«Γυναίκα στην εξοχή», ένα διήγημα της Κωνσταντίνας Βαληράκη

Στο πλάι άνοιξε την κουρτίνα του παράθυρου  και κοίταξε κάτω στο δρόμο. Τον έβλεπε, ψηλόλιγνη φιγούρα με μαλλιά, που άρχισαν ήδη να γκριζάρουν, να περπατάει αργά, αφηρημένα, να απομακρύνεται συλλογισμένα,  έτσι της φάνηκε.

Πριν λίγο μιλούσαν, ή προσπαθούσαν να μιλήσουν. Εκείνος δηλαδή. Ακριβώς δεν μιλούσε σαν να μονολογούσε. Εκείνη απλά κοίταζε, μια εκείνον  και μια τα χέρια της. Πολλές φορές τα χέρια της,  συνέχεια. Μετά τα βιβλία στο απέναντι ράφι τού δωματίου. Προσπαθούσε να καταλάβει τι της έλεγε. Σαν να μιλούσε μια άλλη γλώσσα.

Για ένα ταξίδι της μιλούσε. Ποιο ταξίδι, πάλι για πού; Συλλογίστηκε. Τώρα τελευταία έλειπε πολύ. Όμως δεν ρώτησε, περίμενε την απάντηση από εκείνον. Κατάλαβε, ή νόμιζε ότι κατάλαβε, πως εκείνος θα έλειπε για διάστημα, που ούτε ο ίδιος μπορούσε να προσδιορίσει. Ναι αυτό μάλλον το κατάλαβε. Δεν του απάντησε. Ένοιωθε ένα στρόβιλο στο δωμάτιο να την πηγαίνει πέρα-δώθε. Δεν του είπε τίποτε, δεν ήθελε να τον απασχολεί πολύ με τα δικά της, ήταν τόσο πολυάσχολος, έλειπε τόσο συχνά. Όχι καλύτερα ας προσπαθούσε να καταλάβει τι της έλεγε, παρατηρώντας τον συνάμα με ματιές κλεφτές.

Πολύ μεγαλύτερος της στην ηλικία, ήταν  σίγουρα ξεχωριστής παρουσίας, με το περήφανο  ανάστημα του, με  το χλωμό του πρόσωπο, που του έδινε μια ποιητική υπόσταση. Περισσότερο της άρεσαν τα χέρια του. Χέρια πιανίστα όπως  του έλεγε παλιά και ας μην είχε σχέση με τη μουσική. Πότε; Ούτε που θυμόταν πια. Τότε που της άφηνε ίσως  περισσότερο χώρο στο χώρο του και την άκουγε να του μιλά με εκείνο το αδιευκρίνιστο  χαμόγελο του. Τώρα της έλεγε ότι θα λείψει. Τελευταία έλειπε συχνά, το επανέλαβε στον εαυτό της. Ένοιωθε μοναξιά και λύπη, όταν εκείνος έφευγε. Ποτέ δεν της έλεγε πόσο θα λείψει. Έτσι αιφνιδιαστικός και απρόβλεπτος ήταν πάντα.

Δεν του απάντησε  σε ό,τι της έλεγε. Καταλάβαινε  μόνο, ότι για ένα διάστημα θα έμενε πάλι μόνη να περιμένει. Τον άφησε  να της αγγίξει με απαλό φιλί τα μαλλιά. Θα της τηλεφωνούσε, αυτό μόνο κι ύστερα έφυγε. Αμυδρά ήλθε στη μνήμη της η τακτική του. Ίδια πάντα. Αποφάσιζε εκείνος  και για τους δύο. Είχε ένα δικό του τρόπο, που δεν της άρεσε, αλλά τον άφηνε  να την πείθει στο κάθε τι. Άσκοπες οι προσπάθειες της να διαμαρτυρηθεί γι’ αυτό.

Άφησε το παράθυρο και αφέθηκε στην κουνιστή αντίκα πολυθρόνα της να λικνίζεται μπρος-πίσω, μπρος-πίσω. Απέναντι της ένας  πίνακας του Monet. Aντίγραφο δηλαδή, που της τον χάρισε πριν από μμμ!… δεν θυμόταν πια πότε, σε γενέθλιά της. Χειμωνιάτικα τα γενέθλια, αλλά ο πίνακας έδειχνε γυναίκα στην εξοχή με ομπρελίνο να περπατάει ανάμεσα από ανοιξιάτικα λουλούδια, κρατώντας από το χέρι ένα μικρό κορίτσι. Έτσι για να σου θυμίζει της είπε, όταν της τον χάρισε, ότι δεν αργεί η Άνοιξη, που αγαπάς και το κοριτσάκι που ονειρεύσαι συχνά ότι είσαι και τρέχεις στην εξοχή. Ήταν πράγματι ένα  παράξενο όνειρο, που έβλεπε συχνά, ότι ήταν μικρούλα και έτρεχε στην εξοχή κρατώντας ένα άγνωστο γυναικείο χέρι. Αυτός ο πίνακας ήταν το αγαπημένο αντικείμενο στο δωμάτιο, ο ίδιος το ήξερε. Εκείνος πάντα όλα τα ήξερε, ή τα καταλάβαινε, γι’ αυτό και της τον χάρισε.

Αυτός ο πίνακας της θύμιζε πάντα τη μητέρα. Της είχε αγοράσει κάποτε ένα παρόμοιο φόρεμα με αυτό της γυναίκας του πίνακα. Μακρύ με μωβ και ροζ μικρά, μικρά ανθάκια και ένα πλατύγυρο καπέλο με φαρδιά ροζ κορδέλα. Της πήγαιναν πολύ και τα δύο. Είσαι σαν Άνοιξη της έλεγε η μητέρα και τότε χαμογελούσε πολύ και ομόρφαινε ακόμη περισσότερο. Να γελάς μανούλα της έλεγε, να γελάς. Εκείνη την άκουγε και  χαμογελούσε. Σύντομα όμως το ξεχνούσε. Δεν είναι ο τύπος μου ο χαμογελαστός της έλεγε  όσο και αν προσπαθώ.

 Όμορφη  που ήταν η μητέρα όταν χαμογελούσε, με τα ξανθά της τα μαλλιά και τα γλυκά τεράστια  καστανά μάτια της. Η αλήθεια είναι ότι δεν χαμογελούσε συχνά. Είχε σχεδόν  μόνιμα μια σκέψη θα ‘λεγες στο βλέμμα, η καλύτερα σε όλο το πρόσωπο και την κίνηση της. Της άρεσε πολύ η μουσική. Έπαιζε όμορφα στο πιάνο. Παρακινούσε και την ίδια να ασχοληθεί με τη μουσική. Δεν μπορεί της έλεγε χαριτολογώντας κάποιο μικρό γονίδιο θα  το ‘χεις κληρονομήσει.

Όχι! η μουσική δεν ήταν η κλίση της. Αγαπούσε πολύ τη ζωγραφική, ήταν το μεγάλο ταλέντο της. Ακόμη και ο πατέρας, που δεν ήταν ποτέ ιδιαίτερα εκφραστικός με τα χαρίσματα της το παραδεχόταν.  Γι’ αυτό κανείς δεν εξεπλάγη με την απόφαση της, να σπουδάσει  στη σχολή Καλών Τεχνών. Έγειρε στο πλάι το κεφάλι, ήθελε τόσο πολύ να κοιμηθεί. Όμως δεν έπρεπε, γιατί σαν σύννεφα είχαν μαζευτεί στο μυαλό της οι σκέψεις. Πολλές σκέψεις και έπρεπε να τις βάλει σε μια τάξη.

Στο διπλανό διαμέρισμα ακούγονταν φωνές. Την ενοχλούσαν τόσο πολύ. Της άρεσε υπερβολικά η ησυχία. Εκείνος το ήξερε γι’ αυτό μιλούσε πάντα χαμηλόφωνα με εκείνη την απαλή καθησυχαστική  φωνή του. «Θυμίζεις μάγο» του έλεγε. «Καθηλώνεις με τη φωνή σου το συνομιλητή». Εκείνος χαμογελούσε. Το πίστευε, κολακευόταν ίσως γι’ αυτά του τα χαρίσματα, γιατί ήξερε πως πάντα την έπειθε για οτιδήποτε εκείνος θεωρούσε σωστό.

Αυτές οι φωνές τελικά την ενοχλούσαν. Θα ήθελε να τους το πει. Αδύνατον.  Από όταν έφυγε εκείνος ένοιωθε καθηλωμένη στην πολυθρόνα της. Αδύνατον να σηκωθεί, ένοιωσε την ανάγκη να κοιμηθεί, να κοιμηθεί πολύ και βαθιά.

Άνοιξε δύσκολα τα μάτια της. Θολό το τοπίο δεν της θύμισε τίποτε. Μια ανδρική φιγούρα ντυμένη στα λευκά  τη ρωτούσε. Δεν καταλάβαινε τι την ρωτούσε. Κατάλαβε ή μάλλον ο ίδιος της το είπε ότι ήταν γιατρός. Δεν καταλάβαινε γιατί βρισκόταν εκεί. Συγκεχυμένες μνήμες διαχέονταν  με δυσκολία μέχρι και το τελευταίο μόριο του μυαλού της. Δεν μπορούσε να θυμηθεί, καλύτερα ίσως να μην θυμόταν. Βρισκόταν σε ένα κρεβάτι. Στο διπλανό κάθισμα είδε απλωμένο το λουλουδένιο φόρεμα της και πάνω του το καπέλο της.

Σαν σκοτοδίνη να κάλυψε όλη την ύπαρξη της, όταν της ήλθε στο νου η φρικτή εικόνα που πέρασε από τα μάτια, στη συνέχεια  στο νου στην ψυχή και τέλος στο μεδούλι όλου του σώματος της. Η μητέρα πεσμένη στο πάτωμα μέσα σε μια λίμνη αίματος. Θέλησε μόνη της να «φύγει» έγραφε σε ένα σημείωμα, που άφησε, από αγάπη και λύπη. Δεν κατάλαβε, δεν πρόφθασε γιατί η ίδια σκοτοδίνη με αυτή που ένοιωθε και τώρα, την έκλεισε προστατευτικά στην αγκαλιά της. Πρόφθασε μόνο να δει το πρόσωπο τού πατέρα ίδια μάσκα, ανέκφραστο σκληρό και απορημένο, ανάκατο με πόνο, πολύ πόνο. Τίποτε άλλο μετά.

Προσπάθησε να συνέλθει να σταθεί στα πόδια της για να «αποχαιρετήσει» τη μητέρα. Ήθελε να φορέσει στο χαιρετισμό  το λουλουδένιο φόρεμα. Δεν την άφησαν, δεν ήταν πρέπον της είπαν, δεν αρμόζει στο πένθος. Αργότερα ίσως. Ανόρεχτα υπάκουσε. Ο πατέρας δεν πήρε θέση, ούτε καν της μίλησε σε όλη τη διάρκεια της αποχαιρετιστήριας τελετής. Δεν τον  καταλάβαινε.

«Ο πόνος παιδί μου» της εξήγησε μια μακρινή συγγένισσα «αλλοτριώνει τον άνθρωπο». Ανάμεσα τους σαν ξύλινο είδωλο πηγαινοερχόταν ο θείος Αλέξανδρος. Θείο τον έλεγε πάντα εκείνο τον ξεχωριστό άνθρωπο, που από όταν θυμόταν τη ζωή της, θυμόταν και αυτόν και ας μην ήταν θείος όπως πολλές φορές της είχαν πει. Ποτέ εξάλλου δεν της είχαν μιλήσει για συγγένεια μαζί του. Απλά, άνθρωπος αγαπημένος και απαραίτητος στην οικογένεια.

Ο «θείος» Αλέξανδρος ήταν γιατρός και  πάντα δίπλα τους. Πολυγνώστης, ομιλητικός και πολυταξιδεμένος! Λάτρης  της ποίησης, της μουσικής και της ζωγραφικής. Χαρισματικό τον έλεγε η μητέρα, αριβίστα τον αποκαλούσε χαριτολογώντας ο πατέρας, ενίοτε με δόσεις μικρής ζήλιας γιατί ήταν πάντα το επίκεντρο της προσοχής συμπεριλαμβανομένου και αυτού της μητέρας. Α! Και η ίδια τον θαύμαζε. Είχε πάντα μια τέλεια απάντηση για όλες τις απορίες και τα ερωτηματικά της.

Η μητέρα χαμογελούσε όταν τους έβλεπε να συζητούν. Εμπιστευόταν πάντα την κρίση του θείου Αλέξανδρου, έτσι έλεγε, και η ίδια συμφωνούσε απόλυτα μαζί της. «Μην με λες θείο» την πείραζε  όταν είχε μεγαλώσει αρκετά αλλά εξακολουθούσε να τον αποκαλεί έτσι. «Λέγε με Αλέξανδρο». Το κατάφερε κάποτε, δεν μπορούσε άλλωστε να του χαλάσει χατίρι, ήταν το ίνδαλμα της. Τίποτε δεν ίσχυε αν δεν το υποστήριζε ο θείος εεε… ο Αλέξανδρος.

Σε όλη τη διάρκεια της τελετής ήταν δίπλα της. Ο πατέρας εξακολουθούσε να κινείται σαν άψυχη μαριονέτα. Το πρόσωπο του και η συμπεριφορά του παρουσίαζε κάτι παραπάνω από πόνο. Αυτός ο πόνος δεν τελείωσε. Τον πήρε μαζί του, όταν σε σύντομο διάστημα πήγε να «συναντήσει» τη μητέρα, μολονότι δεν θα έπρεπε, σιγομουρμούριζαν κάποιες θείες από την πλευρά τη δική του. Όσες φορές η ίδια  ζήτησε διευκρινίσεις, απάντηση δεν πήρε. Διαισθανόταν κάποιο μυστικό, που πήραν και οι δύο μαζί τους ενώ  η ίδια αγνοούσε αλλά και  ούτε μπορούσε να μαντέψει.

Ύστερα από χρόνια από μια μέλλουσα να αποχαιρετήσει αυτό το μάταιο κόσμο θεία, έμαθε με έκπληξη μεγάλη ότι ο θάνατος τής μητέρας, που συμπαρέσυρε στη συνέχεια και αυτόν,  του πατέρα, οφειλόταν σε ερωτική της απογοήτευση. Ανεκπλήρωτος απαγορευμένος έρωτας. Αυτό μόνο! «Πέθανε από αγάπη και λύπη η μητέρα σου»  της είπε. Έχασε για λίγο τον κόσμο αλλά δεν έπαψε να  θυμάται με αγάπη μεγάλη ότι  αφορούσε τη μητέρα. Το λουλουδένιο φόρεμα το είχε ευλαβικά φυλάξει μαζί με το καπέλο, ενθύμια από εκείνη. Τουναντίον από τον πατέρα δεν είχε κάτι που να της τον θυμίζει έντονα.

Οι σπουδές της στην σχολή Καλών Τεχνών της εξασφάλισαν σίγουρη απασχόληση σε γνωστό μουσείο. Είχε βοηθήσει σε αυτό και ο Αλέξανδρος με τις πολλές και σπουδαίες γνωριμίες του. Ήταν δίπλα της πάντα. Από τον πατέρα δεν θυμόταν ανάλογη φροντίδα. Του το ‘λεγε κάποιες φορές και εκείνος χαμογελούσε αδιόρατα χωρίς σχολιασμούς.

Το πατρικό  σπίτι το  πούλησε δεν το άντεχε με όλες τις πικρές μνήμες που επισκίασαν όσες καλές υπήρξαν, γιατί η αλήθεια είναι ότι έζησε εκεί και όμορφα χρόνια. Ο θάνατος της μητέρας ήταν το τέλος της ζωής στο σπίτι αυτό. Στο νέο χώρο που αποφάσισε να ζήσει είχε και τη σύμφωνη γνώμη και άποψη του Αλέξανδρου. Ήταν πλέον δεδομένο ότι οι αποφάσεις όλες της ζωής της φιλτράρονταν από τις δικές του.

Στη σχολή οι συμφοιτήτριες την πείραζαν και την πίεζαν να τους πει αν ήταν πράγματι οικογενειακός φίλος,  ή ο δικός της φίλος. Η εμφάνιση του πάντα εξαιρετική, το επάγγελμα του ως γιατρός δελεαστικό, οι κοπέλες της εξηγούσαν ότι θα τις ενδιέφερε η γνωριμία μαζί του. Η ίδια δεν απαντούσε, ήξερε μόνο ότι χρόνο με το χρόνο ο  Αλέξανδρος ήταν ο μόνος άνθρωπος, που ουσιαστικά της είχε απομείνει και δεν την ενδιέφεραν οι όποιες προσπάθειες συνομήλικων της, για σχέση ή συμβίωση. Εκείνος τη μάλωνε και την παρακινούσε να ανοίξει νέα πεδία στη ζωή της.  Η ίδια αρνιόταν, αλλά παράλληλα δεν ήθελε να παραδεχθεί τους λόγους  αυτής της άρνησής της.

Υποψιαζόταν την ύπαρξη κάποιας γυναίκας, μολονότι εκείνος ποτέ δεν μιλούσε για την προσωπική ζωή του. Έλειπε συχνά και  η απουσία του της προκαλούσε λύπη και μοναξιά, πολύ μοναξιά. Ζωγράφιζε ατελείωτα το τελευταίο διάστημα. Ετοίμαζε ατομική έκθεση και εκείνος της είχε υποσχεθεί να βρίσκεται οπωσδήποτε στα εγκαίνια. Ήταν χαρούμενη ή σχεδόν χαρούμενη. Οι προοπτικές ήταν καλές για το ταλέντο και τη δουλειά της, έτσι τουλάχιστον έλεγε ο περίγυρος και κάποιες θετικές κριτικές που είχαν γραφτεί ειδικά γι’ αυτήν.

Ώσπου εκείνο το τηλεφώνημα! Στην  άλλη άκρη της γραμμής άγνωστη γυναικεία φωνή, φίλη του Αλέξανδρου, έτσι συστήθηκε τηλεφωνικά, ζήτησε να της μιλήσει για πολύ σοβαρό θέμα, έτσι  της είπε.                                                                                                                                                                                                                                                                                                      Aυτό τουλάχιστον κατάλαβε η ίδια. Εκείνο που δεν κατάλαβε και ούτε ο νους της μπορούσε να συλλάβει, ήταν ό,τι άκουσε. Αυτό το άκουσμα το καταλυτικό  εξηγούσε σκοτεινά και  ανεξήγητα σημεία  του παρελθόντος. Τίποτε άλλο μετά, μόνο σκοτάδι!

-*-

Την βρήκε πεσμένη στην κεραμιδί μοκέτα ντυμένη μ’ ένα  φόρεμα μακρύ, εκείνο το αγαπημένο της με τα ανοιξιάτικα τα  μωβ και ροζ λουλουδάκια. Είχε στο ένα χέρι της ένα ομπρελίνο και με το άλλο κρατούσε μια  κούκλα.

«Ίδια η γυναίκα στην εξοχή» σκέφθηκε «από τον πίνακα του Monet». O πίνακας όμως έλειπε από τον τοίχο για πρώτη φορά μετά από τόσα χρόνια. Πόσα; Ούτε αυτός πλέον θυμόταν. Τον είδε αργότερα πεσμένο στο πάτωμα κοντά της. Είχε σπάσει το τζάμι. Η γυναίκα στην εξοχή ήταν ελεύθερη από τα γυάλινα τοιχώματα που την είχαν εγκλωβίσει, έτοιμη να αποδράσει, όπως η ίδια απέδρασε για την   εξοχή του δικού της παραδείσου. Έτσι έγραφε  στο σύντομο σημείωμα που άφησε, εξηγώντας το φευγιό της στον «μάγο» της ζωής της και συνάμα… πατέρα   της.

Αργότερα εκείνος έμαθε,  ότι η αληθινή γυναίκα της εξοχής, όπως και η μητέρα της  πριν από πολλά χρόνια  πέθανε από αγάπη και λύπη…

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη