«Αχ να ‘ξερες τι δύναμη μου δίνει η δύναμή σου», γράφει η Νίκη Μπλούτη-Καράτζαλη

Αντρέας

‘’Αχ να ‘ξερες τι δύναμη μου δίνει η δύναμή σου

Σαν λες όλα θα γίνουνε κι ακούω τη φωνή σου…’’

‘’Άκου ένα υπέροχο τραγούδι! Στο χαρίζω…’’ Αυτό μου είπε όταν το άκουσε για πρώτη φορά. Μετά κάθε μέρα το ίδιο τραγούδι έπαιζε μες στο σπίτι. Βράδυ πρωί. ‘’Ωραίο τραγούδι, ωραία μουσική, χαρούμενη κι οι στίχοι γεμάτοι με μηνύματα…’’ συμπλήρωσε μ’ ένα φωτεινό χαμόγελο εκείνη τη μέρα. Καιρό είχα να δω τα χείλη της στολισμένα μ’ αυτό το χαμόγελο. Για κοίτα, είπα από μέσα μου, πώς ένας απλός στίχος μπορεί να σου φτιάξει τη διάθεση! Έχουν μεγάλη δύναμη οι λέξεις τελικά. ‘’Σαν λες όλα θα γίνουνε κι ακούω τη φωνή σου…’’

‘’Όλα θα γίνουνε.’’ Έτσι συνήθιζα κι εγώ να συνοδεύω όλα τα σοβαρά που σχεδίαζα κατά καιρούς. Μ’ αυτή τη φράση. Μια φράση που καθησυχάζει, ηρεμεί, υπόσχεται.  Όλα θα γίνουνε, έλεγα στη Δήμητρα με περίσσια σιγουριά κι αυτή ηρεμούσε. Παλιά το πίστευα απόλυτα όταν το έλεγα.

Εγώ πήρα πρώτος την απόφαση να φύγουμε. Ένας φίλος με ξεσήκωσε είναι η αλήθεια. Εντάξει, λέω στον εαυτό μου, αν δεν το κάνεις και τώρα που σου δίνεται η ευκαιρία, αύριο θα το μετανιώσεις και θα συνεχίσεις να γυρνοβολάς στους δρόμους κάθε μέρα και να ψάχνεις για δουλειά. Και να μην τη βρίσκεις πουθενά. Και πόσο θ’ αντέξουν τα νεύρα σου; Πόσα αποθέματα υπομονής έχεις άραγε ακόμα; Πόσα δανεικά ακόμα να ζητήσεις; Και για πόσο θα σε βοηθάνε οι δικοί σου; Για πόσο θα έχουνε κι αυτοί;

Ο Πέτρος με βεβαίωσε πως θα βρούμε αμέσως δουλειά. Μας βρήκε κι ένα φτηνό σπίτι γι’ αρχή να μείνουμε κι ύστερα βλέπουμε, μου είπε. Αυτός μέσα σ’ ένα χρόνο κατάφερε με τη γυναίκα του κι έκαναν σειρά. Επίπλωσαν σιγά σιγά το σπίτι τους, αγόρασαν κι ένα αυτοκίνητο. Γιατί όχι κι εμείς; Εγώ τουλάχιστον ήμουνα προετοιμασμένος για όλα. Ακόμα και για την αποτυχία.

Η Δήμητρα στην αρχή πάγωσε, όταν άρχισα να της ξεδιπλώνω τις σκέψεις μου. Έφερνε τις αντιρρήσεις της. Ούτε γι’ αστείο δεν ήθελε να συζητήσει την εκδοχή να φύγω εγώ πρώτος και σαν στρώσουν τα πράγματα να ’ρθει κι εκείνη με τα παιδιά. ‘’Ό,τι κι αν κάνουμε θα το κάνουμε μαζί…’’ έλεγε με ένα τρόμο στη φωνή λες και της ζητούσα να πάρουμε διαζύγιο.

Μετά ακολούθησαν οι ενδοιασμοί και οι προβληματισμοί. ‘’Αυτός ο φίλος όμως δεν έχει παιδιά μου έλεγε, εμείς έχουμε. Πώς θα τ’ αφήσουμε πίσω μου λες;’’ Και τα μάτια της βούρκωναν και μόνο στη σκέψη πως θα ξενιτευτούμε δίχως τα παιδιά μας. ‘’Αυτά τα πράγματα τα έκαναν παλιά. Άφηναν τα παιδιά τους πίσω στους παππούδες κι έφευγαν μόνοι τους οι γονείς, γιατί δε γνώριζαν πόσο οδυνηρό είναι για την  ψυχολογία των παιδιών…’’

Και τι να της έλεγα; Δίκιο είχε. Όταν δεν έχεις παιδιά όλα είναι πιο εύκολα. Βάζεις δυο ρούχα σε βαλίτσα και φεύγεις για οπουδήποτε. Αν έχεις όμως, όλα αλλάζουν. Πρέπει να φροντίσεις πού θα μείνουν τα παιδιά, πρέπει να φροντίσεις να τα πάρεις όσο το δυνατόν πιο σύντομα κοντά σου και κυρίως πρέπει να πολεμήσεις τη στενοχώρια της απόστασης. Πόσο και πώς θ’ αντέξεις χωρίς τα παιδιά. Τα ίδια ακριβώς πράγματα μάς προβλημάτιζαν με τη γυναίκα μου, μόνο που εκείνη αναρωτιόταν φωναχτά, γυρεύοντας απαντήσεις από μένα,  ενώ εγώ τις έκανα από μέσα μου κι έψαχνα να βρω τις κατάλληλες απαντήσεις για να καταλαγιάσω τους φόβους και τις ανασφάλειες που μας κυρίευαν στη δύσκολη απόφαση της μετανάστευσης.

Πάλεψα πολύ να την πείσω πως δε θα είναι για πολύ καιρό. ‘’Για πόσο καιρό;’’ Με ρώταγε συνέχεια λες κι εγώ γνώριζα ήδη την απάντηση. ‘’Καλύτερα, της απαντούσα, να πάμε χωρίς χρονικό πλάνο. Δε χρειάζεται να στριμώχνουμε στο μυαλό μας τόσα πολλά. Ποιος ο λόγος δηλαδή να στενοχωριόμαστε από πριν; Αν πάμε και τα βρούμε σκούρα, γυρνάμε πάλι πίσω. Αν δε ρισκάρουμε, της έλεγα, δεν πρόκειται ν’ αλλάξει τίποτα. Πάμε και βλέπουμε. Αν δε μας αρέσει, αν δεν μπορούμε, αν δε βγαίνουν τα έξοδα κι αν δεν αξίζει το κόπο ρε παιδί μου ξαναγυρνάμε. Δε μας δεσμεύει κανένας. Δε θα υπογράψουμε κάνα συμβόλαιο στο κάτω κάτω πως θα μείνουμε σώνει και καλά.’’

Οι γυναίκες είναι πιο συναισθηματικές. Γυρεύουν την ασφάλεια κι αν δεν μπορείς να τους την προσφέρεις σαν άντρας, εκεί τρελαίνεσαι. Κι εγώ φοβόμουνα μα δεν της το έδειχνα. Ένας απ’ τους δυο μας έπρεπε να σταθεί πιο δυνατός. Έτσι είναι. Κι εγώ σκεφτόμουνα συνέχεια το άγνωστο που θα αντιμετωπίσουμε κι αναρωτιόμουνα πώς θα ξεπεράσουμε τη στενοχώρια της απόστασης από τους δικούς μας ανθρώπους, τις στιγμές της μοναξιάς και της νοσταλγίας για τον τόπο μας.  Ένας βιασμός στην ψυχή είναι ο αποχωρισμός από τον τόπο σου κι απ’ τους ανθρώπους σου. Με πολύ φόβο και πόνο πήρα την απόφαση. Όταν συνηδειτοποίησα πόσο έχω αλλάξει. Δεν είχα πια διάθεση να παίξω με τα παιδιά, δεν είχα όρεξη ν’ αλλάξω μια κουβέντα με τη γυναίκα μου. Δεν ήθελα να συναντάω τους γονείς μου. Απέφευγα τους φίλους μου.  Όλο με τα ‘’δεν’’ πάλευα τις νύχτες σαν έκλεινα τα μάτια μου. Όλο  με την άρνηση. Με τη μελαγχολία και την κατάθλιψη να με ισοπεδώνουν.

Όταν μου μίλησε ο Πέτρος, προσπάθησα να επιβάλλω στον εαυτό μου να κάνει σκέψεις θετικές. Να μη με πάρει από κάτω. Μετανάστες θα είμαστε, σκεφτόμουνα, όχι πρόσφυγες. Με τη θέλησή μας θα φύγουμε. Κανένας δε μας αναγκάζει και κανένας δε μας κυνηγά.  Δεν αρπάζουμε αγκαλιά τα παιδιά μας και δεν τρέχουμε να σωθούμε απ’ την καταστροφή και τον πόλεμο. Δε θα μπούμε σε βάρκες να παλέψουμε με τα κύματα και να διακινδυνέψουμε με τα παιδιά μας αγκαλιά. Αυτό θα ήταν το χειρότερο. Εμείς θ’ αφήσουμε πίσω τα παιδιά μας ασφαλή στην προστασία δικών μας ανθρώπων και θα κυνηγήσουμε το όνειρο. Τόσοι και τόσοι φεύγουν. Πώς τα καταφέρνουνε; Οι μοναδικοί είμαστε που έχουμε οικογένεια;

‘’Όλα καλά θα πάνε’’, βεβαίωνα τη Δήμητρα όταν με παρέσυραν τα όνειρα που άρχισα να κάνω για την καινούργια χώρα. ‘’Δε λες ευτυχώς που έχουμε κι ένα φίλο εκεί πέρα να μας περιμένει και δεν πάμε στα τυφλά; Με το που θα πατήσουμε το πόδι μας στο Μόναχο, μας περιμένει ένα σπίτι και μια δουλειά. Τι άλλο θέλουμε; Γι’ αυτό το λόγο δε φεύγουμε; Όλα καλά θα πάνε, είμαι σίγουρος. Και σ’ ένα μήνα, το πολύ σε δύο, θα πάρουμε και τα παιδιά. Έτσι θα γίνει, θα δεις.’’


Ακούστε το τραγούδι ‘Αχ να ‘ξερες τι δύναμη μου δίνει η δύναμή σου’


Στο αεροδρόμιο μάς πήγε ο αδερφός μου με το αυτοκίνητό του. Ο Αντώνης άρχισε να μου λέει όσα διάβασε στο ίντερνετ, σχετικά με το Μόναχο, για να αλαφρύνει κάπως τη συναισθηματική φόρτιση που μας είχε καταβάλλει στα πρόθυρα του αποχωρισμού.’’Το Μόναχο φιλοξενεί πολλά πανεπιστήμια, μουσεία και θέατρα. Τα αρχιτεκτονικά του αξιοθέατα, προσελκύουν αξιοσημείωτο τουρισμό. Είναι μια από τις ταχύτερα αναπτυσσόμενες πόλεις της Γερμανίας. Αποτελεί κορυφαίο προορισμό για τη μετανάστευση. Στο Μόναχο φιλοξενούνται περισσότεροι από 530.000 ξένοι άνθρωποι. Η πόλη είναι ένα σημαντικό κέντρο τέχνης, τεχνολογίας, πολιτισμού και τουρισμού στη Γερμανία και την Ευρώπη και απολαμβάνει υψηλού επιπέδου ποιότητας ζωής…’’ έλεγε και με κοιτούσε πλάγια για να σιγουρευτεί πως τον προσέχω. Τον άκουγα σιωπηλός και πετούσα με κόπο κάνα λόγο για να μη μιλάει μόνος του. Ένιωθα ένα ασήκωτο βάρος στο στήθος καθώς πλησιάζαμε στον προορισμό μας. Στο τέλος σώπασε κι αυτός. Σε κάποια στιγμή άνοιξε και το ραδιόφωνο να σπάσει τη βουβαμάρα.

‘’Αν είναι κάτι που με κράτησε απ’ τα ξένα

αυτό το φως που δεν υπάρχει σ’ άλλη γη

κι αυτή αγάπη μου η ίδια επιμονή σου

να μοιραστούμε αυτά τα σύννεφα μαζί

να μοιραστούμε αυτή τη θάλασσα μαζί…’’

άρχισε να παίζει το αγαπημένο κομμάτι τής Δήμητρας λες και το είχε κάνει παραγγελιά. Η ραγισμένη φωνή της ίσα που ακούστηκε από το πίσω κάθισμα. ‘’Κλείστο σε παρακαλώ. Δεν το αντέχω…’’

Δήμητρα

Εκείνη τη νύχτα δεν έκλεισα μάτι απ’ τη στεναχώρια. Αναρωτιόμουνα πώς θα σηκωνόμουνα την επομένη κι αντί να ετοιμάσω τα παιδιά για το σχολείο, θα έπαιρνα τη βαλίτσα μου και θα ’φευγα μακριά τους. Ακόμα απορώ πώς τα κατάφερα κι έπεισα τον εαυτό μου να κάνουμε αυτό το παράτολμο βήμα. Πριν δυο χρόνια είχαν πάρει την απόφαση να ξενιτευτούν δυο ξαδέρφια μου και θυμάμαι πόσο πολύ μου στοίχισε η απουσία τους. Μα πώς γίνεται, αναρωτιόμουνα, να τα τινάζεις όλα στον αέρα και να ξεκινάς κάτι καινούργιο σε τέτοια ηλικία; Σε έναν τόπο ξένο που δε σε δένει τίποτα απολύτως και δε γνωρίζεις ούτε τον γείτονά σου; Πώς ξεκινάς απ’ το μηδέν σε έναν άγνωστο τόπο; Δίχως συγγενείς, δίχως φίλους και κυρίως δίχως τα παιδιά σου; Αυτή η τελευταία σκέψη με γονάτιζε.

‘’Ούτε οι πρώτοι ούτε οι τελευταίοι είμαστε ρε Δήμητρα. Για δουλειά πάμε, για καλό. Γιατί να αισθάνεσαι τύψεις δηλαδή που αφήνουμε πίσω τα παιδιά; Δεν τα εγκαταλείπουμε. Γι’ αυτά τα παιδιά θα ξενιτευτούμε. Όταν στενεύουν τόσο πολύ τα όρια δεν έχεις άλλη επιλογή παρά να ρισκάρεις…’’ έλεγε και ξανάλεγε ο Αντρέας για να με πείσει.

Δίκιο είχε. Για μας είχαν στενέψει πολύ τα όρια τα τελευταία χρόνια. Κόψαμε το τσιγάρο, κόψαμε τους καφέδες, κόψαμε τις διακοπές, κόψαμε το κρέας, κόψαμε τα όνειρα. Δεν μας έμεινε και τίποτα άλλο. Μονάχα αυτή η ελπίδα που ξεπρόβαλλε σαν ηλιαχτίδα στη συννεφιά όταν του μίλησε ο φίλος του για την καινούργια χώρα. Πώς να κλείσεις την πόρτα στην ελπίδα; Πώς να πεις όχι όταν δεν έχεις άλλη επιλογή; Η ελπίδα είναι η τελευταία καταφυγή σε κάθε δυστυχία.

Δεν ξέρω με ποια παράμετρο ζυγίζουν οι άλλοι τέτοιες αποφάσεις. Λίγο πολύ σκέφτομαι, πως για παρόμοιους λόγους εγκαταλείπουν οι άνθρωποι τα σπίτια τους και τη σειρά τους για μια ξένη χώρα. Για μένα πάντως ο πιο σημαντικός  λόγος που συμφώνησα ήταν για να ξανακερδίσω τον άντρα μου. Εκείνον τον δυναμικό άντρα με την αυτοπεποίθηση, που κάποτε του περίσσευε το σθένος και η ψυχική δύναμη να μου δίνει κουράγιο και να με πείθει κάθε φορά  πως ‘’όλα θα γίνουνε…’’. Ο άντρας με τον πληγωμένο εγωισμό και την ανασφάλεια που γύριζε σπίτι παραιτημένος και απογοητευμένος τα τελευταία χρόνια δεν ήταν ο δικός μου. Αυτό το άδειο βλέμμα του όταν με κοίταζε χωρίς να μου μιλάει με κάρφωνε σαν μαχαίρι στην καρδιά. Αυτή την παραίτηση δεν ήθελα να ξαναδώ. Αυτή με σημάδεψε και με ώθησε να κάνω αυτό το βήμα.

Από τη στιγμή που το αποφάσισε έγινε ξανά άλλος άνθρωπος. Άλλαξε, γλύκανε η όψη του. Μια κρυφή δύναμη ένιωθα να σιγοβράζει μέσα του ξανά. Άρχισε να κάνει πάλι σχέδια, όπως παλιά. Να ονειρεύεται και να ελπίζει σ’ ένα καλύτερο αύριο για μας.

Θυμάμαι εκείνη τη μέρα που μου μίλησε για πρώτη φορά για την απόφασή του να μεταναστεύσουμε. Άκουγα ένα τραγούδι της Ζουγανέλη στο ραδιόφωνο.

‘’Αυτή η ατέλειωτη η γλύκα σου πως με τραβάει να ‘ξερες

Να περπατήσω δίπλα σου με θάρρος στην ζωή

 Αυτή η ατέλειωτη η δίψα σου για της ζωής το άγνωστο

 Τι μού ‘χει δώσει να ‘ξερες και πού να φανταστείς…’’

Το λάτρεψα και του το χάρισα.

Φύγαμε ένα πρωί του Οκτώβρη. Χαράματα. Δεν ξύπνησα τα παιδιά. Δεν άντεχα να τ’ αποχαιρετήσω. Μονάχα τα φίλησα και τα δυο κι έμεινα για λίγο κοντά τους να τα χαϊδεύω με τα μάτια μου, να τα χορτάσω. Σ’ όλο το ταξίδι μέχρι το αεροδρόμιο δεν έβγαλα μιλιά. Άκουγα τον αδερφό του να εκθειάζει τις ομορφιές της πόλης που μας περίμενε να ξαναχτίσουμε τη ζωή μας. Ο Αντρέας λιγομίλητος κι αυτός. Ένας κόμπος έδενε τη φωνή του όταν προσπαθούσε να πει καμιά κουβέντα. Κι ύστερα όταν νιώσανε τη σιωπή να μας πλακώνει, άνοιξαν το ραδιόφωνο. Τα λόγια του τραγουδιού που πλημμύρισαν το χώρο έκαναν την καρδιά μου να φτερουγίσει από νοσταλγία για το χθες που μόλις αφήσαμε πίσω μας. Τους ζήτησα να το κλείσουν. Κι ακόμα δε φύγαμε, συλλογίστηκα αναστενάζοντας σε μια προσπάθεια να ανακτήσω την ψυχραιμία μου.

Στο αεροπλάνο χαλαρώσαμε κάπως κι οι δυο. Χαζεύαμε τα σύννεφα που έμοιαζαν με πούπουλα και σχημάτιζαν διάφορα σχέδια. Θυμήθηκα μια παιδική αγαπημένη ταινία των παιδιών που βλέπαμε παλιά με συννεφάκια θυμωμένα κι η καρδιά μου σφίχτηκε. Ο Αντρέας μου μίλαγε ψιθυριστά, προσπαθώντας να με πείσει πως είναι ενθουσιασμένος κι αισιόδοξος. Κι εμένα η σκέψη μου  πέταγε πίσω στα παιδιά μας. Τέτοια ώρα σκεφτόμουνα θα έχουν ξυπνήσει. Κι ο μικρός θα ρωτάει βουρκωμένος τη γιαγιά του πού είναι η μαμά του. Και θα της ζητάει το κινητό για να με καλέσει, ν’ ακούσει τη φωνή μου για να ηρεμήσει.

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη