«Βραχυκύκλωμα», γράφει η Λένα Μαυρουδή-Μούλιου

Ανάστατη η μεγάλη πολυκατοικία όπου ήταν και το διαμέρισμα της Πέρσας. Τα συνεχή και απελπισμένα γαβγίσματα τού μικρού πεκινουά τής Βιβής στον πρώτο, ανησύχησαν τους ενοίκους και βέβαια την διαχειρίστρια. Δεν ήταν φυσιολογικό αυτό το συνεχές κλάμα του σκυλιού. Πίεσαν λοιπόν την υπεύθυνη να επέμβει, για να δουν τι συνέβαινε στο σπίτι της Βιβής, μιας και ούτε στο τηλέφωνο απαντούσε ούτε στο κουδούνι που της κτυπούσαν. Εκείνη, βρίσκει το κλειδί που αντιστοιχούσε σε τούτο το δυάρι και με πολύ κακά προαισθήματα ανοίγει και μπαίνουν μέσα. Το σκυλί τραβώντας την από την φούστα την οδηγεί στο μπάνιο και το θέαμα που αντίκρισε, εφιαλτικό. Η Βιβή επέπλεε μάλλον άπνοη, στην ξέχειλη μπανιέρα, με τα νερά να έχουν κάνει λίμνες τα πατώματα και των όμορων με το μπάνιο χώρων.

‘’Χριστέ και Απόστολε, πώς να το έπαθε αυτό το δόλιο το κορίτσι;’’

Επειδή όμως πολλά είχε ακούσει για τέτοιου είδους θανάτους και τι τους προκαλούν, μα και το κίνδυνο που απειλούσε τους προστρέξαντες για βοήθεια, έσπευσε στο ηλεκτρικό ταμπλό και κατέβασε τον γενικό διακόπτη. Εδώ και το σκυλάκι, από μια περίεργη αίσθηση του κινδύνου δεν πλησίαζε την μπανιέρα και μόνον όταν η διαχειρίστρια αποσόβησε τον κίνδυνο και άλλης ηλεκτροπληξίας και κατάλαβε ότι ο κίνδυνος πέρασε και πάει, όρμησε σαν παλαβό σαν να ήθελε να σώσει την κυρά του που πια, απολύτως τίποτα και κανείς, δεν μπορούσε να την σώσει.

Παρ’ όλο της το shock, η γυναίκα είχε την απορία πώς και με τέτοια συμφορά, το ρελέ δεν έπεσε, ως όφειλε. ’’Ψευτοκατασκευές και προχειρότητες για να τα οικονομάνε, κακό ψόφο να ’χουνε οι άχρηστοι δήθεν ‘’ειδικοί’’, βλαστήμησε.

Η διαχειρίστρια, την πρώτη που σκέφτηκε να καλέσει και πριν από το 100  ή το 166, ήταν η Πέρσα. Της είχε μεγάλη εκτίμηση και παραδεχόταν την ευαισθησία της… “μύτης’’ της.

«Κοίταξε να μην πειράξει κανείς και το παραμικρό» τη συμβούλευσε εκείνη. «Και ακόμη φοβάμαι μήπως και δεν πρέπει να βγάλουμε την καημένη τη Βιβή από την ούτως ή άλλως άβολη θέση της, μη βρούμε κανέναν μπελά. Είμαι πάντως να απορήσω. Το κορίτσι, ήξερα, ήμουνα σίγουρη,  ότι γνώριζε τη στοιχειώδη αρχή να μην κάνουμε μπάνιο με αναμμένο τον θερμοσίφωνα. Τι έγινε λοιπόν τη φορά αυτή και δεν τον έκλεισε πριν πάρει το μπάνιο της; Περίεργο, πολύ περίεργο.

Πιάσε να ρίξουμε κάτι πάνω της μουλιάσει δε μουλιάσει, για να γλυτώσει η άμοιρη, από τα όμματα του φιλοθεάμονος κοινού, ντόπιου  και όποιου θα καταφτάσει όπου να ’ναι».

Πράγματι σε πολύ λίγο, κατέφθασε πλήθος ειδικών και η Πέρσα προέτρεψε τον επικεφαλής,  που τoν γνώριζε, να καλέσουν έναν πολύ καλό ηλεκτρολόγο, γιατί κάτι της ‘’έλεγε’’ ότι κάτι σάπιο παίχτηκε με το ταμπλό του ηλεκτρικού ρεύματος.

Και όπως το υποψιαζόταν αυτό αποδείχτηκε ότι είχε συμβεί. Ανθρώπινος δάκτυλος είχε παρεισφρήσει που ήξερε τι έκανε, γιατί το έκανε και τι αποτελέσματα θα είχε ή όποια διαρροή ρεύματος (αν είναι ο όρος δόκιμος) σ’ αυτόν που ήταν στην μπανιέρα.

Το κορίτσι ζούσε μόνο του με τους κατά καιρούς φίλους της, και ας μη νομισθεί ότι ήταν κανένα πορνίδιο, απλά έψαχνε και αυτή αγωνιωδώς να βρει το σωστό της ταίρι μετά iσως από ένα… test driving.

H Πέρσα, εκτός από πολύ στενοχωρημένη, ήταν και πάρα πολύ θυμωμένη. “Πώς πας κύριε και αφαιρείς τού άλλου τη ζωή για τον όποιο σου προσωπικό λόγο; Θα βρω ποιος διάβολος είσαι και θα σε κάνω να αισθανθείς τι θα πει τιμωρία. Και ενώ η Βιβή ‘’έφυγε’’ χωρίς καλά καλά να το καταλάβει, εσύ κλεισμένος για χρόνια και χρόνια σε ανήλιαγα κελιά θα αφεθείς να σε τρώνε οι ερινύες, που κυνηγούν όλα τα νορμάλ ανθρώπινα πλάσματα, κακά τα ψέματα.’’

Και έπεσε με τα μούτρα στην εξιχνίαση του εγκλήματος. Ενημέρωνε για τα αποτελέσματα της έρευνάς  της τον καλό της φίλο, ο οποίος, τελείως ακομπλεξάριστα την ευχαριστούσε θερμά για την αμέριστη και ουσιαστική της βοήθεια.

Στάθηκε πάντως τυχερή η Πέρσα. Στο διαμερισματάκι της Βιβής και πριν αυτό γίνει φύλλο και φτερό από τους ειδικούς, βρήκε μια ημερολογιακή ατζέντα, όπου η μακαρίτισσα σημείωνε τα ερωτικά της ραντεβού, με το περιληπτικό  βιογραφικό του εκάστοτε συντρόφου της, π.χ.:

ΗΛΙΑΣ. Αξιωματικός της πολεμικής αεροπορίας, ερωτευμένος μαζί της, μα πιο πολύ με τον εαυτό του. Ένας 40άρης νάρκισσος, που ξεγελούσε με το  ‘’αθώο’’ συνεχές γέλιο του. Στην ουσία σκληρός και ανελέητος με τα κορίτσια, όταν διέκοπτε την σχέση του μαζί τους. Πάνω απ’ όλα ο εαυτούλης του. Γνωστός αυτός ο τύπος ανδρός.

ΓΙΑΝΝΗΣ. Άλλος ένας ωραιοπαθής, δικηγόρος, αλλά αυτός ερωτευμένος με ό,τι είχε σχέση με την εφηβεία. Ο αιώνιος παλίμπαις που τον ενδιέφεραν μόνον οι μικρούλες. Αν και ο ίδιος είχε καβατζάρει τα 40.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ. Όνομα και πράμα. Μικρός το δέμας, παμπόνηρος, πανέξυπνος, τσιμπημένος με τη Βιβή για τα καλά.

ΑΧΙΛΛΕΑΣ. Μηδεμία σχέση με τον Αρχαίο ομορφονιό. Άριστος οικονομολόγος, μα κοντούλης και ασχημούλης, πολύ ‘’λίγος’’ εμφανισιακά. Την πολιορκούσε εδώ και καιρό και όδευε προς ευτυχή κατάληξη η ιστορία. Βίτσια που τα ‘χει ο κόσμος…

ΔΗΜΗΤΡΗΣ. Ερωτευμένος μαζί της απ’ όταν ήταν συμμαθητές στο Λύκειο. Απαρηγόρητος αυτός ο τελευταίος για τον θάνατό της, αν  και δεν ξέρουμε αν είχε ευοδωθεί η πολιορκία, αλλά μάλλον όχι, αφού έπαιζε σε πρώτο πλάνο ο Αχιλλέας.

Και ο πίνακας των τυχερών εραστών έβαινε διαρκώς αυξανόμενος όπως και αυτός των αναξιοπαθούντων. Αν μη τι άλλο, η Βιβή από ποικιλία στην συλλογή της, έσχιζε. Αλλά το κατά πόσον ήταν ικανοποιημένη από τον  πλούσιο κήπο της ΕΔΕΜ, εμείς πού να το ξέρουμε; Εκείνο πάντως στο οποίο καταλήγουμε, συμφωνώντας μέχρι κεραίας με την Πέρσα, είναι ότι κάποιος από τους εν ατζέντα ευρισκόμενους, μα θες από θυμό, μα θες από ζήλεια ή  απογοήτευση, της πήρε τη ζωή, και ντόλτσε βίτα με τη Βιβίκα πια, ΤΕΛΟΣ.

Εδώ, δεν μπορούμε να αποφύγουμε τον πειρασμό και να πούμε, ότι έναν άντρα με πολλές εναλλασσόμενες συντρόφους τον αποκαλούμε ‘’εραστή   του ωραίου  φύλου’’ ή απλά, γυναικά. Αντιθέτως μια γυναίκα με το ίδιο χούι την θεωρούμε κατακριτέα, σχεδόν πόρνη, σε μια κοινωνία που πλάστηκε για άντρες.

Κάπως έτσι την αντιμετώπισαν τη Βιβή οι του εγκληματολογικού και η Πέρσα βάλθηκε να τους πείσει ότι έκαναν λάθος  και δεν ήταν παρά μία κοπελίτσα σημερινή που έψαχνε για το δικό της όνειρο, το πιο μακροημερεύον, που έτσι και το εύρισκε, δεν θα είχε μάτια για κανέναν άλλο… Απλά δεν το είχε ακόμα βρει και κάποιος από την ατζέντα της αποφάσισε ό,τι έπρεπε να την κάνει να πάψει να ψάχνει. Δεν ήθελε αυτόν; Πολύ καλά. Εδώ θα τελείωναν όλα και γι’ αυτήν.

Η Πέρσα. Έψαχνε να βρει ποιος από όλους αυτούς είχε απαραίτητα γνώσεις ηλεκτρολόγου, που θα ήξερε το πώς προκαλείται ένα βραχυκύκλωμα, Και ψάχνοντας κατέληξε σε δυο, στον Οδυσσέα και τον Αχιλλέα. Κοίτα τώρα σύμπτωση ναι μεν σημερινοί νεαροί και οι δύο, αλλά με τα πιο αρχαία των ονομάτων. Να είχε λες κάποια μεταφυσική σχέση τούτη εδώ η σύμπτωση;

‘’ΠΕΡΣΑ, μη λες βλακείες ‘’μάλωσε αυστηρά τον εαυτό της. Θα ήθελε να είναι παρούσα σε μία από τις ανακρίσεις που γίνονταν καθημερινά. Από τη γλώσσα του σώματος ενός εκάστου από τους ομορφονιούς, εκείνη θα καταλάβαινε πολλά.

Παρακάλεσε τον φίλο της τον  γενικό, να παραβρεθεί στην ανάκριση του Οδυσσέα και του Αχιλλέα. Και όταν αυτό έγινε του είπε με αφοπλιστική βεβαιότητα και σιγουριά: «Φίλε μου ο ένας από τους δυο αυτούς είναι ο δολοφόνος και να μου το θυμηθείς.

»Ξέρουμε αν γνωρίζονται μεταξύ τους;»

«Και  είναι αυτό νομίζεις σημαντικό;»

«Όσο δεν φαντάζεσαι.»

Και έμαθαν. Υπήρξαν φίλοι κολλητοί, πριν γνωρίσουν και ερωτευτούν τη Βιβή. Μετά, όπως συχνά συμβαίνει, μεταλλάχτηκαν σε άσπονδους εχθρούς.

Μη και δεν τα ξέρουμε αυτά; Τελευταίος εραστής ο κοντούλης Αχιλλέας. Και σύμφωνα με την Πέρσα και τα σενάριά της, το θέμα είχε ως εξής:

Ο Οδυσσέας ένιωσε διπλά προδομένος, από τον φίλο και το κορίτσι του. Άγριο μίσος τον κατέλαβε και ήθελε εκδίκηση.

Ήξερε τις συνήθειες της πρώην του, μερικές από τις οποίες εκείνη δεν τις άλλαζε με κανέναν καιρό και κανέναν σύντροφο.

Π.χ. ξύπνημα στις επτά, αμέσως το μπάνιο ή το ντους της και ακολούθως ένα πλούσιο πρόγευμα να ανακτήσει δυνάμεις απολεσθείσες από τον έντονο έρωτα της νύχτας που πέρασε.

Εκείνο το πρωί λοιπόν μόλις ο Αχιλλέας έφυγε για το γραφείο του, ο πρώην φίλος και νυν εχθρός, θα μπήκε στο σπίτι αφού είχε αντικλείδια, χωρίς να  φοβάται για συναπαντήματα με εκείνην ή το σκύλο, ξέροντας ότι η μεν θα είναι στην μπανιέρα της το δε πεκινουά θα του κάνει χαρούλες αφού τον γνώριζε καλά. Πήγε  στον ηλεκτρικό πίνακα, άναψε τον θερμοσίφωνα, κάτι πείραξε πάνω του και έγινε το βραχυκύκλωμα, όπως φαίνεται από τη μαυρίλα της ηλεκτρικής συσκευής. Και αφού σε δευτερόλεπτα έγινε το φονικό της ηλεκτροπληξίας, φρόντισε να ανεβάσει τον ρελέ για να φανεί ότι δεν λειτούργησε.

Χωρίς να ρίξει μια ματιά στο θύμα του όντας απόλυτα σίγουρος για το θάνατό της, έφυγε σαν κύριος. Το ένα σκέλος τής εκδίκησης είχε πραγματοποιηθεί και έμενε ο Αχιλλέας να κατηγορηθεί για τον θάνατό της για να ολοκληρωθεί η ‘’τιμωρία’’ τους.

Και τελειώνοντας την ιστορία της η Πέρσα συμπλήρωσε: «Εγώ φίλε μου πάνω σε αυτόν τον καμβά κέντησα και μένει εσείς οι αρμόδιοι να αποδείξετε ότι έχω ή δεν έχω δίκιο.»

Εύκολη δουλειά για τις διωκτικές αρχές και πώς αντέδρασε άραγε ο Οδυσσέας στην φοβερή κατηγορία;

Καμία αντίδραση. ΣΙΩΠΗΛΗ ΠΑΡΑΔΟΧΗ ΚΑΙ ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ.

Έγινε φονιάς αφού έχασε και τα δυο πολυαγαπημένα του πρόσωπα. Τι να την έκανε τη ζωή από δω και πέρα; Αυτοτιμωρούμενος βρέθηκε κρεμασμένος στο κελί του.

Μια θλιβερή ερωτική ιστορία που σε κάνει να αναρωτιέσαι αν είναι καλύτερο να νιώσεις τον έρωτα ή να μην τον γνωρίσεις ποτέ, στην μορφή αυτή τουλάχιστον. Όντως, βλάπτει σοβαρά την υγεία!

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη