«Γουλιά – γουλιά καλοκαιριού και χρωμάτων επιρρήματα», γράφει ο Χρήστος Νιάρος

Με ένα αίσθημα απόλυτης αγαλλίασης αυτό το πρωινό του Αυγούστου μέσα στην χειμωνιά της Μελβούρνης με βρήκε να το θωρώ από το μπαλκόνι μου. Έπρεπε να βρω την κατάλληλη ή την καλύτερη γωνία να αποτυπώσω τη στιγμή, που ενώ η νύχτα με την υγρασία του χειμώνα φεύγει από την μια μεριά και από την άλλη η μέρα φανερώνεται και ξεμυτίζει. Τα αστέρια αχνά στους δρόμους του ουρανού και της ματιάς είναι εδώ, ακόμη και αν πήγανε να ξεκουραστούν. Παραμένουν  παρατηρητές έστω και στην απουσία τους αυτή την ώρα.

Μα, το ζητούμενο, στο γλυκό μεταίχμιο του πρωινού με την νύχτα σύνορο, είναι οι χρωματισμοί, οι πορτοκαλοκόκκινοι. Πόσες φορές να έχω δει αυτή την εικόνα; Και πόσες φορές από το ίδιο σημείο στεριάς να μην έχει ταξιδέψει η ματιά και οι πρώτες λέξεις σαν γουλιές καφέ; Νομίζω άπειρες.  Ρητορικά ερωτήματα φευγαλέα έρχονται. Αναρωτιέμαι και οι απαντήσεις τους ποτέ δεν είναι και δεν ήταν οι πιο γεμάτες, οι πιο απόλυτες. Όλα σαν ένα παραμύθι που  δωρικά, κοφτά και λυρικά βρίσκει στο φως ένα τέλος ή έστω μια καινούργια αφορμή αφήγησης. Δεν βάζω σε δοκιμασία τη μνήμη μου. Μια χειραψία τα χρώματα  μου δίνουν αφορμές. Σαν τσίμπημα και σκίρτημα.  Αλλά και ένα αντηχείο της πόλης γίνονται  που σιγά σιγά θα βγει από τον λήθαργο και από το όνειρό της και η καθημερινότητα θα αρχίζει το δρομολόγιο της άλλης πραγματικότητας.

Μια τρυφερή εξομολόγηση και αναστοχασμοί έρχονται και παρέρχονται στα χείλη μου. Αιωρούνται τα πάντα. Συγκριτικά, παράλληλα και κάθετα τέμνονται, εφάπτονται, αλληλοσυμπληρώνονται πολλές και διαφορετικές αποχρώσεις των χρωμάτων,  που ενώ βρεθήκανε στο διάβα της ζωής ορίζουν πορείες, ανάγκες και ταυτότητες. Με ταχύτητα όλα σε ταξίδι και στον ιδρώτα τους. Ο σταθμός του τρένου με το ρολόι απέναντι μου σταθερό σημείο περιμένει τα εισιτήρια των μετακινούμενων ονείρων και ο σκύλος της διπλανής πόρτας ξημερώνει όσο πιο σιωπηλά. Και αυτός βλέπει από το παράθυρό του. Ο καθείς στο δικό του χώρο ξημερώνεται. Ένα ταξίδι αφήγησης πάντα ξεκινάει περπατώντας με τα χρώματα. Δεν είναι άλλωστε στατικά και δεν είναι τα ίδια στο επόμενο κλάσμα δευτερολέπτου. Είμαι όμως στον παρονομαστή τού εδώ τους, ταξιδεύω στον αριθμητή του εκεί. Έτσι γίνονται αυτά. Και όλα χωράνε στην διάθεση και στην τελική της στροφή.

Το ίδιο πρωινό των αποχρώσεων, καλοκαίρι στο χωριό της Ροδαυγής και τα χρώματα να φτερουγίζουν μια στα βουνά, μια στο ποτάμι. Και ο καφές με την μάνα στην αυλή να κουβεντιάζει, να συμπεραίνει τις στιγμές και τους χρόνους όλων των εποχών. Γουλιά γουλιά τα χρώματα τα καλοκαιρινά αγκαλιάζουν την κάθε λεπτομέρεια των συνειρμών. Σαν τα καρύδια που ετοιμάζονται να υποδεχτούν τα χρώματα του πρωινού αλλά και πέφτουν από την επέλαση των πουλιών.  Όλα κλωνάρια και ρίζες. Μα τα χρώματα δίνουν παράσταση μπροστά στα μάτια μου. Χωρίς εισιτήριο και προϋποθέσεις το ηλιοτρόπιο και τα κοκόρια θα συμβάλουν σε αυτό. Κάθε λεπτομέρεια τους φωνάζει, σιωπά, χάνεται στη μνήμη αλλά και στην ανάμνηση των στιγμών μου. Είναι η δικιά τους περιπέτεια που ταξιδεύει και ενδεχομένως και το ελάχιστο της αντοχής, της επαναφοράς που η μέθη τους μου χαρίζει τα πάντα.  Στους τοίχους, στο κήπο, στην πάνω, στην κάτω και στην πέρα γειτονιά του χωριού χαρίζει το αργό τους χρόνο η κάθε απόχρωση απλόχερα.

Αύγουστος, μήνας των γιορτών, πανηγύρι καρπών και ανταμωμάτων. Μα και στο τώρα, που πάντοτε ξυπνάει νωρίς, όλα σέρνουν το χορό σαν το πανηγύρι και το καγκελάρι του χωριού στην πλατεία. Όλα στην καρδιά του καλοκαιριού και στο τραγούδι του τζίτζικα ζουν τον χρόνο τους.

Λίγο πριν ξημερώσει γίνονται όλα αυτά και το μάτι δεν χορταίνει την ομορφιά και τη στιγμή αυτή.  Ακόμη και αν θα τα πούμε αύριο, πάντοτε κάποιο υπόλοιπο θα περισσεύει. Τα βήματα της ψυχής πανηγυρικά θα υμνούν κάθε κουβέντα και την απόχρωσή της. Τίποτε δεν χάνεται και ο ήλιος θα τα πει με του φεγγαριού το γιόμα. Κάθε τόπος όμως  και ένα χρώμα. Οι λαλιές και οι εικόνες συνειρμικά τραβούν το δρόμο τους, σαν ημερολόγιο που το ξεφυλλίζεις και που η κάθε μέρα του είναι χρώμα και ταξίδι και σελίδα άγραφη. Λες και τα χρώματα γίνονται το όριο, δικλείδα ασφαλείας, σκίρτημα ψυχής και φράχτης αρωμάτων, μυρωδικών κήπου που πάντα είναι στον καιρό τους. Όλα κυματισμοί που δεν εξαντλούνται και ανοίγοντας διαδρόμους στις λέξεις και στα επιφωνήματα τους πιάνουν λιμάνι και σημείο και πέτρα θέασης. Χωρίς αποσιωπητικά χαλιναγωγώ τη στιγμή. Εδώ, στην πόλη, το χρώμα ανέγγιχτο σιγά σιγά θα μακρύνει. Θα γεμίσει από τόσες λαλιές. Εκεί, σε απόσταση εξ επαφής πάντοτε θα περιμένει. Και τα δυο στη γενναιοδωρία τους κερνάνε τις εποχές και τις πιθανότητές τους.  Έπρεπε λοιπόν και πρέπει να βρω την κατάλληλη γωνία να συγκεράσω, να ενώσω τις δυο εικόνες των επιρρημάτων που με κατοικούν και με ορίζουν. Όλα όμως κουβαλούν τον αέρα, το παραμύθι, την θερμοκρασία και την αλήθεια τους, με μια γεύση θαλπωρής, έστω και στο ελάχιστο των προτάσεων.

 


[Χρήστος Νιάρος – Ας γνωριστούμε]

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη