Και έδεσαν οι ροδιές καρπό
Κι ανθίσανε οι κρίνοι
Και θαύμαζαν οι άνθρωποι
Τέτοια άνοιξη πρώτη φορά εγίνη
Κι έκλεινε εκείνη τη ματιά
Και μοσχοπερπατούσε
Την πρότερη, την τωρινή
τη ζήση τους χωρούσε.
Μετρούσανε τα βήματα
τις μέρες που περνούσαν
ετούτη τη μοσχοβολιά
μήπως και την κρατούσαν.
Σφάλιζαν τα παράθυρα,
αμπάρωναν τις πόρτες
ή άνοιξη ψιθύριζε- Ανώφελο-
αρχινώντας
Ένα μικροτραγούδισμα
Ένα μικροαεράκι
που πότιζε μέσα τις ψυχές
ήλιο μα και φαρμάκι.
Τις άνοιξες, τις έναστρες νυχτιές
τους κρύους τους χειμώνες
δεν τους κρατάς, μα σε κρατούν
δέσμιο στους αιώνες.
Σιμά τους και οι πίκρες σου,
τα όνειρα οι σκιές σου
οι τόσες ανεξόδευτες
ελπίδες οι πομπές σου
Όσο κι αν θέλεις,
δεν μπορείς, τη ζήση σου ν’ ορίζεις
αφέσου στο τραγούδισμα
στο ελαφρύ κυμάτισμα
ακούμπα την ψυχή σου.
Τα χρόνια γύρω θα περνούν
σαν κύματα τ’ Αυγούστου
τα γέλια, η πίκρα, οι μοναξιές
σημάδια στο χαμόγελο του κόσμου
εσύ αρνήσου.
Ενημερωθείτε για τη λογοτεχνική μας δράση “Μένουμε σπίτι”.
Αφήστε το σχόλιο σας