Γλάρωνα μετά τη χθεσινοβραδινή ξαγρύπνια, ψάχνοντας στο δίχτυ της να βρω κάτι να γράψω…
Άρχισα το ξεψάρισμα: Πλαστικά μπουκάλια, ένα μικρό διάφανο ψάρι, αλμυρόξυλα, φύλλα. Σαν να ‘ριξα το δίχτυ στα σκουπίδια… λυπήθηκα τον καρπό της θάλασσας. Απογοητεύτηκα, μπούχτισα…
Με παράτησε κι ο ξεχασιάρης ύπνος στην άκρη του κάμπου.
Πώς μου φάνηκε ότι δίπλα μου στάθηκε ένας ψαράς με μούσια, ήρεμος, ηρεμότατος, σαν καλόγηρος! Παράτησα το δίχτυ μπροστά στα μακριά δάχτυλα των ποδιών του.
«Είδες που σ’ τα ‘λεγα; Γράψε, καλύτερα»
«Δηλαδή;»
«Πιάσε την πένα!»
Το δείγμα γραφής πέρασε απ’ τον νου με μορφή ηλεκτρονικής επιγραφής φαρμακείου.
Αλλαξοδρόμησα:
«Αν ήταν κάμπος η θάλασσα;»
«Θα ‘μουν γεωργός».
«Θα γλίτωνες το ξεψάρισμα!»
«Κι η φρεσκαδούρα;»
«Ποια φρεσκαδούρα;»
«Αυτή που δε φαίνεται στον κάμπο!»
Ήθελα ν’ απομακρυνθώ κρατώντας τη γυαλάδα της. Αν ήταν κάμπος, θα ‘ταν σπαρμένος ίριδες! Θα βυθιζόμουν στο χρώμα τους.
Τα βήματα κόλλησαν.
Απόκαμα…
Θα του αποκαλύψω ότι είμαι δυσλεξική. Ότι νιώθω κάπως με το βάρος της ευθύνης στην πλάτη. Γύρισα το πρόσωπο και του φώναξα:
«Δεν έχω έμπνευση!»
Με κοίταξε χαϊδεύοντας το μούσι του. Παράτησε τη σαΐτα στο δίχτυ.
Οι φωνές έρχονταν από πολύ μακριά, μέσα από κάμπο και θάλασσα. Έσμιγαν στη βάση του λαιμού. Ισορρόπησαν το κορμί μου.
«Να γράψεις για την καινούρια σοδειά στ’ αμπέλια, τα ροζακιά του νησιού».
«Τι είπες;»
«Τα σταφύλια της στεγνής γης και του ήλιου».
«Τι;»
«Κρασάκι του Θεού!»
Δεν αντιδρούσα…
«Γράψε για τα σκουπίδια τότε».
«Σιγά, χιλιάδες ακτιβιστές έχουν προβάδισμα σ’ αυτό».
Βρέθηκα πίσω του σαν ανοιχτή πόρτα. Το ψαράκι σπαρτάρησε. Με συγκίνησε η διάφανη καθαρότητα στα εσώψυχά του και η μάχη του για ζωή. Θύμιζε την πρώτη συγγραφική μου απόπειρα.
«Έχεις καμιά ιστορία για το διαφανές ψάρι;»
«Αυτά τα πετάμε. Υπάρχει και το χριστόψαρο!»
«Το βρήκα! Θα γράψω για την ιδέα της συγγραφής μου και την αναζήτηση εκδότη».
«Αφού το μετάνιωσες είκοσι φορές. Θυμάσαι πόσο φοβήθηκες όταν κλείστηκες στο ασανσέρ, τότε, στο Κολωνάκι; Την απογοήτευση μέχρι να βρεις χρήματα να τυπώσουν το βιβλίο; Αγόρασες λαχείο, κρυφά, βγαίνοντας. Έτσι θα ενίσχυες τον εκδότη που θα τύπωνε το βιβλίο σου.
Έκλαψες, αλλά το άντεξες. Σκέψη δίχως χρήμα, θάλασσα χωρίς φρεσκαδούρα, καλή μου!»
…
«Πειράζει, δάσκαλε, να παρακολουθήσω χωρίς δείγμα γραφής;»
«Δεν πειράζει».
«Σας ευχαριστώ!»
Αφήστε το σχόλιο σας