“Βιέννη/Αθήνα σε 29 ώρες (μέρος πρώτο)”, γράφει η Βάσω Αποστολοπούλου

Τέλη Ιουνίου του 1990 κι αποφασίζουμε να πάμε διακοπές στην Αυστρία – εγώ, ο άντρας μου, ο μεγάλος μας γιος (εννιά χρονών τότε) και η πεθερά μου. Πρώτη φορά στη «χώρα της ευτυχισμένης αγελάδας», όπως την ονομάσαμε από την πρώτη στιμή που είδαμε τις καλοθρεμένες ασπρόμαυρες αγελάδες να βόσκουν αμέριμνες σε ατέλειωτα καταπράσινα λιβάδια, κι η γνωριμία μας μαζί της άρχισε με περιοδεία στην περιοχή των λιμνών. Αφού απολαύσαμε τα πανέμορφα τοπία επιστρέψαμε στη Βιέννη, την περιηγηθήκαμε τρεις μέρες και την 1η Ιουλίου, ημέρα Κυριακή (έχει σημασία η επισήμανση), φτάσαμε στο αεροδρόμιο κατά τις 9 παρά το πρωί, γεμάτοι όμορφες εικόνες κι εμπειρίες και άνετοι, μιας και η πτήση ήταν για τις 11.30 οπότε είχαμε μπόλικο χρόνο και καφέ να πιούμε και να καταθέσουμε τον οβολό μας στα duty free.

Επλανώμεθα πλάνην οικτράν! Με το που σκάσαμε μύτη ευάεροι κι ευήλιοι στην αίθουσα αναχωρήσεων, βρεθήκαμε μπροστά σε μια θάλασσα από υποψήφιους ταξιδιώτες, βαλίτσες, σακβουαγιάζ, καρότσια με μωρά που ούρλιαζαν και υπαλλήλους με στολές που προσπαθούσαν απεγνωσμένα να βάλουν τάξη στο χάος. Κοσμοπλημμύρα σας λέω! Ατέλειωτες ουρές μπροστά στα γκισέ, όλοι πήγαιναν ολούθε, οι επιβάτες πτήσεων που έφευγαν σε μια ώρα δίπλα δίπλα μ’ εκείνους που έφευγαν σε τρεις, χαμός. Όπως μάθαμε αργότερα, όταν όλα είχαν πάει στραβά, πέσαμε στην περίπτωση να είναι και Κυριακή και 1η Ιουλίου, κλασσικά ημέρα έναρξης των καλοκαιρινών διακοπών, γι αυτό και η θεομηνία στο αεροδρόμιο.

Στηθήκαμε λοιπόν κι εμείς σε μια από τις ουρές, την (και καλά!) μικρότερη. Κοίταξα το ρολόι μου, 9.30 η ώρα. «Πού θα πάει», είπα με το νου μου, «θα φτάσουμε κάποια στιγμή» – δευτέρα πλάνη, χείρω της πρώτης. Διότι προχωρούσαμε σαν χελώνες, πολλές οι αποσκευές του καθενός, άντε να τις ζυγίσουν, άντε να κολλήσουν ετικέτες, άντε να βγάλουν κάρτες… κουράζομαι που το σκέφτομαι ακόμη και τώρα. Στις 10.00, κι έχοντας προχωρήσει ελάχιστα, άρχισαν να με ζώνουν τα φίδια. Μοιράζοντας σόρυ δεξιά κι αριστερά και καβαλώντας πάνω από βαλίτσες και σάκους, έφτασα στο γκισέ και κατέθεσα την ανησυχία μου – «θα χάσουμε την πτήση για Αθήνα» είπα στον μίστερ Μίλερ (έτσι έλεγε το ταμπελάκι, ακόμη το θυμάμαι) για να εισπράξω ένα συγκαταβατικο χαμόγελο και την διαβεβαίωση ότι «μην ανησυχείτε, μαντάμ, έχουμε μιάμιση ώρα ακόμη καιρό».

Επέστρεψα στη θέση μου ξανακαβαλώντας μπαγκάζια με την ανησυχία μου να φουντώνει κάθε λεπτό που περνούσε. Η πεθερά μου καθόταν καρτερικά σε μια από τις βαλίτσες μας, ο μικρός είχε βρει ένα άδειο καρότσι κι έκανε ράλλυ από τη μια άκρη της αίθουσας στην άλλη κι o άντρας μου, πάντα πιο ψύχραιμος και ορθολογιστής από μένα, με καθησύχαζε λέγοντας «δεν μπορεί, θα προλάβουμε, έχουμε χρόνο – άσε που τους ενημέρωσες κιόλας». Άρχισε να συμμερίζεται την αγωνία μου όταν, μισή ώρα αργότερα και με τη θέση μας να έχει μετακινηθεί για δυο τρία μόλις αξιοθρήνητα μέτρα, συνειδητοποίησε ότι το αεροπλάνο θα έφευγε (σιγά μη μας περίμενε) σε λιγότερο από μια ώρα κι εμείς ήμασταν στα άμετρα νερά από τον πάγκο ελέγχου.

Ήταν η σειρά του να καβαλήσει βαλίτσες και καρότσια και να φτάσει στο γκισέ – και πάνω που ξεκίνησε να διαμαρτύρεται, έπεσε το σύστημα των υπολογιστών από την υπερφόρτωση του δικτύου. Μιλάμε έσβησαν όλοι, παντού! Επικράτησε χάος, όλοι φώναζαν, πρόσωπα ανήσυχα έως πανικόβλητα, ο άντρας μου να έχει αρπάξει τον μίστερ Μίλερ από τα πέτα και να τον ταρακουνάει «θα χάσουμε την πτήση, ηλίθιε, και στό ’χουμε πει εδώ και δυο ώρες», εκείνος κάτωχρος να ψελλίζει «μην ανησυχείτε, όλα θα πάνε καλά», εγώ να τρέχω τσαλαπατώντας μπαγκάζια για να συγκρατήσω τον δικό μου, ο άντρας μου να ζητά τον ανώτερο που κατέφθασε ασθμαίνων, φτου κι από την αρχή να λέμε τον πόνο μας, εκείνος να μας διαβεβαιώνει ότι ΔΕΝ πρόκειται να φύγει το αεροπλάνο χωρίς εμάς και να μην ανησυχούμε καθόλου και να επιστρέψουμε στη θέση μας, θα τα φροντίσει όλα εκείνος και θα μας βάλει σε προτεραιότητα.

Όταν μετά από μισή ώρα φτάσαμε στο γκισέ, η  κοπελιά που είχε εν τω μεταξύ αντικαταστήσει για κάποιον λόγο τον μίστερ Μίλερ (μάλλον είχε πάθει νευρικό κλονισμό) κοίταξε τα εισιτήριά μας και μας είπε με επαγγελματικό χαμόγελο «λυπάμαι, δεν μπορείτε να επιβιβαστείτε, η πτήση σας είναι σε διαδικασία απογείωσης».

Το τι επακολούθησε θα το δούμε στο επόμενο «φτερό»!

[ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ…]

Ίσως σας αρέσει και

2 Σχόλια

  • Γιώργος Παυλίδης
    7 Οκτωβρίου 2016 at 12:11

    Τώρα με έβαλες σε αγωνία ! Και σε υποψίες… Σε ποιά Βάσω μιλώ εγώ τόισα χρόνια ; Μπας και ρίζωσες εκεί ; 🙂 Τη συνέχεια ταχύτατα, όχι σαν τον Mr Miller !!

  • Βάσω Αποστολοπούλου
    10 Οκτωβρίου 2016 at 22:00

    Δεν θα ρίζωνα ποτέ, έννοια σου!
    Η συνέχεια μεθαύριο Τετάρτη, 12 του μήνα!

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη