«Για να μην φεύγουμε μόνοι και χανόμαστε», γράφει ο Χρήστος Νιάρος

Σε ένα κόσμο, που ο ένας φεύγει από τον άλλο, δεν υπάρχει τίποτε λιγότερο αλλά και τίποτε περισσότερο, παρά μια εξομολόγηση σε ασπρόμαυρη φωτογραφία. Και στο κενό που ανοίγεται ή κομπιάζει να ειπωθεί, να το ξαναορίζουμε αλλά και να το ερμηνεύσουμε. Στο χαρτί και στο όρθιο, το γνώριμο και το μακρινό τους, στα σκαλοπάτια και στο τυχαίο θα βρει αλλιώς τα χείλη σου να το  κεντήσουν. Λυτρωτικά και στιγμιαία θα κόψουν και θα ράψουν και τις λέξεις και τα  σχοινιά τους. Στην καλύτερη των περιπτώσεων όταν σου δαγκώνει τα χείλη το ειπωμένο που κρέμεται στην γωνία των δωματίων και στους καθρεφτισμούς του ηλιοβασιλέματος, τα αυτονόητά του αποδομούνται γραμμή την γραμμή, νήμα το νήμα. Με ένα ποτήρι λέξεις σβήνουν τα σκοτάδια του νου.  Στης στιγμής τα δεδομένα τους πάνε αλλού και κουρνιάζουν. Και έρχονται στους δρόμους σου από άλλη αφετηρία  να σε φωτίζουν.

Το νερό στη στέρνα των ονείρων θολό και κουρασμένο. Αστράφτει η αιωνιότητά του όταν το φιλτράρεις και η χορωδία των σπασμών πενθεί, αναπνέει και πάλλεται στους χρωματισμούς που έρχονται ,ακόμη και από ‘κει που δεν τους περιμένεις. Δεν υπάρχει τρυφερότητα στα χαλάσματα που πέφτουν. Οι μύθοι αναστενάζουν πίσω από τις μεγάλες πόρτες, σχεδόν σαν παρενθέσεις αναγκαίες και η ερμηνεία τους μια ακόμη αγιάτρευτη πληγή γίνονται της ώρας διαδρομή χωρίς ξέφωτα. Και οι παράλληλες πραγματικότητές τους γίνονται όριο συνομιλίας και παρατηρητές σου.

Η επικράτεια αλλοτινών εποχών, δίπλα δίπλα με την σιωπή σου,  ανάβει τα φώτα της. Εικάζω πορείας. Λαχτάρα το τελεσίδικο των συμπτώσεών τους, σε πείσμα μνήμης γέρνει το κεφάλι του στους ώμους σου. Η αναπνοή του δίπλα σου δεν σε βαραίνει, όσο και αν τεμαχίζεται και δίνεται σε δόσεις. Γνώριμα και τα ερωτήματα, σχεδόν επετειακά, ανάβουν τα κεριά των αναμνήσεων, αλλά μέχρι της τελικής τους πτώσεως κάποιο χέρι υπευθυνότητας στιγμιαία -μάλλον ακαριαία- τα σβήνει. Το ανικανοποίητο κουράζεται να ξεφυλλίζει ιλουστρασιόν περιοδικά και να συγκρίνει με το νυχάκι του μια θνητότητα περαστική. Το χρώμα αποτελεί μια λεπτομέρεια που μένει γύρω σου όσο και να το ξύνεις, δεν είναι χαμένος χρόνος. Μια οικειότητά του, που γεμίζει επιθυμίες στο μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα, αναστοχάζεται πιο καλά ότι χάνεται από τον έλεγχο των ματιών σου.

Φαινομενικά, όλες οι εικόνες είναι βερεσέ στο δούναι και λαβείν των μη γενομένων και των δευτερολέπτων  τα λοιπόν σε κοιτούν στα μάτια  με την αλήθεια τους. Ακόμη και οι καρποί της -και από τις άκαρπες υπομονές σου- οργώνουν του χρόνου τις στάχτες ξανά και ξανά. Αρκεί τα χώματα  να τα μυρίζεις και με τις εποχές τους  να τα ‘χεις και κόντρα και καλά. Το μεροδούλι-μεροφάι θέλει παρέα και για να λέγεται και για να ανοίγει λογαριασμούς με τις εποχές. Οι υπομονές τούτες, ξημερώνουν ανέπαφες συναλλαγές με τις χαρές, τις εμμονές και τις ήττες,  και τα χρωστούμενα όνειρα μένουν βουβά στο ράφι της κουζίνας.  Είναι εκεί, αρκεί το χέρι και το μάτι να τα δει. Από πάνω μέχρι κάτω  να τα μυρίζει. Και για να μη λήξουν, να τα φέρει πιο μπροστά από την σιωπή του.

Είδωλα απατηλά κάποιες ώρες μονόχνωτης πλήξης ξεπροβάλουν από τον καθρέφτη της νύχτας. Απατηλά, ανύπαρκτα, χωρίς συντακτικό και με ρούχο ευκαιριακό, ανοίγουν την ατζέντα τους μπροστά σου. Αποτίμηση ζωής και γραφικών θορύβων οι ψιθυρισμοί της ώρας τους ατμίζουν αξόδευτους μονολόγους στα μαγειρέματα. Στους κυματισμούς των αναλφάβητων δρόμων, σχεδόν σαν σε μια άδεια πόλη χωρίς μιλιές, φωταψίες διαφημιστικές κλέβουν την άκρη των ματιών σου. Χωρίς δισταγμούς και τα ακίνητα αγάλματα των μεγάλων γεγονότων, από την πλατεία βρίσκουν την ευκαιρία  αυτή την ώρα να ξεμουδιάσουν. Μια ακόμη συνάντηση μαζί τους και η καθημερινότητά σου σε πάει στα μύχια της ψυχής και όλα τα μεδούλια σου ανταμωμένα.

Κανένας επίλογος δεν γράφεται ούτε λέγεται με σιωπή. Τις νύχτες που γυρνάς το κλειδί στην πόρτα, για άλλα αμπαρωμένα όνειρα  και με ρίγος συνήθειας, η άλλη, η διπλανή σου πόρτα, το ίδιο κάνει. Η απόσταση ανάμεσά μας δυο βήματα δρόμος στο πετσί μας και στου αέρα τα λόγια με σύννεφα ακατοίκητα το γεμίζουν. Και τα ημερολόγια και οι καρέκλες αμεριμνησίας το ξέρουν εδώ και χρόνια. Στην σιωπή που υπακούει πια στο νόμο των μηνυμάτων, συμβατικά οι φλέβες των εικόνων τους σαν συνοδευτικό, και με όλες οι προβλέψεις τους, θέλουν να σε βολτάρουν. Σε ένα δωμάτιο που όλοι το ίδιο το κοιτάμε -ρωγμές, δεν πεινάω και όλα καλά- από ένα αλλιώς τους  βρίσκουμε ατέλειες και γωνίες σιγουριάς να μας προχωρούν. Στις άλλες τους αναχωρήσεις  υπάρχουμε ανανεωμένοι. Χαμηλόφωνες ηχογραφήσεις φωνών γνώριμων υπάρχουν παντού, ακόμη και στους τοίχους και στα αυθόρμητα ξαναθυμούνται. Ο αναθρώσκων καπνός είναι πάντα και αυτός εκεί, για να σου καίει τα μάτια και να σου δίνει νόημα. Και ότι άλλο ροδίζει και στις πέτρες και στα μπαλκόνια, χωρίς πολλά λόγια το αυθεντικό δεν νερώνεται. Το βλέπουν και οι Βασιλικοί και οι Αμάραντοι, εκεί που λες ότι βάζεις τέλος στις σκέψεις σου και είσαι έτοιμος να μαζέψεις τα χαρτομολύβια σου, είσαι πάλι στην αρχή.

Αυθόρμητα τα λέω αυτά, όσο χρειάζεται. Και τα ματαξαναλέμε το ίδιο και αλλιώς και πάλι. Για να μην χανόμαστε  και φεύγουμε μόνοι…

 

Μελβούρνη, 2022.


[Χρήστος Νιάρος – Ας γνωριστούμε]

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη