μια πιατέλα με αχλάδια και σύκα, και φρέσκο τυρί γκοργκοντζόλα, που η κρεμώδης υφή του έδενε τέλεια με τα ώριμα φρούτα. Κι είχε και μια κανάτα φρέσκο και δροσερό ροζέ ημιαφρώδες κρασί. Και κάπου εκεί, μεταξύ τυρού και οίνου, της εξομολογήθηκε τον έρωτά του.

Εκείνη γύρισε και τον κοίταξε με τα μελιά της μάτια βουρκωμένα.

-Μα θα φύγω, το ξέρεις, του είπε απαλά και κείνος τινάχτηκε όρθιος σαν ελατήριο και την έσφιξε στην αγκαλιά του.

-Δε θα σ’ αφήσω να μου φύγεις, ψιθύρισε μέσα στα μαλλιά της κι έπειτα την φίλησε στα χείλη.

Παραδόθηκαν κι οι δύο στον έρωτά τους. Η ζωή τους φώτισε από χαμόγελα και πειράγματα. Η Ιρένε πήγε να μείνει μαζί του στο μικρό του διαμέρισμα στον ημιόροφο. Τα απογεύματα τον βοηθούσε και κείνη στην κουζίνα και τα γέλια τους φορές φορές ακουγόντουσαν έως έξω, κάνοντας τους πελάτες να κοιτιούνται συνωμοτικά χαμογελώντας.

Το φαγητό για τον Μπρούνο και την Ιρένε είχε αλλάξει πλέον εντελώς υπόσταση. Έτρωγαν ανάλογα με το πώς ένιωθαν. Όταν ήταν χαρούμενοι προτιμούσαν πολύχρωμες τροφές, όπως μακαρονάδα Αματριτσιάνα και όλα τα Αντιπάστι! Όταν ερωτοτροπούσαν τρώγανε συνήθως Σπαγγέτι ντι Μάρε. Εξαντλημένοι από τον έρωτα καταφεύγανε σε ταλιατέλες με πλούσια σάλτσα Καρμπονάρα. Κι άμα καμιά φορά τσακωνόντουσαν, πράγμα σπάνιο, η καυτερή Πουτανέσκα κατάφερνε να τους εξευμενίσει καταλήγοντας να γελούν, που θα μυρίζανε κι δύο σκόρδο!

Εκείνη πολλές φορές κατέβαινε το χάραμα ξυπόλητη τις σκάλες κι έκανε επιδρομή στα γλυκά, που είχαν περισσέψει από το προηγούμενο βράδυ στην κουζίνα. Τιραμισού με παντεσπάνι στο άρωμα του εσπρέσο, απαλή κρέμα και επικάλυψη πικρού κακάο. Πανακότα, δροσερή και καλυμμένη με υπέροχο γλυκό βύσσινο. Παγωτό με μασκαρπόνε και κανέλα.

-Εσύ θα είσαι η αιτία που θα παχύνω σαν βαρελάκι και μετά δε θα με θέλεις! έλεγε στον Μπρούνο μουτρωμένη καθώς έπεφτε στην αγκαλιά του.

-Καρδιά μου, δεν υπάρχει τίποτε ικανό να σε παχύνει εσένα, τρώγε ότι τραβάει η όρεξή σου! της απαντούσε εκείνος και την φιλούσε τρυφερά στο μέτωπο.

Ο έρωτάς τους ήταν η καλύτερη έμπνευση για τον Μπρούνο. Η κουζίνα του είχε γίνει ήδη γνωστή σ’ όλη τη Νάπολη.

Μια μέρα, ένας άγνωστος καλοντυμένος κύριος ζήτησε να δει τον σεφ. Ήταν η αποφράδα εκείνη ημέρα που η Ιρένε του είπε πως πλησίαζε ο καιρός για να φύγει. Η μέρα που είχε βουλιάξει η καρδιά του στα μαύρα τάρταρα. «Δε μ’ αγαπάς!», της είχε ξεστομίσει και με το κεφάλι σκυμμένο είχε κατεβεί στην κουζίνα του.

– Είμαι ο σεφ, με ζητήσατε κύριε; Υπάρχει κάποιο πρόβλημα; ρώτησε τον άντρα, που καθότανε σε ένα από τα τραπέζια κοντά στην κουζίνα.

– Το εναντίον. Κανένα πρόβλημα απολύτως. Απλώς θα ήθελα να παραγγείλω για κυρίως πιάτο, κάτι έξω από το μενού.

– Δεν το συνηθίζουμε, του απάντησε ο Μπρούνο, αλλά δε θα σας το αρνηθώ… Έχετε κάποια ιδιαίτερη προτίμηση;

– Όχι, θα το αφήσω στη δική σας διάθεση, του απάντησε ο άγνωστος άντρας.

-Είναι περίεργος τούτος ο τύπος . Έχει δοκιμάσει όλα μας σχεδόν τα πιάτα… του ψιθύρισε μπαίνοντας στην κουζίνα ο σερβιτόρος. Εγώ λέω ότι θα μας φεσώσει, δεν του λες να πάρει πόδι καλύτερα; συνέχισε ρίχνοντας ένα ανήσυχο βλέμμα προς την σάλα.

-Να μην ανησυχείς εσύ, του απάντησε ανόρεχτα ο Μπρούνο, πιο πολύ για να τον αφήσει στην ησυχία και τη στενοχώρια του.

-Sei tu che comandi… (εσύ είσαι το αφεντικό…) του απάντησε ο νεαρός σερβιτόρος κι έφυγε προς τη σάλα ανασηκώνοντας τους ώμους του.

Ο Μπρούνο υπέκυψε στην δυστυχισμένη του διάθεση και του έφτιαξε το… απαγορευμένο πιάτο. Ριζότο με σουπιές. Το μελάνι έβαφε το ρύζι κατάμαυρο και το αποτέλεσμα ήταν, αν μη τι άλλο, εντυπωσιακό. Είχαν πει όμως με την Ιρένε πως ποτέ, με ποτέ, δεν θα σερβίρανε κάτι τόσο μαύρο. Μα σήμερα ήταν το μόνο πιάτο που ταίριαζε με την πονεμένη του καρδιά. Ριζότο από άγριο ρύζι βρασμένο σε ζωμό από σουπιά. Το υπέροχα χυλωμένο ρύζι το ανακάτεψε με σοταρισμένα σε λευκό ξηρό κρασί κομμάτια από σουπιές, καλαμάρια, χτένια και μανιτάρια πόρτο μπέλο. Πρόσθεσε λίγα καραμελωμένα κρεμμύδια, σκόρδο, και φυσικά λίγη φρέσκια ντομάτα κομμένη σε μικρά καρέ. Όπως ήταν ολόμαυρο το στόλισε με ένα μοναδικό κλωναράκι φρέσκου μαϊδανού και το πασπάλισε με λίγο φρεσκοτριμμένο μαύρο πιπέρι.

 -Του έφτιαξες το απαγορευμένο πιάτο! διαμαρτυρήθηκε αδύναμα εκείνη, όταν σχόλασε η μέρα και κείνος ανέβηκε στο μικρό τους διαμέρισμα σέρνοντας τα κομμάτια του στα πόδια της.

-Δεν… θα… ξαναμαγειρέψω… ποτέ… αν… φύγεις… της είπε ξέπνοα κι εκείνη τύλιξε τα χέρια της γύρω από το λαιμό του. Σήκωσε το κεφάλι του και την κοίταξε στα μάτια.

-Ρομπέρτο ή Ντεμέτριο; τον ρώτησε εκείνη γλυκά. Είμαι σίγουρη πως θα είναι αγόρι. Είμαι σίγουρη πως εδώ είναι το σπίτι μου και η οικογένειά μου πια. Μα πρέπει να πάω για λίγο να κανονίσω τις εκκρεμότητές μου. Αυτό προσπαθούσα να σου πω το πρωί, μα δεν με άφηνες να πω ούτε λέξη τρελοϊταλέ! του είπε χαμογελώντας.

Εκείνο το βράδυ δεν κοιμηθήκανε. Δεν χώραγε η χαρά τους μέσα στα όνειρα. Σχεδιάζανε ήδη το πρώτο μαγαζί του γιού τους, αυτή τη φορά στην Ελλάδα!

Δύο μέρες μετά, μία από τις αρχαιότερες εφημερίδες της Ιταλίας, η Corriere della Sera, αναφέρθηκε στο μικρό, άγνωστο μέχρι τότε, εστιατόριο ως «ένα εστιατόριο για μυημένους!*»

(*πηγή:www.diavasame.gr)

Ίσως σας αρέσει και

2 Σχόλια

  • Λένα Μαυρουδή Μούλιου
    8 Ιουνίου 2016 at 17:36

    Μού άρεσε τόσο το διήγημα όσο και τα φαγητά Μού άνοιξαν την όρεξη και οι μυρωδιές τους” έσπασαν”τη μύτη .μου. .
    Άσε που ο ”έρωτας και η χαρά τους που δεν χώραγε στα όνειρά τους ”μού γέμισα την καρδιά με αισιοδοξία και πίστη ότι τον καθένα μπορεί κάτι καλό μπορεί να τον περιμένει εκεί που δεν το περιμένει…

    • Κατερίνα Ευαγγέλου - Κίσσα
      9 Ιουνίου 2016 at 15:01

      Χαίρομαι πολύ που σου άρεσε Λένα. Λατρεύω την ιταλική κουζίνα, αυτή η ιστορία μου έδωσε την ευκαιρία να “μαγειρέψω”! 🙂

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη