“Αξιοπρέπεια…;”, ένα διήγημα της Αθηνάς Μαραβέγια

               Ήταν μεγάλο το ρίσκο που πήρε. Δεν είχε κλείσει καλά-καλά δεκαετία στην Ελλάδα, όταν αποφάσισε ν’ “απογαλακτιστεί” και ν’ ανοίξει μόνη τα φτερά της. Είχε γεννηθεί και μεγαλώσει, μέχρι τα δεκαοχτώ της, στην Αφρική. Εκεί τελείωσε το ελληνικό σχολείο κι από κει είχε αποκτήσει τόσο τις γνώσεις – μιλούσε τέσσερις γλώσσες – μα και τον χαρακτήρα της.

                   «Θέλω να δω τι μπορώ να καταφέρω μόνη μου» είχε πει στους γονείς της.

                    Αντέδρασαν και άσχημα μάλιστα, μα εκείνη ήταν ανένδοτη. Από μικρή ήταν πεισματάρα.

                  «Δεν το καταλαβαίνετε, πως δεν μπορώ να ζω συνέχεια κάτω από τις δικές σας φτερούγες; Πρέπει, το οφείλω τόσο σε σας, όσο και σε μένα, ν’ αποδείξω αν και πώς μπορώ να τα καταφέρω. Δημιούργημα δικό σας είμαι και το μόνο που σας ζητώ, να μου έχετε εμπιστοσύνη. Α, και κάτι άλλο, που θέλω να σας παρακαλέσω: ΠΟΤΕ δεν θα με καλύψετε οικονομικά, όσο κι αν σας το ζητάω. Διαφορετικά, θα έχω κάνει μια τρύπα στο νερό και θα είμαι και αποτυχημένη…»

              Οι γονείς της, νησιώτες μετανάστες και οι δύο, επαναπατριζόμενοι, αποφάσισαν να ζήσουν στο νησί του πατέρα της, όπου είχαν αγοράσει, από τα χρόνια της ξενιτιάς, μια ολόκληρη περιουσία.

             «Βρε γυναίκα, θηλυκό γεννήσαμε ή τον Τσε Γκεβάρα;» θύμωνε ο πατέρας, ενώ η μάνα δεν ήξερε τίνος μέρος να πάρει.

             «Είναι μικρή ακόμα… Έχεις δίκιο…, μα αν το θέλει τόσο πολύ, ας το κάνει. Κι εμείς θα είμαστε από κοντά… Μη στενοχωριέσαι… Δεν θα την αφήσουμε… Κι ύστερα, ας της δείξουμε λίγη εμπιστοσύνη…»

              Ανένδοτος ο πατέρας.

              «Άνοιξε την πόρτα κι έφυγε; Ε, λοιπόν, έκλεισε αυτή η πόρτα πίσω της.»

              «Μην το λες αυτό. Είναι παιδί μας.»

              «Και τι σου είπα εγώ; Πως είναι του γείτονα;»

              «Το ίδιο πείσμα έχετε και οι δύο… Το ίδιο…»

            Η Αλεξάνδρα, έχοντας εξασφαλίσει δουλειά στην Αθήνα, μια και δυο βρέθηκε στην πρωτεύουσα, άγνωστη μεταξύ αγνώστων. Το μόνο παρήγορο ήταν πως σ’ αυτήν τη μεγαλούπολη, με την τόσο σημαντική ιστορία και που τόσο θαύμαζε, βρίσκονταν και πολλά παιδιά, συμμαθητές της και μη, που άλλοι σπούδαζαν κι άλλοι εργάζονταν. Θα έψαχνε να τους βρει κι έτσι δεν θα ένοιωθε και τόσο μόνη.

            Το πρώτο σπίτι που νοίκιασε, ήταν ένα υπόγειο επιπλωμένο και το οποίο βρισκόταν σχετικά κοντά στη δουλειά της. Επιπλωμένο; Ο τρόπος του λέγειν. Ένα κρεβάτι, μια ξύλινη ντουλάπα, ένα μικρό ψυγείο, ένα μικρό τραπεζάκι κουζίνας με δύο σκαμπό και δυο μάτια κουζίνας. Το ένα και μοναδικό παράθυρο που είχε, έβλεπε στο πεζοδρόμιο…

             Πώς είχε μάθει και πού είναι τώρα; Κουβέντα, όμως, γιατί μόνη της διάλεξε να κάνει το σάλτο και μόνη της θα τα βολέψει.

              Είχε κι ένα βασικό πρόβλημα. Όχι το σπίτι. Η ίδια η Αλεξάνδρα· δεν είχε καμία, μα καμία σχέση με τα χρήματα κι επομένως με τα οικονομικά. Δεν είχε χρειαστεί να ξανακάνει προϋπολογισμό. Δεν χρειάζεται και πολλή σκέψη. Να κόβει λίγο το μυαλό, χρειάζεται.

             «Τόσος ο μισθός, μείον, τόσο το νοίκι, το φως, το νερό και τα κοινόχρηστα, άρα δεν ψάχνουμε ν’ αγοράσουμε και έπιπλα. Θα μείνεις εδώ, κοριτσάκι μου, μέχρι να βάλεις καμιά δεκάρα στην άκρη και μετά βλέπουμε…», έλεγε και ξαναέλεγε στον εαυτό της, κάθε που ένιωθε άβολα.

             «Παιδάκι μου, πώς ζεις εδώ κάτω; Σαν τον τάφο του Ινδού είναι…» της είχε πει η μητέρα της την πρώτη φορά που ήρθε να δει το παιδί της.

            «Γιατί; Τι έχει που δεν σου αρέσει; Πρώτον, τα κοινόχρηστα σε μένα είναι ελάχιστα και τον χειμώνα είμαι τόσο ζεστά, που κυκλοφορώ μόνο με το φανελάκι. Δεν βλέπεις; Όλες οι σωληνώσεις του καλοριφέρ περνούν από το σπίτι μου. Και το καλοκαίρι, όταν έξω σκάει ο τζίτζικας, εγώ έχω δροσιά.»

             Με μαύρη καρδιά γύρισε η μάνα στο νησί…

            «Όπως έστρωσε, να κοιμηθεί» ήταν η απάντηση του πατέρα. «Την έδιωξε κανείς; Της είπε κανείς να φύγει; Μόνη της δεν επήρε την απόφαση; Ε, μόνη της και να τα λουστεί. Άσε την και σε δυο-τρεις μήνες θα γυρίσει…»

           Αμ δε. Φαίνεται πως δεν ήξερε τόσο καλά την κόρη του. Η μόνη αλήθεια είναι πως στον χρόνο πάνω η Αλεξάνδρα άλλαξε σπίτι και γειτονιά, πάντα κοντά στη δουλειά της, “για να μπορώ να πηγαινοέρχομαι με τα πόδια, σε περίοδο ισχνών αγελάδων”. Τώρα πια μπορούσε να κουμαντάρει τα οικονομικά της.

         Αγόρασε έπιπλα με δόσεις, όπως και τις ηλεκτρικές συσκευές της κι έφτιαξε ένα συμπαθητικό νοικοκυριό. Εκείνο που την ενθουσίαζε, ήταν πως είχε το δικό ΤΗΣ κρεβάτι, το σαλονάκι της και ό,τι χρειάζεται ένα σπίτι. Δικά της, ολόδικά της. Και δεν ήταν πια στο υπόγειο, που για να δει τον ήλιο, έπρεπε να βγει έξω, στο δρόμο. Τώρα, το νέο της σπιτικό βρισκόταν στον δεύτερο όροφο και τα ρολά των μπαλκονιών της δεν έκλειναν ΠΟΤΕ.

         «Αλεξάνδρα, πότε θα μας καλέσεις στο καινούριο σου σπίτι;» της είπε μια μέρα μία συνάδελφός της, με την οποία είχαν αναπτύξει μια πιο φιλική σχέση.

          «Θα το κανονίσω και θα σου πω…»

         Έτσι μόλις πληρώθηκε και γέμισε τα ντουλάπια και το ψυγείο της με ό, τι θα μπορούσαν να της ζητήσουν οι συναδέλφισές της, τις κάλεσε για το επόμενο απόγεμα.

          Εδώ να σημειώσουμε – γιατί θα παίξει ρόλο παρακάτω – τη διαρρύθμιση του σπιτιού. Λοιπόν, με το άνοιγμα της πόρτας, μπροστά υπάρχει ένας ενιαίος χώρος, το χολ και το σαλόνι, με την μπαλκονόπορτά του. Στα δέκα βήματα αριστερά, πάντα μπαίνοντας, υπάρχει μια πόρτα που οδηγεί σ’ έναν διάδρομο. Αριστερά του διαδρόμου είναι το μπάνιο, δεξιά η κρεβατοκάμαρα με την μπαλκονόπορτά της κι εκείνη και στη μέση η κουζίνα.

          Έρχονται, λοιπόν, τα κορίτσια και η Αλεξάνδρα νοιώθει πολύ όμορφα που μπορεί να φιλέψει τα κορίτσια του γραφείου με ό, τι αρέσει στην καθεμία. Είχε φροντίσει γι αυτό άλλωστε. Και είναι και μια ευκαιρία, να αποκτήσει μια πιο φιλική σχέση μαζί τους. Έπρεπε ν’ αρχίσει ν’ ανοίγει τον κύκλο της και να κάνει παρέα και με άλλους, πέραν από τα παιδιά της Αφρικής.

           Έχουν καθίσει όλες στο μικρό σαλονάκι κι εκείνη έχει πάει στην κουζίνα για να φέρει τα τραταρίσματα που έχει ετοιμάσει. Τις ακούει που κουβεντιάζουν και ανυπομονεί να πάει κοντά τους, να πουν κάποιες κουβέντες, πέρα από τις τυπικές που αντάλλασσαν καθημερινά.

           Είναι με τον γεμάτο δίσκο στα χέρια, όταν, μπαίνοντας στον ενιαίο χώρο, βλέπει μία από τις κοπέλες να έχει σηκώσει το πετσετάκι που είχε στολίσει στο τραπεζάκι του σαλονιού και με την παλάμη και τα ακροδάχτυλά της, να περνάει το έπιπλο για να δει αν είναι σκονισμένο. Η Αλεξάνδρα ένοιωσε σαν να την χτύπησε κεραυνός. Χωρίς να σκεφτεί οτιδήποτε, αφήνει τον δίσκο στο πάτωμα, πλησιάζει την πόρτα, την ανοίγει και με απόλυτο ήρεμο ύφος τους λέει:

             «Παρακαλώ, περάστε έξω.»

             Οι κοπέλες την κοίταζαν σαν χαμένες.

             «Τι έγινε, κορίτσια;» ρωτάει μία.

             «Τι έπαθες, Αλεξάνδρα;» μια άλλη.

             «Είπαμε κάτι που σε πείραξε;»

             Αναρωτιόνταν όλες μαζί και ρωτούσαν η μία την άλλη και την Αλεξάνδρα.

           «Εκείνη που έκανε ό, τι έκανε, το ξέρει πολύ καλά και λυπάμαι πολύ που την έβαλα στο σπίτι μου. Αλλά κι εσείς οι υπόλοιπες που την είδατε, δεν την βάλατε στη θέση της και τώρα αναρωτιέστε. Δεν σας κάλεσα στο σπίτι μου για να μου κάνετε έλεγχο. Τελειώσαμε. Περάστε, παρακαλώ.»

           Σαν έφυγε και η τελευταία, η Αλεξάνδρα έκλεισε την πόρτα πίσω της, πήρε τον δίσκο από το πάτωμα, γύρισε στην κουζίνα, τακτοποίησε τα πράγματα στη θέση τους, εκτός από κείνα που δεν μπορούσαν να φυλαχτούν. Όλες οι κινήσεις της ήταν ήρεμες. Μπήκε στο δωμάτιό της, φόρεσε μια ζακέτα, πήρε την τσάντα και τα κλειδιά της και ροβόλησε κατά τον “βασιλικό κήπο”. Τάισε τις πάπιες και τα πουλάκια, απόλαυσε τη βόλτα της.

            «Εσείς δεν θα φερθείτε ποτέ σαν τους ανθρώπους. Όχι. Διαφέρετε τόσο πολύ από μας, τα υποτιθέμενα λογικά όντα. Κι ευτυχώς, δηλαδή…! Αύριο ξημερώνει μια άλλη μέρα και θα μπουν και κάποια πράγματα στη θέση τους… Άντε, να ξεκαθαρίσει το τοπίο…»

             Την άλλη μέρα στο γραφείο, η συμπεριφορά της Αλεξάνδρας δεν πρόδιδε τα όσα είχαν συμβεί το προηγούμενο απόγεμα. Ήταν ευγενική, χαμογελαστή, έως κεφάτη. Οι άλλες την κοίταζαν με απορία και μάλιστα την σχολίαζαν.

               «Διπλή προσωπικότητα είναι ή σαλεμένη;»

               «Πού να ξέρεις τι κρύβει η ψυχή του καθενός…»

               «Αλήθεια, Αλεξάνδρα, τι έγινε χθες το απόγεμα και μας πέταξες όλες μαζί από το σπίτι σου; Δεν ήταν καθόλου ευγενικό, ξέρεις…» της είπε η κοπέλα με την οποία έκαναν περισσότερη παρέα.

                «Αλήθεια; Και ήταν ευγενικό αυτό που κάνατε εσείς;»

                Η άλλη την κοίταζε με απορία.

             «Αλήθεια, δεν ξέρεις; Δεν ήσουν εκεί όταν η Στέλλα σήκωσε το πετσετάκι να δει αν είναι καθαρό το τραπεζάκι;»

                «Έλα, μωρέ, και τι έγινε;»

            «Κοίτα να σου πω, κορίτσι μου. Αν για σένα, το να σε προσβάλλουν μέσα στο ίδιο σου το σπίτι δεν σημαίνει τίποτα, για μένα λέει πολλά. Και καλά, αυτή είναι γαϊδούρα και ανάγωγη, εσείς οι υπόλοιπες τι κάνατε; Το ανεχθήκατε. Λυπάμαι, αλλά δεν μου κάνετε σαν άνθρωποι. Και λυπάμαι που πήγα και ξόδεψα τόσα λεφτά για το χατίρι της καθεμιάς σας, να σας κεράσω ό, τι ξέρω πως σας αρέσει… Δεν πειράζει, όμως. Τάισα τα ζωάκια, που δεν έχουν τη δική μας λογική, μα που ξέρουν να εκτιμούν όταν τους δίνεται κάτι…»
Η άλλη την κοίταζε με τα μάτια ορθάνοιχτα, χωρίς να μπορεί να την διακόψει. Χείμαρρος η Αλεξάνδρα.

              «Και να σου πω και κάτι; Νόμιζα πως εσύ, που έχουμε πει και πέντε κουβέντες παραπάνω, θα την έβαζες στη θέση της. Λυπάμαι. Να είσαι καλά, να είμαστε καλά, αλλά πέρα από το γραφείο, δεν θέλω να έχω με καμία σας στενότερη σχέση. Ούτε και με σένα…»

             Απομακρύνθηκε, πήγε κατευθείαν στο γραφείο της, άνοιξε μπροστά τα χαρτιά της και ξεκίνησε τη δουλειά της.

           «Α και για όσες νομίζετε πως είμαι διπλή προσωπικότητα ή σαλεμένη -βλέπετε, και οι τοίχοι έχουν αυτιά- είστε βαθειά, πολύ βαθειά νυχτωμένες. Άντε καλημέρα μας και καλή μας βάρδια…» είπε δυνατά η Αλεξάνδρα…

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη