(Μια μυθοπλασία, από το άλφα μέχρι το βήτα μιας νύχτας, με συνεπιβάτιδα δρομολογίου μια σελίδα, που μύριζε χειμώνα και αφορμές)
Για να φτιάξω κουβέντες βγαίνω στους δρόμους και στις εποχές των σελίδων. Και τις νύχτες του χειμώνα μαζεύω στιγμές και μύθους. Δεν παίρνω σβάρνα τα διαδίκτυα και τις σκαλωσιές των αναρτήσεων. Περαστικά περνούν από μπροστά μου πολλοί και πολλά. Όλοι και όλα σημαντικά έρχονται και φεύγουν. Η δε συνεπιβάτιδα της νύχτας αυτή η σελίδα, σαν μούσα και αφορμή, στο χρόνο που θέλω, που βολεύει αλλά και όταν είμαι στα κάτω και στα πάνω μου, με συντροφεύει. Η λευκή σελίδα είναι μια πρόκληση και οι γραμμές της ρυτίδες, αφορμές και όαση. Όπως και του αφηγητή.
Σελίδες και χαρτιά, λοιπόν, ζητούν μια δεύτερη ζωή και ένα ακόμη άγγιγμα. Να ξαναγραφτούν τα μελλούμενά τους και στης στιγμής τα δεδομένα να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων. Αλλά και ό,τι άκουσα αυθόρμητα στις παρέες και στις μοναξιές που βρέθηκα και με βρήκανε, τους δίνω χώρο στη στιγμή ετούτη. Και ανοίγω τα συρτάρια τους, τα ερμητικά κλεισμένα, τα μισά τους, τα κλειδωμένα, τα ξεχασμένα. Και με τα χέρια μου στο γραφείο και στο πάτωμα τα αφήνω να βρουν τον αέρα και την μυρουδιά τους. Πόσες φορές ταξιδέψαμε μαζί καλοκαίρια και χειμώνες και πόσες νύχτες μας πήρε ο ύπνος και η ζωή σβάρνα. Και προχωράμε.
Τα παρατηρώ λοιπόν και τα βλέπω από πιο κοντά. Μπορεί να με κοιτούν μα, το κυριότερο, δεν μου μιλάνε. Ο καθένας και το καθετί κάνει τη δουλειά του και επιτελεί τις υποχρεώσεις του στο ακέραιο και με τον δικό του τρόπο. Όλα αυτά σε μέλλοντα χρόνο γίνονται. Έτσι θέλω να πιστεύω.
Μια καινούργια δυνατότητα υγρασίας και ξηρασίας τους απλώνεται και ο χώρος γεμίζει, ντύνεται και αλλάζει. Και πλάθει τα φωνήεντα και τα σύμφωνά του στην καινούργια του διαδρομή. Ο αέρας συνταξιδεύει από σελίδα σε παράγραφο αλλά και στους τοίχους της κατοικίας φρεσκάρεται και ανανεώνεται. Σε μια λεπτομέρεια πιάνεται σαν κάδρο στο τοίχο, που ζητάει και αυτό την προσοχή σου όταν περνούν τα χρόνια που γίνονται δευτερόλεπτα σε χρόνο γρήγορο.
Όπως και να είναι, μια ακόμη αφήγηση που δοκιμάζεται. Ποτέ μη λες ποτέ. Και πότε θα τελειώσει δεν το ξέρεις. Και αν τις πάρει τις σελίδες η ένταση, ο ρυθμός και το διάβα του, ας πάνε τουλάχιστον στο καλό και σε άλλες γειτονιές να βρουν το νόημα που θέλανε. Εκεί, να χτίζουν φωλιές.
Σπίτια χωρίς βιβλία, χαρτιά και μελάνες, δεν είναι σπίτια. Ούτε θεμέλια έχουν, ούτε και όνειρα. Απλά έχουν όλα τα άλλα. Αλλά μπορεί να ‘ναι και καλύτερα έτσι. Μπορεί, λέω ψιθυριστά, το λέω και βάζω μια άνω τελεία.
Επιστρέφω, λοιπόν, στο καθρέφτισμα των εικόνων και στων λέξεων τα αποσπάσματα. Όλα, εννοείται, χειροπιαστά. Όπως και τα λάθη και τα πώς της ζωής.
Έτσι λοιπόν στην ξαναγνωριμία μας με πολύ σιγουριά αλλά και με αρκετό τρακ χαιρετιόμαστε με ειλικρίνεια, χωρίς προαπαιτούμενα και με ενδιαφέρον στις σελίδες και στο θόρυβό τους, σπάμε τη σιωπή μας.
Και από ‘κεί που ήταν κρυμμένα τα ταξίδια τους σαν ξεχασμένες αποσκευές και σε άλλο χρόνο τα γράμματα και τα χαρτιά αυτά, τόσο άκακα μεταξύ μας, λες και δεν ξεχαστήκαμε ποτέ, ξαναγνωριζόμαστε και από την καλή και από την ανάποδη. Σαν να μην αποχαιρετιστήκαμε ποτέ. Είναι κομμάτι του προσώπου μας, κατά κάποιο τρόπο.
Το πόσο κρατάει ένας αποχαιρετισμός ή μια χειραψία του, κάποιοι έχουν πει ότι όσο λιγότερο γνωρίζουμε κάποιον, τόσο περισσότερο διαρκεί. Ενώ, όταν έχεις συνδεθεί με κάποιον για πολλά χρόνια, ο αποχαιρετισμός αυτός συντελείται πιο γρήγορα.
Όλα αυτά είναι σκέψεις, τεχνάσματα υποκειμενικά και τι κρατάς και τι πετάς φαίνεται με τα χρόνια. Στα προβλέψιμα και απρόβλεπτα της ζωής ο καθείς και η καθεμιά, κάθε ον, σε αυτό το χώμα που πατεί όταν ανοίγει σχέσεις, ανοίγει κουβέντες, ανοίγει την αγκαλιά του, τα πόδια του, τον χρόνο του, την καρδιά του, ό,τι θέλει και ό,τι μπορεί ο καθένας δηλαδή, ενδέχεται να έχει πολλές ερμηνείες και πολλοί παράγοντες συμβάλουν σ’ αυτό. Όπως και οι άχρηστες πληροφορίες της ημέρας, που γεμίζουν τα κενά των συνομιλιών.
Έρμαιο όμως του τυχαίου και του συγκεκριμένου τους, όλα σε μια διαφορετική διανομή αυτή την ώρα, δίνουν αφορμές στην κλίμακα των συγκινήσεων. Στο τραγούδι του Άκη Πάνου «Θέλω να τα πω» ακόμη και αυτά που υπάρχουν στο μυαλό και καταλαβαίνεις όταν τα λες ή δεν τα λες, πού πάει το είναι τους, στο τι είναι εξομολόγηση και στο τι είναι απαντήσεις, γι’ αυτό το μέσα μιλάνε.
Αγγελιοφόρος προτάσεων και στοχασμών, ανοίγω το πρώτο γράμμα και κάνω διανομή. Ξαναμοιράζω τα χαρτιά και το πού θα βγει η τύχη τους θα φανεί.
«Χαράζει. Το τρένο μας έκοψε ταχύτητα. Θα έχεις παρατηρήσει φίλε, πως μια μέρα και μια νύχτα τώρα, δεν κοιτάζω από το παράθυρο. Δεν κοίταξα ούτε μια φορά. Μόνο εσένα. Μόνο εσένα. Όλα μου τα ταξίδια έτσι. Ταξιδεύω ή για να συναντήσω άνθρωπο ή μαζί με άνθρωπο. Λέω, λοιπόν, πως ταξιδεύω σε άνθρωπο. Ξέρω να ταξιδεύω σε άνθρωπο. Αν ταξιδεύω μαζί, αυτός είναι το ταξίδι μου. Εσύ. Μεγάλος ή μικρός έρωτας – και πάλι το ίδιο. Η αληθινή μου αντίληψη έχει να κάνει μόνο με σένα, φίλε. Το τοπίο και με κλειστά μάτια μπορώ να στο περιγράψω. Εσύ, όμως, μου είσαι ένας άγνωστος ακόμη». Τάδε έγραψε η Μαλβίνα Κάραλη, στο βιβλίο της «Πιο πολύ, πιο πολλοί».
Και οι μοναξιές και οι έρωτες και τα ταξίδια των λέξεων και των ανθρώπων, που δεν έχουν σταματήσει ποτέ, συνεχίζουν να ψάχνουν αφετηρίες και αφορμές. Σίγουρα στο μυαλό μας έρχεται το φανάρι του Διογένη, που μέρα μεσημέρι άνθρωπο ψάχνει να βρει. Τόσα σκοτάδια που κυκλοφορούν ελεύθερα και αποχαιρετιούνται βιαστικά και με επισκέψεις του ψεκάστε-σκουπίστε-τελειώσατε, σαν έρωτες χωρίς πατρίδα και σώμα, κατοικοεδρεύουν όπου γης. Στην αμεσότητα και στο αυθόρμητο χάνονται. Η χειραψία γίνεται με τα νεύματα και από απόσταση. Και είναι τόσοι πολλοί που κοιτούν το τοπίο και χάνουν να μετρούν τους χτύπους και τα κύματα που είναι δίπλα τους. Χάνονται στο τοπίο και χάνουν το παιγνίδι κυριολεκτικά κάτω από τα πόδια τους. Και τα πόδια μιλάνε και τα χείλη τόπους φτιάχνουν. Και όλο το σώμα, με σώμα μόνο ταξιδεύει και βρίσκει τις μοναξιές και τους σταθμούς των παραγράφων της ζωής στην πιο καλύτερη στιγμή. Έτσι ωριμάζει η αδυναμία και το εγώ φτιάχνει την φωνή του αλλιώς.
Ο Μ. Καραγάτσης, στο «Μοναχικό ταξίδι στα Κύθηρα» σημειώνει: «εκείνο το βράδυ, το λιμάνι ήταν συννεφιασμένο και σταχτί, όπως είναι όλα τα λιμάνια της αναχώρησης. Ακόμη μια φορά, έφευγα από την μονοτονία της αθηναϊκής ζωής μου. Πήγαινα σε κάποιο νησί, όπου με περίμενε απασχόληση πιο πληκτική ακόμη. Δυο φίλοι αγαπητοί με ξεπροβόδισαν στο βαπόρι: ο στατικός και ο κινητικός. Και οι δυο τους κολλημένοι σαν στρείδια πάνω στους βράχους της Ακρόπολης και του Λυκαβηττού. Δεν ταξίδεψαν ποτέ. Αυτό όμως δεν τους εμποδίζει να ‘χουν κατασταλαγμένες γνώμες για τα ταξίδια και τις περιπέτειες τους».
Κατά φαντασίαν και κατ’ ανάγκη ταξιδεύαμε και θα ταξιδεύουμε. Να γνωρίζουμε και να γνωριστούμε. Από κανένας και καμμία, να γίνουμε κάτι, να νιώσουμε το άπειρο και το κοντινό των λέξεων. Και ‘δω βάζω μια άλλη τελεία.
Και αποχαιρετούμε μια ακόμη σελίδα γνώριμη. «Σαν έτοιμος από καιρό, σαν θαρραλέος, αποχαιρέτα την Αλεξάνδρεια που φεύγει…», μας το υπενθυμίζει ο καβαφικός στίχος και το καράβι, το αεροπλάνο και το όποιο μεταφορικό μέσο του μυαλού σφυρίζει, αναπολεί, συναντά και αποχαιρετά σταθμούς, ανθρώπους και σελίδες κατά το δοκούν και κατά συρροήν.
Γιατί όλα αυτά γίνονται ταυτόχρονα. Εκεί που πας στη λήθη τους, εκεί και η αρχή σου. Σαν υποψία και απαίτηση έρχεται και φτερουγίζει μια άλλη σελίδα και σε περνάει απέναντι. Από ένα άλλο μετερίζι βλέπεις τα πράγματα και τα χρώματα να σε παρατηρούν και να σε ακούνε.
Η φθορά, το τριμμένο των σελίδων, από άλλη συναρμολόγηση, από άλλη τρικυμία πόθων και παθών γίνεται μια άλλη πραγματικότητα θέασης.
Βιώματα, δράσεις, άψυχα, έμψυχα, χώματα, αναπνοές του χρόνου δομούνται, αποδομούνται και στο σωκρατικό αξίωμα «γνωρίζω μόνον ό,τι δεν γνωρίζω τίποτα» συναντάει τις παροιμίες, τα αινίγματα και του χορού σου τα βήματα στην πιο καλύτερή τους επανάληψη και στιγμή κορύφωσης.
Και ‘κεί στο τίποτε, που μοιάζει για πάντα -που αγνοείται σε κάθε σύμπτωση σκέψεων και σελίδων σου- μια ακόμη ενατένιση, που μοιάζει με αλήθεια, σε μια εκδοχή γραφής σε προχωράει.
Αυτή την φορά στον Φ. Ντοστογιέφσκι και από το βιβλίο του «ο Ηλίθιος», αντιγράφω ένα απόσπασμα. Στο ταξίδι αυτό και στα λόγια του αέρα, ένας ακόμη σταθμός της σελίδας ανεμίζει. «Όμως ο κυριότερος, ο πιο δυνατός πόνος, ίσως να μην είναι ο πόνος από τις πληγές. Ο μεγαλύτερος πόνος μπορεί να ‘ναι το ότι ξέρεις πως στα σίγουρα, πως να σε μιαν ώρα, ύστερα από δέκα λεπτά, ύστερα σε μισό λεπτό, ύστερα, τώρα, αμέσως, η ψυχή σου θα πετάξει από το κορμί σου και θα πάψεις πιά να ‘σαι άνθρωπος και πως όλα αυτά είναι σίγουρα, το κυριότερο είναι που όλα αυτά θα γίνουν στα σίγουρα».
Όλα βεβαιότητες, χαρτιά με σειρά, χαρτιά χωρίς σειρά και οι εικόνες σε δεύτερη μοίρα. Αποσπασματικά όλα τα παραπάνω. Θέλω να πιστεύω ότι τα βιβλία είναι μέσα στους τοίχους μας και όχι ξεχασμένες διαδρομές. Να μην τα αφήσουμε στην τύχη τους και στων καλωδίων μας τις συνομιλίες να μαραθούν. Και τα όνειρα κουβέντες και παρέες θέλουνε. Να ξεφυλλιστούν θέλουν. Να γίνουν και να γιάνουν οι νύχτες που περνούν γρήγορα και τις αγγίζει ο χρόνος σαν παραμύθι που δεν τελείωσε ακόμη. Και με χέρια και πόδια και από κοντά να ‘χει τη θέση του στο χρόνο μας.
Και κει που κοντεύει ο χρόνος του ξεφυλλίσματος της νύχτας αυτής να τελειώσει, στην άλλη της ωριμότητα, και Νίκος Χουλιαράς σε μια σελίδα από το βιβλίο «Το άλλο μισό» μας πάει σε μια χρονολογία του έξω και του μέσα χρόνου μας και μια παράστασή του ανοίγει αυλαία στα συμπεράσματα.
Γράφει «γιατί, όπως και να το κάνουμε, θα ‘ρχεται κάποτε η στιγμή -σε κάποια ώρα της μέρας- που το ρολόι του θα δείχνει τη σωστή ώρα. Θέλω να πω, πως μιάς και πάει πίσω ολοένα, κάποια στιγμή θα τύχει να συμπέσει με την κανονική την ώρα. Οι δείχτες του θα δείχνουν 9 ακριβώς, όπως και στο μεγάλο ρολόι της πλατείας -που πάει και το κοιτάει κάθε βράδυ- αλλά μονάχα αυτός ξέρει, πόσα χρόνια, μέρες, ώρες και δευτερόλεπτα βρίσκεται πίσω από μας τους άλλους, γιατί αυτός κρατάει το ρολογάκι, αυτός και τους λογαριασμούς».
Αφήστε το σχόλιο σας