Κλεισούρα αποπνικτική μαζί με τα ίδια και τα ίδια νυχτοήμερά της πορεύεται κοντά σου. Σαν περιθώριο στο όριό σου ,υπάρχει σαν αφορμή και κανόνας. Ακόμη και η απουσία της έχει ένα βλέμμα απλανές όταν έρχεται και σε βρίσκει. Σχήμα οξύμωρο μεν αλλά καθόλου απίθανο ότι έτσι γίνεται. Σε ξεθωριασμένες ιστορίες του χτες επαναλαμβάνεται. Κάτι φταίει και ξεπερνάει του εαυτού της τα ταξίδια. Με τα βιαστικά σινιάλα του καιρού και με πεταρίσματα στο βλέμμα του τυχαίου και στα αποτυπώματα των δεδομένων ,χάνεται και περιμένει. Από τα μακρινά τους έρχεται και φτιάχνει το δικό της καταφύγιο με ό,τι μπορεί και ό,τι συναντήσει στο διάβα της. Οδοιπορικό ζωής και ό,τι έφερε στην αντίληψή της το αεράκι του χρόνου, το απιθώνει στο τραπέζι μου σαν φαγητό της ώρας και σαν λύτρωση. Όλα με μαθηματική ακρίβεια είναι στου αέρα τη διάθεση και τη στιγμή. Εκεί συλλαβίζονται τα βιωμένα και μη τους, με άλλα μαθηματικά και λεξικά. Τα παραλειπόμενα, φτιάχνουν, το χθες, φτιάχνουν το τώρα σου.
Ζωές παράλληλες, στην βρώση και στην πόση τους, κάθετες συναντήσεις μας σε μια λέξη και ένα σκίρτημα ματιάς ανοίγουν την κουβέντα. Το καθετί έχει το κάθισμά του, εδώ και χρόνια, στο τραπέζι και στον αέρα που το περιβάλει. Εντός, εκτός τειχών και τύχης, αλλάζουν θέση πρόσωπα και απουσίες, αναλόγως της ανάγκης και των λόγων του αέρα τους. Τα δεδομένα σε δεύτερη επεξεργασία, δείχνουν και άλλες λεπτομέρειές τους. Μια παράστασή τους, σε συνεχή πρόβα και ροή, ξετυλίγεται και διαχέεται στον αέρα. Ας την ακούσουμε, ας την συλλαβίζουμε…
Ζωές παράλληλες στην είσοδο ή στην έξοδο πολυκαστημάτων σκοτώνουν την ώρα τους αναίμακτα. Άλυτες και οι βάρκες στην προκυμαία αλλά και πιο βαθιά, αφού πέρασαν το μάτι του κυκλώνα, συνεχίζουν με αλάθητο ένστικτο να αρμενίζουν. Λύσεις κάθετες ψάχνουν στο σφυροκόπημα του αέρα του αλμυρού, τα χρώματα του ωκεανού. Και μια σταγόνα του όταν δεν σε πνίγει στην παλάμη σου έχει κάποιο βαθμό δυσκολίας. Καθυστερεί η επιβίβασή σου στον κύκλο του χρόνου. Αλλά και για λόγους ασφαλείας φοράς το σωσίβιο μιας ανάμνησης από την ανάποδή της. Κουμπώνουν τα πάντα μέχρι νεωτέρας. Είναι η στιγμή που τα μεγάφωνα του χρόνου στα αυτιά σου , ήταν να πουν το είπανε Το κάνανε ακόμη και σαν ηχώ, που δεν πήγε ο κόπος της χαμένος.
Βαδίζω άσωτα. Δεν επιστρέφω στα σημεία που δεν αξίζουν. Στα ίδια μου τα ίχνη πατώ με μια διάθεση φυγής χωρίς κέρματα και επιθυμίες και πιο ανάλαφρα. Κουβαλάω επιστροφές και παραληρηματικά αργώ στα ηλιοβασιλέματα. Δεν θα κάνω το χατίρι στο αυτονόητο των χρωμάτων, ούτε στο πολύ τους, ούτε και στο ναδίρ τους. Στο ύψος των περιστάσεων στέκομαι. Και ψίχουλο και πέταγμα πουλιών γίνομαι. Ημερωμένων και αγριεμένων νυχτών, οι λειτουργίες των αισθήσεων στην κατάσταση του δοκούν, με μια άφεση λυγμών βολεύονται και εικάζω ολοκληρώνονται.
Φουσκώνουν τα σύννεφα και από τα χνώτα μου. Με ένα σινιάλο υδραργύρου αποσυμπιέζονται οι σχηματισμοί στο βάθος. Το μέχρι εκεί του ουρανού είναι το όριο που δείχνουν τα δάχτυλα του χεριού μου. Είναι έτσι; Ή μήπως;…
Ανοίγω του χρόνου τα παραλειπόμενα.
Στο απέναντι μπαλκόνι ο κισσός χορεύει αναρριχητικά στο σώμα ερωτευμένων ρόδων. Απλώνει τις χούφτες του και τοίχο-τοίχο μυρίζει το σκίρτημα των πετάλων τους. Όλα στα μονοπάτια της αυτογνωσίας, που υπήρχε μέσα μας εδώ και καιρούς, αφορμές ψάχνει. Τα καρνάγια και τα αηδόνια έχουν φτιάξει φωλιές πιο νωρίτερα από το ξύπνημα της εξομολόγησής σου. Οι κουβέντες σου έχουν βρει τις ομοιοκαταληξίες ακόμη και στην ατμόσφαιρα. Όψεις του ίδιου νομίσματος και οι παύσεις της θέασης, σε ένα προθάλαμο, σε μια καρέκλα ετοιμάζουν τα επόμενα. Το μελάνι ήταν της μέδουσας, το φεγγάρι του ουρανού και τα έμμεσα των παλμών τους ανήκουν και σε σένα και σε αυτούς. Μια στιγμή δεν φτάνει να γεμίσει σιωπές ή να ρίξει γέφυρες στις επόμενες προτάσεις. Έωλα τα αχειροποίητα, σκορπίζουν σαν σπόρια από ρόδι αγίνωτο. Η αμεσότητα των ανείπωτων καμιά φορά είναι και γίνεται τόσο σκληρή όσο και ένα ξερό ψωμί στο τραπέζι. Δεν κόβεται, δεν αγγίζεται με αστραπές και παροιμίες. Τα περιθώρια μιας σκληρής εσωστρέφειας στην κόρα του από τα παραλειπόμενα των σκέψεων, φτιάχνει τα δήθεν δώρα της και στα σερβίρει. Το ψωμί δεν φταίει για όλα αυτά. Ο ίδιος κύκλος των σκέψεων, με το ίδιο κέντρο μεγαλώνει και μεγαλώνει. Χωρίς αφή και γρήγορα να σε χορτάσει θέλει. Οι απολήξεις της νύχτας ενθαρρύνουν το κενό του χρόνου σου. Αποφεύγεις τον ωκεανό σαν να ‘τανε στενός δρόμος χωρίς διέξοδο. Κοντινοί και περίεργοι, όλοι συνδαιτημόνες κατοικούν τις στιγμές σου. Σαν ηττημένοι από καιρό, ανυπεράσπιστα αλλάζουν γνώμες και δίνουν συμβουλές. Ορίζοντες προσδοκιών, σαν φυτά εσωτερικού χώρου, μένουν τα λόγια τους. Κούφια και ρηχά νερά, με το μέτρο, νοτίσματα. Σαλπίσματα και εικόνες στα μάτια σου συνεχίζουν να έρχονται. Κουμπιά οι σιωπές. Σου αποσπούν την προσοχή σου με το θέλω τους παροδικά. Όλα μπουκιά-μπουκιά. Στις αντωνυμίες που γνωρίζεις, ο αέρας τους διανέμει με υπομονή, έστω και με ένα νεύμα τα ρήματα δίπλα στην χαρτοπετσέτα. Λίγα τα τετραγωνικά του σώματος και τα φωνήεντα ρέουν με ένα ποτήρι κρασί. Χύμα τα χειμαρρώδη πηγαινοέρχονται. Δύσκαμπτα τα αινίγματα της νύχτας και της όποιας νύχτας στα σεντόνια σου μετρούν τα δάχτυλα ιδρώτες και όνειρα.
Η διαλεκτική του έρωτα απορροφιέται σαν σφουγγάρι και όσο πιο αργά γίνεται τότε πετυχαίνει. Οι αναπνοές βρίσκουν έδαφος για να καρπίσουν οι πτώσεις σου. Δουλεύω για τη ζωή ή η ζωή δουλεύει για μένα. Σε δουλειά όλα τα λοιπόν, φιλοδώρημα του χρόνου. Οδηγοί, καπεταναίοι, ζητιάνες και παραμυθίες συγγενεύουν στο αέρα. Ακροατές ενός χαρταετού τους σε κρατάνε στο σχοινί τους. Ακόμη και οι ψίθυροι τους όταν περνάνε από τις ταράτσες των σπιτιών, το ίδιο ακριβώς γίνεται. Η γειτονιά του σύμπαντος, δεν έχει πια κουτσομπολιά. Ούτε να πει. Και τα παιγνίδια μέσα από οθόνες ματώνουν και σιωπούν. Η κόλαση και ο παράδεισος είναι σε διανομή. Από ελευθέρας βοσκής του θεαθείναι καρπίσματα στα της αρπαχτής και της ανίας, όλα γίνονται εύκολα. Και όλα πιο πολύ μακραίνουν. Με ένα κουμπί και όλα κατ’ οίκον. Στα κατά σπίτι, όταν κλείνει η πόρτα του καθενός, όλοι είναι ο ανώνυμος στον αέρα της κλεισούρας του. Αλληγορικά τα ασαφή, ακόμη και αν αγκαλιάζονται στις φιγούρες ενός χορού, πιάνουν τόπο. Ακροβατώντας περιμένει. Ακόμη και η άνοιξη που έρχεται στην πλάτη του χειμώνα σου κουβαλήθηκε. Σιωπηλά τα λες. Αθέατες πια οι αυλές, σοφάδες στις γωνίες και η χώρα των ψευδαισθήσεων, χωρίς αριθμό και πέτρες, περίτρανα σου νοτίζει το πνεύμα σου. Σπαράγματα της ματιάς και ένας χάρτης αμνησίας αλλά και ένα διακοσμημένο γείσο, αρχιτεκτονικά σε αποδομεί και σε χτίζει ταυτόχρονα. Μονολογείς.
Εικόνα μακρινή, μισό μεθυσμένα τα μισάνοιχτα παράθυρα σαν του στήθους σου το ρίγος λούζουν το νερό της μνήμης μου. Φίλοι που χαθήκανε με τα χρόνια, στα χρόνια τους, για μια ανάγκη και να γεμίζουν το κενό τους σε βρήκαν. Για λίγο όμως μείνανε. Απρόσκλητος παρατηρητής η επίσκεψή μου από όνειρο, στο όνειρό σου, ξεφυλλίζει το περίγραμμά σου. Τα λιγοστά είναι επαρκή στο τραπέζι. Και το καλάθι των επιθυμιών τους ταξίδι που γεμίζει και αδειάζει. Με το πέρασμα των χρόνων, δεν φουσκώνουν οι κουβέντες γιατί τα χέρια δεν κοιτάνε ούτε τον ουρανό άλλα και χαιρετιούνται γρήγορα. Μαζί με τα πουλιά φεύγουνε. Καλόπιστα ασωτεύω, στις κλεψύδρες και στις ζυμώσεις των προτάσεων. Μοναξιές, άστεγες φωνές, κάτι χαμόγελα, σε ένα χωράφι ή σε ένα διάδρομο απογείωσης ονείρων βρίσκουν χώρο -κυριολεκτικά και μεταφορικά- και με κάνουν ό,τι θέλουν. Τα γλυκόπικρά τους σκιές που δεν αγγίζονται, τεχνάσματα στις λέξεις και στα παραλειπόμενά τους σκαρφίζονται για μια επόμενη στιγμή θέασης και έμπνευσης. Για μια παράταση του ελαχίστου τους, ακόμη και με χέρια σταυρωμένα, μια ανάταση και μια σαγήνη θαλπωρής θέλει και ποθεί. Τα λιγοστά, που δεν λογούνται, λογαριάζουν του λόγου σου το λάθος. Και η λήθη από ένα λίγο κρέμεται. Αλλά και σε λυγμό λαϊκών στροφών χορεύει κατοικεί. Για να την θυμούνται οι αέρηδες.
Αφήστε το σχόλιο σας