«Αφιέρωμα στην Κύπρια πεζογράφο Μαρία Πυλιώτου», επιμέλεια στήλης Κυριάκος Στυλιανού

Αγαπημένοι φίλοι και αναγνώστες της Λόγω Γραφής, σήμερα έχουμε τη μεγάλη χαρά να καλωσορίσουμε έναν νέο συνεργάτη, τον αξιότιμο κο Κυριάκο Στυλιανού, συγγραφέα, Αντιπρόεδρο στο Συμβούλιο της Ένωσης Λογοτεχνών Κύπρου. Ο κος Στυλιανού αναλαμβάνει τα ηνία της στήλης «Λόγω Γραφής… Ες γην εναλίαν Κύπρον» από τον αγαπητό φίλο λογοτέχνη και συνεργάτη μας Δρ. Ιωσήφ Σ. Ιωσηφίδη, ο οποίος, έως σήμερα, με πολύ φροντίδα κάθε πρώτη του μήνα μας έφερνε σε επαφή με το έργο αξιόλογων ομότεχνών του και ακαδημαϊκών, της αγαπημένης μας Κύπρου, μέσα από αυτή τη στήλη.

Ευχόμαστε εγκάρδια στον Κυριάκο Στυλιανού καλή αρχή και στον απερχόμενο Ιωσήφ Σ. Ιωσηφίδη καλή και δημιουργική συνέχεια στις πολυποίκιλες δραστηριότητές του. Τον ευχαριστούμε θερμά για τη μέχρι τώρα εξαίρετη συνεργασία μας.

 

Για τη Λόγω Γραφής,

Κατερίνα Ευαγγέλου Κίσσα

 

 



Καλό μήνα, καλή Πρωτομαγιά και από την Κύπρο, φίλοι αναγνώστες (και συνεργάτες) της Λόγω Γραφής!

“Η πολυβραβευμένη κύπρια πεζογράφος Μαρία Πυλιώτου μέσα από ένα διήγημα και ένα χρονογράφημα αναφέρεται στα τραυματικά γεγονότα της τουρκικής εισβολής που συνέβησαν στην ιδιαίτερη της πατρίδα τον μαύρο Ιούλιο του 1974. Στο διήγημα “Λεμονιά μου”  αναδεικνύει  τον πόνο του ξεριζωμού, ενώ στο χρονογράφημα “Γη μου! Κοίμησέ τον γλυκά, νανούρισέ τον…” τονίζει μέσα από τα μάτια του κορυφαίου Κύπριου ποιητή Παντελή Μηχανικού την αναγκαιότητα συμφιλίωσης των δύο κοινοτήτων (Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων)  και επούλωσης των πληγών του παρελθόντος”.

Κυριάκος Στυλιανού, συγγραφέας

Αντιπρόεδρος στο Συμβούλιο της Ένωσης Λογοτεχνών Κύπρου



Λεμονιά μου (Στις αγνοούμενες γυναίκες του χωριού μου)

Εκείνη ακριβώς τη στιγμή που ψιθύριζε το τραγούδι μαζεύοντας τα λεμόνια σ΄ ένα βαθύ πανέρι. Καημό το είχε να μεγαλώσει τούτη η λεμονιά να φορτωθεί καρπό. « Φέτος θα κάνω δικά μου λεμόνια φρέσκα. Από τη λεμονιά μας…» σκέφτεται και χαμογελάει. Ύστερα πως της ήρθε κι εκείνο το τραγούδι στα χείλη:

                                        « Λεμονιά μου λεμονιά

                                         δε θα είσαι πάντα νια…».

Τα έκοβε ένα, ένα με προσοχή. Τα σκούπιζε με την παλάμη της και τα ‘βαζε στο πανέρι. Πότε πότε σταματούσε, κοίταζε καλά το λεμόνι, το μυριζόταν, γέμιζε τα πνεμόνια της με τη μυρωδιά και συνέχιζε…

Ο ήλιος μόλις γεννήθηκε, η ατμόσφαιρα πιο ζεστή από τα χτες. Τα τζιτζίκια στο κυπαρίσσι της εκκλησιάς ξεκίνησαν πρωί πρωί το τρελό τραγούδι τους. Τα χελιδόνια πετούν χαμηλά, πολλά τα κουνούπια στα ξηρά χόρτα και στον αέρα. Ένα σκυλί γαυγίζει ανήσυχα, κανένας δεν ξέρει το γιατί.

Κι αυτή μαζεύει ακόμα. Δάχτυλα, χέρια, ολάκερη γίνεται ένα με τη λεμονιά. Νιώθει χαρούμενη. Τα παιδιά όπου να΄ ναι θα ξυπνήσουν και θ΄ αρχίσουν το τρελό τραγούδι τους. Ο άντρας της από ώρα πήρε το τρακτέρ και τράβηξε για τα χωράφια.

Βλέπει τη γειτόνισσα απ΄ το χαμηλό τοίχο, στη διπλανή αυλή.

-Καλημέρα, της φωνάζει και το πρόσωπό της φωτίζεται από αγάπη.

-Και καλήβδομάδα, της απαντά εκείνη απλώνοντας στα σχοινιά την μπουγάδα της.

-Ξέρεις, θα δοκιμάσω κι εγώ την τέχνη της φρέσκιας λεμονάδας.

-Καλή επιτυχία. Θα μας κεράσεις;

-Σίγουρα, φτάνει να πετύχει!

-Μην ξεχάσεις, όσα ποτήρια χυμό λεμόνι, τόση ζάχαρη.

-Το θυμάμαι.

Εκείνη ακριβώς την ώρα που ψιθύριζε το τραγούδι, που΄ κόβε και σκούπιζε με τη χούφτα της το τελευταίο λεμόνι. Εκείνη την ώρα που πίσω από το χαμηλό τοίχο, στη διπλανή αυλή, η γειτόνισσα άπλωνε το τελευταίο σεντόνι… που τα μάτια της γέμισαν με το φως του πρωινού ήλιου και τα χελιδόνια ξεκίνησαν να κυνηγούν τα κουνούπια… Ύστερα από το ζεστό «καλημέρα» και την «καλή  βδομάδα» άρχισε το βουητό. Στην αρχή απόμακρο σαν προμήνυμα βροχής κι ύστερα σκληρό, που τράνταζε όλα γύρω και ξεκούφαινε και τους νεκρούς. Σκληρό κι απρόσκλητο που πάγωσε τις καρδιές, που θόλωσε τα μάτια του ήλιου και των περιστεριών. Όπου τα χελιδόνια τράβηξαν ψηλά και δεν ξανακατέβηκαν.

Εκείνη την ώρα. Πώς βρέθηκε μ΄ ένα ξεχασμένο λεμόνι στο χέρι να τρέχει στο δρόμο;

Να το πάλι. Πιο χαμηλά. Σχεδόν αγγίζουν τη γη. Γύρω τα χωράφια δεν πρόλαβαν να ξαποστάσουν. Γέμισαν φωτιές. Στ΄ αντικρινό βουνό καπνοί και φλόγες. Οι θημωνιές καίονται, τα όνειρα γίνονται στάχτη. Το στάρι στο δώμα δεν στέγνωσε ακόμα. Το πανέρι γεμάτο λεμόνια κάτω απ΄ τη λεμονιά.

Κι αυτή τρέχει… Τσιρίζει και τρέχει. Μαζεύει τα παιδιά της. Έφτασε ο άντρας της φορτωμένος σκόνη και αγωνία. Έτοιμοι να φύγουν.

Ξαφνικά θυμάται. Η γειτόνισσα ζει ολομόναχη στο σπίτι. Χύνεται μέσα από την ανοιχτή εξώπορτα.

-Έλα, κάνε γρήγορα! Πρέπει να φύγουμε.

-Γιατί; Μα τι έγινε; ρωτάει εκείνη μ΄ απορημένα παιδικά μάτια.

-Πόλεμος! Δεν το κατάλαβες; Ξεκίνησαν λένε τα τανκς κι έρχονται κατά το χωριό μας. Έλα δεν προλαβαίνουμε. Και την τραβάει απ΄ το μανίκι.

Κόσμος τρομαγμένος, αλαφιασμένος μπαίνει στ΄ αυτοκίνητα μικρά, μεγάλα και τραβάει κατά το νότο…

-Έλα σε παρακαλώ, ξεφωνίζει απεγνωσμένα κι η χούφτα της ίδρωσε κρατώντας το τελευταίο λεμόνι.

-Αδύνατο, λέει ατάραχα εκείνη κι ύστερα κοίταξε κατά το δώμα του σπιτιού της. Όποιος θέλει ας φύγει! Εγώ δεν φεύγω! Πού ν΄ αφήσω το στάρι; Την Κυριακή θα κάνω το μνημόσυνο των γονιών μου. Αν δεν μπορέσουμε να επιστρέψουμε; Τι θ΄ απογίνουν τα ρούχα στα σκοινιά; Ποιος θα τα μαζέψει;

Απόκαμε να επιμένει. Ο άντρας της φώναζε, τα παιδιά της έκλαιγαν καθισμένα στο αυτοκίνητο… κι αυτή να παρακολουθά ακόμα…

Το χωριό ένα βουητό. Αυτοκίνητα ξεκινούν και χάνονται στον κουρνιαχτό τους. Ούτε που κατάλαβε πως βρέθηκε καθισμένη σ΄ ένα ανοιχτό τζιπ δίπλα στους άλλους. Ίσως να τη σήκωσαν στα χέρια τους, ούτε που θυμάται… Η άλλη μένει πίσω ήρεμη σαν να μην συνέβαινε τίποτα. Πιστή στο χρέος. Με το στάρι βρεγμένο ακόμη στο δώμα. Για το μνημόσυνο της Κυριακής. Με τα ολοκάθαρα σεντόνια να μυρίζουν αλυσίβα, απλωμένα στα σκοινιά.

Μόλις τούτη τη στιγμή πρόσεξε καθισμένη στο τζιπ πως κρατούσε στη χούφτα της ένα λεμόνι. Το μυρίζεται κι αρχίζει να κλαίει.

Το χωριό της μακριά πια, ζωσμένο στις φλόγες… Κι όλο οι χωριανοί μια μακριά ουρά τροχοφόρα να φεύγουν…

-Γιατί, γιατί να μην έρθει κι αυτή; Θεέ μου, τι θα απογίνει;

Ο πόνος ματώνει την καρδιά της, δάκρυα ασταμάτητα στην ποδιά της…

Τώρα ύστερα από τόσα χρόνια οι χούφτες της μυρίζουν ακόμα φρεσκοκομμένο λεμόνι. Στην καρδιά της, η καλή της γειτόνισσα που δεν έφυγε, της χαμογελάει μαζεύοντας το στεγνωμένο στάρι απ΄ το δώμα.



“Γη μου! Κοίμησέ τον γλυκά, νανούρισέ τον…”

Τα γεγονότα, διεθνή και τοπικά, καθημερινά μας πνίγουν. Μας πνίγει ακόμα ο φόβος και η απόγνωση που δεν φαίνεται να υπάρχει ελπίδα για λύση του εθνικού μας προβλήματος. Κι αλήθεια, πόσες ευκαιρίες έχουμε αφήσει να χαθούν… Πόσες; Ο τόπος μας, στο εσωτερικό, δεν λέει να ηρεμήσει. Και οι φωνές δεν λένε να κοπάσουν. Αχ, αυτές οι φωνές, δίκαιες, άδικες; Οι ίδιοι γνωρίζουν καλύτερα. Μα η Πατρίδα κινδυνεύει… Κι εσύ θυμάσαι τον Διονύσιο Σολωμό – “σαν μισούνται ανάμεσά τους, δεν τους πρέπει η λευτεριά” – είπε. Για να παρηγορηθείς παίρνεις βιβλία. Ψάχνεις για λίγο φως, λίγη χαρά ν’ απαλύνεις την απαισιοδοξία σου, την σκληρότητα των καιρών που ζούμε… Κι ο θάνατος μακριά μας, κοντά μας, πολύ κοντά μας. Εκεί που νιώθεις την καρδιά σου να σταματά με αγωνία και πόνο είναι στην εικόνα με τα δεκάδες σκοτωμένα παιδιά, αθώα θύματα του μίσους και της απληστίας που κυριαρχεί στους ανθρώπους… Κλείνω τις εφημερίδες, κλείνω τον Σολωμό κι ανοίγω ένα άλλο βιβλίο. Μια “Κατάθεση” (ψυχής) του Παντελή Μηχανικού [1] Θεέ μου, τι μεγάλη καρδιά είχε αυτός ο ποιητής μας! Πρώτο ποίημα στη συλλογή του “Ωδή για ένα σκοτωμένο Τουρκάκι”. Σας δίνω ένα απόσπασμα:

Αυτός ο κάμπος π’ απλώνεται μπροστά μου καταπράσινος

στολισμένος με το κίτρινο της μαργαρίτας

με το κόκκινο της παπαρούνας

με το χαμόγελο της βιολέτας

αυτός ο κάμπος

ανοιχτός κάτω απ’ τις θερμές

αχτίνες του ήλιου φωτεινές

αυτός ο κάμπος

που μ’ ένα χάδι απαλό

δείχνει στην ψυχή μας τον δρόμο της άνοιξης

σ’ αυτό τον κάμπο

που δοξάζει τον Κύριο και την ψυχή του ανθρώπου

σ’ αυτό τον κάμπο που δοξάζει το σώμα

και μουρμουρίζει το τραγούδι του ανθρώπου

σ’ αυτό τον κάμπο

κείτεται-σκοτωμένο-ένα Τουρκάκι.

Ένα συσπασμένο πρόσωπο

κομμένο απάνω στον πόνο

ανάγλυφη

ανήλικη μάσκα

κομμένη στην αιωνιότητα για να φωτά

αν ο τόπος ήταν πράγματι πολύ στενός

μέσα στο πανηγύρι της άνοιξης

για να ρωτά

αν υπάρχουν εθνότητες ανάμεσα στους λαούς της μαργαρίτας

για να ρωτά

ποιας εθνικότητας είναι το πράσινο χορτάρι.

Ζεσταίνεις ο ήλιος τις ρίζες και το χώμα

ξεχειλίζει η αγάπη σαν δροσούλα

μέσ’  απ’ τα φύλλα και τους ανθούς της ψυχής του ανθρώπου

μέσα στην ανοιχτή ειλικρίνεια του κάμπου

και μια ανάγλυφη τρομερή μάσκα ενός παιδιού

κάτω απ’ το πολύ του ήλιου το φως

κινάει τα χείλη και μιλεί: “Ευχαριστώ

Με φέρατε σ’ αυτό τον δρόμο

Με φέρατε σ’ αυτό το τέλος. Ευχαριστώ σας

δικούς και ξένους”

Γη μου! Κοίμησέ τον γλυκά, νανούρισέ τον… (1964)

Μονάχα η καρδιά ενός αληθινού ποιητή μπορούσε να γράψει αυτούς τους υπέροχους στίχους. Δεν προλαβαίνω να σκεφτώ τίποτ’ άλλο και να στην τηλεόραση άλλο σκοτωμένο παιδί, κοντά μας, στ’ ανατολικά μας, στη Λωρίδα της Γάζας. “Γη μου (μας). Κοίμησέ το γλυκά, νανούρισέ το”, και ξαναγυρνάς στην “Κατάθεση” του ποιητή.

 

[1] Παντελής Μηχανικός (1926-1979). Ποιητής από τα Λιμνιά Αμμοχώστου, από τους σημαντικότερους της νεότερης Κύπρου και του ευρύτερου Ελλαδικού χώρου. “Γη μου! Κοίμησέ τον γλυκά, νανούρισέ τον…”


Η Μαρία Πυλιώτου γεννήθηκε το 1935 στο Λευκόνοικο της Μεσαορίας, τώρα κατεχόμενο από τους Τούρκους χωριό τής Κύπρου. Είναι δασκάλα, συγγραφέας και εικονογράφος παιδικών βιβλίων. Έχει τιμηθεί με βραβεία από τον Κυπριακό Σύνδεσμο Παιδικού Βιβλίου, από το Υπουργείο Παιδείας, το Θεατρικό Οργανισμό Κύπρου, τον Κύκλο του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου, τη Γυναικεία Λογοτεχνική Συντροφιά κ.ά. Επίσης, έχει βραβευτεί από τη UNICEF και το 1987 κέρδισε σε διεθνή διαγωνισμό το Μετάλλιο του Διεθνούς Βραβείου Janusz Korczak. Δύο βιβλία της μεταφράστηκαν στα ουκρανικά και κυκλοφόρησαν από τις Eκδόσεις Μπεσέλκα του Κιέβου. Η ποιητική της σύνθεση «Άγια Χώματα» μεταφράστηκε στα ρωσικά και κυκλοφόρησε σε ανθολογία στη Μόσχα. Ασχολείται με τη μελέτη και παρουσίαση παιδικών βιβλίων, συνεργάζεται με εφημερίδες, περιοδικά, ραδιόφωνο και τηλεόραση. Είναι γραμματέας του Κυπριακού Συνδέσμου Παιδικού Βιβλίου (εθνικού τμήματος της ΙΒΒΥ) και μέλος της Ένωσης Λογοτεχνών Κύπρου.
Έργα της: “Χαρούμενοι χαρταετοί”, διηγήματα, Λευκωσία (1976). “Οι Λύκοι και η Κοκκινοσκουφίτσα”, νουβέλα, Λευκωσία (1977). “Καλημέρα, Μαργαρίτα”, διηγήματα, Λευκωσία (1978). “Κι έζησαν εκείνοι καλά…”, σύγχρονο παραμύθι, Λευκωσία (1980). “Τα δέντρα που τρέχουν”, μυθιστόρημα, Λευκωσία (1985), εκδ. Καστανιώτης (1987). “Τα παιδιά του ήλιου”, μυθιστόρημα, Εκδόσεις Πατάκη (1993, 8η έκδ. 2001). “Το κάστρο μας”, μυθιστόρημα, Λευκωσία (1979, Εκδόσεις Πατάκη 1995, 6η έκδ. 2001). “Το ασημένιο καπνιστήρι”, μυθιστόρημα, Εκδόσεις Πατάκη (1995, 6η έκδ. 2000). “Τζιαφέρ Γιασίντ Αλή”, Εκδόσεις Πατάκη (1997, 2η έκδ. 1998). “Στα φτερά του Χρυσού Αετού”, Εκδόσεις Πατάκη (1997, 3η έκδ. 2000). “Η αρβύλα που ’γινε βαρκούλα”, Εκδόσεις Πατάκη (1998, 4η έκδ. 2001). “Λεώνη”, Εκδόσεις Πατάκη (1999 2η έκδ. 2000). “O σκύλος που έχασε την ουρά του”, Eκδόσεις Πατάκη (2001).


[Το διήγημα “Η λεμονιά” είχε δημοσιευτεί στο λογοτεχνικό τόμο του Ε.Π.Ο.Κ 2018-2019 και το χρονογράφημα στην εφημερίδα “Αλήθεια” στις 21/3/20.]

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη