«Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες», γράφει ο Τόλης Αναγνωστόπουλος

Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες/Μικρό βιογραφικό

Ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες (6 Μαρτίου 1927 – 17 Απριλίου 2014) ήταν σπουδαίος Κολομβιανός συγγραφέας, βραβευμένος με Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Θεωρείται ο σημαντικότερος εκπρόσωπος τού λογοτεχνικού ρεύματος τού μαγικού ρεαλισμού και ένας από τους μεγαλύτερους συγγραφείς όχι μόνο τής ισπανόφωνης αλλά και της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Έγινε διάσημος με το μυθιστόρημά του Εκατό χρόνια μοναξιά (1967), ενώ επίσης σημαντικά θεωρούνται τα έργα του Το φθινόπωρο του Πατριάρχη (1975), Χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου (1981) και Ο έρωτας στα χρόνια της χολέρας (1985).

Ο Μάρκες εργάστηκε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του ως δημοσιογράφος και σεναριογράφος. Υπήρξε φίλος του Φιντέλ Κάστρο και για μεγάλο χρονικό διάστημα τού είχε απαγορευτεί η είσοδος στις ΗΠΑ, λόγω της στήριξής του σε αριστερά καθεστώτα που ήταν ενάντια σε αυτές.

Αναλύοντας τον Μάρκες

Βασικός εκπρόσωπος τού μαγικού ρεαλισμού ενός καθαρά λατινοαμερικάνικου λογοτεχνικού ρεύματος ο Μάρκες γράφει, φαντάζεται σκηνοθετεί ιστορίες με ήρωες πραγματικούς ή μη, ζωντανούς ή νεκρούς. Ο χρόνος δεν έχει τόση σημασία όσο αξίες όπως η ζωή και ο θάνατος, η ηθική και η αλήθεια. Ο Μάρκες φαίνεται πολλές φορές «να τραβάει τις ιστορίες από τα μαλλιά». Οι ιστορίες που άκουγε από τη γιαγιά του για φαντάσματα και από τον παππού του για μάχες και εμφυλίους πολέμους διέγειραν τη φαντασία του και απετέλεσαν το υλικό για τα επιτυχημένα μυθιστορήματά του.

Η πραγματικότητα για τον Μάρκες δεν είναι ποτέ δεδομένη, τίθεται συνέχεια υπό αμφισβήτηση, το μαγικό έρχεται και δένει μαζί της προσδίδοντας μια άλλη εσάνς φανταστική και λυρική, δεκανίκι του ανθρώπου στη μάχη του για επιβίωση σε έναν κόσμο που πολιτικά και κοινωνικά τον πιέζει και τον στύβει.

Για να πετύχει το σκοπό του ο  Μάρκες χρησιμοποιεί ένα απίστευτο λογοτεχνικό οπλοστάσιο με υπερβολές, παραβολές (όπως στη Βίβλο), παραμύθια, δοξασίες και αφηγήσεις ηλικιωμένων ανθρώπων. Ταυτόχρονα όμως αναπτύσσει ένα τρομερό κρεσέντο με λεπτομερείς περιγραφές της πραγματικότητας ζαλίζοντας, υπνωτίζοντας τους αναγνώστες, οι οποίοι είτε δεν μπορούν να ξεχωρίσουν το πραγματικό από το μεταφυσικό είτε δέχονται αδιαμαρτύρητα ό,τι μαγικό τους πλασάρει.

Ως άλλος μάγος, άλλες φορές ακινητοποιεί το χρόνο άλλες του δίνει ώθηση ή τον επιβραδύνει ούτως ώστε οι ιστορίες που φέρνει από το παρελθόν να έχουν υπόσταση στο παρόν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η εισαγωγή τού «Εκατό χρόνια μοναξιά» – ξεκινά με μια μελλοντική σκηνή και  αμέσως μετά επαναφέρει τον αναγνώστη στο παρελθόν-παρόν της ιστορίας.

Όπως έλεγε και ο ίδιος:

«Είμαι ένας συγγραφέας από δειλία. Η αληθινή κλίση μου είναι προς τη μαγεία, αλλά κάθε φορά που προσπαθώ να την εξασκήσω τα χάνω σε τέτοιο βαθμό, που αναγκάστηκα να καταφύγω στη μοναξιά τής λογοτεχνίας».

 

Τα έργα μιλάνε, όχι τα λόγια

Με μια φράση: «ΠΙΣΤΕΥΕ ΚΑΙ ΜΗ ΕΡΕΥΝΑ»

 

Ο ΕΡΩΤΑΣ ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΧΟΛΕΡΑΣ

Ήταν αναπόφευκτο: η μυρωδιά από πικραμύγδαλα τού θύμιζε άτυχους έρωτες. Ο γιατρός Χουβενάλ Ουρμπίνο την ένιωσε από τη στιγμή που μπήκε μες στο σκοτεινό ακόμα σπίτι, όπου είχε τρέξει βιαστικά για ν’ ασχοληθεί με μια περίπτωση που από χρόνια είχε πάψει να είναι επείγουσα. Ο Χερεμία δε Σαιντ Αμούρ, πρόσφυγας από τις Αντίλλες, ανάπηρος από τον πόλεμο, φωτογράφος για παιδιά κι ο πιο πονετικός του αντίπαλος στο σκάκι, είχε ξεφύγει μια για πάντα από τα βασανιστήρια της μνήμης, με αναθυμιάσεις από υδροκυανιούχο χρυσό.
Βρήκε το πτώμα σκεπασμένο με μια κουβέρτα, στο ράντσο που κοιμόταν πάντα, κοντά σ’ ένα σκαμνί με μια μικρή λεκάνη που ο νεκρός είχε μεταχειριστεί για να εξατμίσει το δηλητήριο. Στο πάτωμα, δεμένο στο πόδι του ράντσου, βρισκόταν το ξαπλωμένο σώμα ενός μεγάλου μαύρου δανέζικου σκύλου με χιονάτο στήθος κι από κοντά οι πατερίτσες. Το δωμάτιο, που χρησίμευε για κρεβατοκάμαρα και εργαστήριο ταυτόχρονα, πνιγηρό και στενάχωρο, μόλις είχε αρχίσει να φωτίζεται από τη λάμψη της αυγής μέσα από τ’ ανοιχτό παράθυρο, αλλά το φως ήταν αρκετό για ν’ αναγνωρίσει την εξουσία του θανάτου. (Από την έκδοση)

Ο έρωτας δε μένει ποτέ ο ίδιος, επειδή οι άνθρωποι αλλάζουν.

ΕΚΑΤΟ ΧΡΟΝΙΑ ΜΟΝΑΞΙΑ

Σε ένα χωριό, το Μακόντο, που μαστίζεται από μια επιδημία αϋπνίας, μια βροχή κρατάει τέσσερα χρόνια, έντεκα μήνες και δύο μέρες και που νεκροί και ζωντανοί συνυπάρχουν είναι το σκηνικό του βιβλίου. Η  οικογένεια Μπουενδία σε επτά γενιές. Ο συνταγματάρχης Αουρελιάνο, απόγονος τής ίδια οικογένειας, από την άνοδο έως την ηχηρή του πτώση. Όλα τα μέλη της οικογένειας είναι καταδικασμένα στη μοναξιά εξαιτίας μιας και μόνο πράξης, μιας αιμομιξίας. Ο Μάρκες αναζητά τις αιώνιες αλήθειες μέσω της αφήγησης με τη σφραγίδα του μαγικού ρεαλισμού, εμπλέκει το φανταστικό με το πραγματικό και με άξονα την οικογένεια των Μπουενδίας μιλά για την ιστορία μια χώρας ή και ολόκληρου του κόσμου. Ο Μάρκες στα καλύτερά του, στο έργο που τον καθιέρωσε ως έναν top class  λογοτέχνη που στον τομέα του απλά δεν υπάρχει δεύτερος…

 

ΟΙ ΘΛΙΜΜΕΝΕΣ ΠΟΥΤΑΝΕΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΟΥ

Τη χρονιά που έκλεινα τα ενενήντα χρόνια μου θέλησα να κάνω δώρο στον εαυτό μου μια νύχτα τρελού έρωτα με μια έφηβη παρθένα. Θυμήθηκα τη Ρόζα Καμπάρκας, ιδιοκτήτρια ενός παράνομου οίκου ανοχής, η οποία συνήθως ειδοποιούσε τους καλούς πελάτες της όταν είχε κάποια άβγαλτη διαθέσιμη. Ποτέ δεν είχα υποκύψει σ εκείνον ή σε κάποιον άλλο από τους πολλούς αισχρούς πειρασμούς της, αλλά αυτή δεν πίστευε στην αγνότητα των αρχών μου. «Ακόμα και η ηθική είναι υπόθεση χρόνου», έλεγε μ’ ένα μοχθηρό χαμόγελο, «θα το δεις».
Ένας ηλικιωμένος δημοσιογράφος αποφασίζει να γιορτάσει τα ενενηκοστά γενέθλιά του με μεγαλειώδη τρόπο, δίνοντας στον εαυτό του ένα δώρο που θα τον κάνει να αισθάνεται ότι είναι ακόμα ζωντανός, μία νεαρή παρθένα.
Όταν τη συναντά σε έναν οίκο ανοχής, ανακαλύπτει ότι βρίσκεται στο χείλος τού θανάτου, όχι από γηρατειά αλλά από έρωτα. Αυτό το συγκινητικό νέο μυθιστόρημα του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, γραμμένο με το απαράμιλλο στιλ ενός από τους μεγαλύτερους συγγραφείς του αιώνα μας, αποτελεί έναν ύμνο προς τον έρωτα. (από το οπισθόφυλλο του βιβλίου)

Συγγραφικό ισοζύγιο

Ο Μάρκες είναι κορυφαίος στο είδος του. Τελεία και παύλα. Κεντάει με την πένα του, κάνει περίεργες ωσμώσεις και προσμίξεις στα έργα του, παντρεύει υπερβατικό και κανονικό και λέει πολύ ωραία δομημένες ιστορίες. Χαίρεσαι να τον διαβάζεις. Μέχρι εκεί όμως.

Λοιπόν ακούστε: ωραίος ο τύπος και ο μαγικός ρεαλισμός του. Σε όλους αρέσουν τα παραμύθια ειδικά αν αυτός που τα λέει έχει χάρισμα, ταλέντο και μοναδική τεχνική. Εντάξει να προσπαθήσουμε να βάλουμε τους εαυτούς μας σε εκείνη την εποχή για να καταλάβουμε το συγγραφέα, που όντως με τη μαγική του δεξιοτεχνία και τον έμμεσο τρόπο να επιτίθεται και να σφάζει με το γάντι πολιτικούς και πολιτικές (δικτατορικές) τού καιρού του άφησε έντονο το στίγμα του και πήρε επάξια τη θέση του ανάμεσα στους μεγάλους λογοτέχνες. Μην ξεχνάμε πως ο μαγικός ρεαλισμός σαν κίνημα συνδέθηκε σχεδόν αποκλειστικά με τη Λατινική Αμερική του 1950 με την οργιώδη βλάστηση, την εξωτική φύση, τις δοξασίες αλλά και το εξαιρετικά βαρύ και ασήκωτο πολιτικό σκηνικό, που σαν ντόμινο παρέσυρε τη μια χώρα μετά την άλλη σε καθεστώς δικτατορίας.  Όμως εμείς που τα διαβάζουμε τώρα είμαστε άλλη γενιά, πώς να το κάνουμε. Δε συγκινούμαστε όλοι τόσο εύκολα από τις ιστορίες γιαγιάδων, αρχέτυπων πολιτισμών και από λογοτεχνικά τρικ τύπου Μάικ Λαμάρ, γιατί πολύ απλά μάθαμε πως δεν υπάρχουν και ήταν fake.

Είναι σίγουρα υποκειμενικό θέμα η ανάγνωση. Αν μπορείτε να αντέξετε υπερβολές τύπου «έβρεχε τέσσερα χρόνια, έντεκα μήνες και δύο μέρες» ή την αλλοίωση κάθε έννοιας πραγματικότητας με το «Η γη είναι ολοστρόγγυλη σαν πορτοκάλι, αν πρέπει να τρελαθείς οπωσδήποτε, τότε να τρελαθείς μόνος σου αλλά μην προσπαθείς να βάλεις στο μυαλό των παιδιών τσιγγάνικες ιδέες» που λένε οι ήρωες τού «Εκατό χρόνια μοναξιάς», οκ. Στα αρνητικά του  το γεγονός πως το 1982, στην τελετή απονομής του βραβείου Νόμπελ Λογοτεχνίας, στην ομιλία του, για την τιμή που του έκανε η Σουηδική Ακαδημία, τόνισε ότι αποδέχεται το Νόμπελ, ένα βραβείο που είχε κατακρίνει παλαιότερα, στο όνομα «του λατινοαμερικανικού λαού, ο οποίος έχει καταπιεστεί από τον ιμπεριαλισμό». Όπως επίσης γιατί αν και διακήρυττε την αριστερή του ιδεολογία, ζητούσε απίστευτα ποσά για μια απλή συνέντευξη (κάτι σαν αριστερός με δεξιά τσέπη).

Εγώ προσωπικά βγάζω το καπέλο στον Μάρκες για πολλά, όπως το μοναδικό στυλ αφήγησης, την βαθιά κατάδυση στην ανθρώπινη ψυχολογία και τον πλάγιο τρόπο που βρίσκει και επιτίθεται δριμύτατα σε συστήματα διακυβέρνησης και αξίες τής εποχής αλλά δε θα του δώσω ούτε θετικό ούτε αρνητικό πρόσημο. Ίσα βάρκα, ίσα πανιά.

Και για το τέλος:

ΑΤΑΚΑ ΚΑΙ ΕΠΙΤΟΠΟΥ

-Ποτέ δεν μιλάω για λογοτεχνία επειδή δεν ξέρω τι είναι και εκτός αυτού είμαι πεπεισμένος ότι ο κόσμος θα ήταν ακριβώς ο ίδιος χωρίς αυτήν. Από την άλλη, αντίθετα, είμαι πεπεισμένος ότι θα ήταν εντελώς διαφορετικός χωρίς αστυνομία. Ως εκ τούτου, πιστεύω ότι θα ήμουν πολύ πιο χρήσιμος στην ανθρωπότητα, αν αντί για συγγραφέας είχα γίνει τρομοκράτης.

-Οι τρελοί παύουν να είναι τρελοί, αν κάποιος αποδεχτεί την αιτία της τρέλας τους.

 -Είναι καλύτερο να πηγαίνεις κάπου την λάθος στιγμή, παρά να περιμένεις για την πρόσκληση.

 -Κανένας δεν αξίζει τα δάκρυά σου, αλλά όποιος και να τα ‘ξιζε, δεν θα σε έκανε να κλάψεις.

 -Σ ’ αγαπώ, όχι για το ποιός είσαι, αλλά για το ποιός είμαι εγώ όταν είμαι δίπλα σου.

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη