Ας ήτανε νερό οι κακές στιγμές
κι ως έτρεχαν να παίρναν
τα βάρη όλα απ’ τις ψυχές
στη θάλασσα να ‘σέρναν.
Ας ήτανε δροσοσταλιά
η αγάπη στις καρδιές μας
θα ποτιζόταν απαλά
το δάσος από μυρωδικά
βαθιά μεσ’ τις ψυχές μας.
Ας ήτανε ένα ψίχουλο
η πίστη στη ζωή μας!
Θα ’τρωγαν όλα τα πουλιά
φαγάκι απ’ το φαΐ μας.
Κι αν ήταν, λέει, οι ευχές
να γίνονταν αλήθεια,
δεν θα’ χε άλλους στεναγμούς
να φώλιαζαν στα στήθια;
Κι εκείνη, η πικροθάλασσα,
δεν θα παραπονιόταν;
Θα φούντωνε, θα στέναζε;
«Λάδι» δεν θα γινόταν;
«Όλους τους πόνους της καρδιάς
στα κύματά μου σέρνω
και τον καημό σας, αέναα,
μ’ αλάτι θα μαραίνω.
Μονάχα ένα σας ζητώ
Στο λιόγερμα να γέρνω
Για να ‘χω κάτι από όνειρο
Κι εγώ για ν’ ανασαίνω…»
Αφήστε το σχόλιο σας