Οι παράμυθοι λένε πως ήταν νεράιδα
Που έβγαινε στην ποταμιά την ορισμένη ώρα
Να γύρει με τη στάμνα για νερό
Να τραγουδήσει ή να σου πάρει τη μιλιά•
Όταν γελούσε
Τα πέταλα άνοιγαν στα άνθη των αγρών
Και θρόιζαν οι φυλλωσιές από το πλήθος
Αγγέλων που έκαναν φτερά για να τη νιώσουν
Ν’ ακούσουν εκείνο το γέλιο το κρυστάλλινο
Καθώς πετούσε μέσα στο ρόδινό της φόρεμα
Κι έσερνε πίσω της την αίσθηση
Σαν την ηχώ που αντηχεί μες στα βαθιά σπαρτά
Πως μια ξωθιά σκορπίζει τα τραγούδια της στο δάσος•
Ρεμβάζω συχνά τη ζωγραφιά της
Ο μαθημένος στις αποδημίες
Και στην αγάπη τόσο αμάθητος
Γιατί θα τη θυμάται πάντα η μνήμη
Ακόμη κι όταν θα μ’ έχουν φυγαδεύσει μακριά τα όνειρα
Ανάρπαστος από τα κούφια σύννεφα
Που κυνηγούσα μια ζωή•
Αφήστε το σχόλιο σας